Έτος γεωπολιτικών εξελίξεων

Ολοκληρώθηκε μια χρονιά μεστή προκλήσεων και γεγονότων, που επηρέασαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την πορεία της χώρας, ευρισκόμενη, κατά ταύτα, σε μία από τις κρισιμότερες και πλέον εύφλεκτες περιοχές της υδρογείου, όπως είναι η νοτιοανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή.

Η απελθούσα χρονιά κατεγράφη ως βηματισμοί χώρας, της οποίας οι επιλογές συνίσταντο στη δημιουργία συνθηκών διαχείρισης τεράστιας κρίσης, όπως είναι το προσφυγικό, του οποίου η διαδραματισθείσα παρουσία προεκλήθη εξωγενώς, δηλαδή ενεργοποιήθηκε στο πλαίσιο της τουρκικής στρατηγικής στόχευσης έναντι της Ελλάδος, κατά προέκταση δε και της Ευρώπης. Τούτο αποσκοπούσε και αποβλέπει στη διάβρωση του εθνικού ή κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού ιστού διά της παρουσίας εμβόλιμου μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο και δυνητικά θα αποδομούσε την ελληνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα του χώρου. Το ανωτέρω συναρτάται και με μία διαρκή πολιτική βούληση της Τουρκίας να θέτει μέσω προσφυγικού την Ευρώπη σε διαρκή οικονομικό εκβιασμό.

Πέραν τούτου, η σταδιακή απομείωση του συριακού χώρου από τον αυτόχθονα πληθυσμό και η εξάλειψη των Κούρδων στη Συρία εξυπηρετεί ηγεμονικά σχέδια της Άγκυρας, που αποβλέπουν στην αναθεώρηση των συνόρων διά της εκκένωσης του δεδομένου κρατικού χώρου διευκόλυνσης της διεισδυτικής παρεμβάσεως του τουρκικού παράγοντα στην περιοχή.

Τούτο συνιστά, κατά συνέπεια, το πρώτο ζήτημα που οφείλει σήμερα, αλλά και στο μέλλον, να διαχειριστεί η Ελλάδα, προετοιμαζόμενη σε τακτικό και στρατηγικό επίπεδο, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προστατεύσει την εθνική ταυτότητα και την ακεραιότητά της. Σημειώνεται εν προκειμένω πως το ζήτημα αυτό αναμφίβολα θα απασχολήσει κατά τρόπο κλιμακούμενης δυναμικής τις πολιτικές ηγεσίες του ελληνισμού και το πολιτικό σύστημα της χώρας τα επόμενα χρόνια, ίσως και δεκαετίες.

Με βάση τις συνθήκες που προκαλεί η ανεξέλεγκτη μετακίνηση πληθυσμών προς το ελλαδικό κράτος, εκδηλώνεται ένα πρόβλημα, εν πολλοίς ανυπέρβλητο, στον βαθμό που η βασική διάσταση των αναγκών που επιφέρει η μετακίνηση πληθυσμών συνίσταται στην ικανότητα ενσωμάτωσης των κατά τα ανωτέρω εθνικοθρησκευτικών επερχομένων ομάδων στον γηγενή πληθυσμό. Η βεμπεριανή αντίληψη της ικανότητας ενσωμάτωσης παραπέμπει στο θρήσκευμα, όπου η μουσουλμανική ταυτότητα δεν είναι σε θέση να ενσωματωθεί γενικώς και ειδικότερα στο ευρωπαϊκό και κατ’ επέκταση στο ελληνικό πλαίσιο χριστιανικής διάρθρωσης των κοινωνιών, εξ ου και η αφεύκτως εκδηλούμενη γκετοποιημένη παρουσία μεταναστών στην Ευρώπη.

Το δεύτερο ζήτημα, που αναφύεται ως διαρκής πραγματικότητα επηρεάζουσα την πορεία του ελλαδικού κράτους, αναφέρεται στην πάγια τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Εν αντιθέσει προς το παρελθόν, η ειδοποιός διαφορά εν προκειμένω συνίσταται στο γεγονός πως η Τουρκία έχει προχωρήσει, και δη ταχέως, σε εφαρμογή της διακηρυχθείσας στρατηγικής της, εσχάτως δε και διά της συνομολόγησης από την Άγκυρα συμφωνιών με άλλες χώρες της περιοχής, που παραπέμπουν σε ένα σχήμα στρατηγικής περικύκλωσης του ελλαδικού χώρου.

Η Τουρκία αντιλαμβάνεται την Ελλάδα και τον ελληνικό χώρο ευρύτερα ως προβλέψιμες διαστάσεις πολιτικής, γιατί ακριβώς η αδυναμία του ελληνισμού να χαράξει στρατηγική εθνικού συμφέροντος σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο είναι ιστορικά αποδεδειγμένη. Η τουρκική πλευρά έχει καταφέρει να απεμπλακεί από την αμερικανική επιρροή και εξάρτηση, δεδομένο το οποίο δεν αναφέρεται στην οικονομική παρά ταύτα πτυχή, και να χαράσσει αυτόνομη στρατηγική εθνικού συμφέροντος, η οποία συνάδει και με τον προαναφερθέντα σχεδιασμό της για ανάπτυξη περιφερειακής δύναμης επιρροής και ελέγχου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, την Εγγύς και Μέση Ανατολή.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως οι τουρκικές κινήσεις λαμβάνουν χώρα ταχέως, ούσες ενταγμένες σε στρατηγικό σχέδιο. Αντιθέτως δε, η Αθήνα δείχνει προς στιγμήν αδυναμία να αποδεχθεί την τουρκική αναθεωρητική πραγματικότητα, όπου τα ίδια τα γεγονότα αποδεικνύουν δύο τινά. Πρώτον, ότι η Αθήνα δεν ήταν σε θέση να προβλέπει εξελίξεις, ως οφείλει στο πλαίσιο μιας πολιτικής σχεδιασμού του μέλλοντος. Δεύτερον, εκ των πραγμάτων διαδηλωμένο συμπέρασμα παραπέμπει σε μία λανθασμένη πολιτική όσον αφορά στην Τουρκία, που ακολουθήθηκε από το 1996 και εντεύθεν.

Τα ζητήματα, στα οποία έγινε αναφορά ανωτέρω, παραπέμπουν σε προβλήματα, όχι μόνο του παρελθόντος ή του παρόντος, αλλά σαφώς και του μέλλοντος. Επομένως, η Ελλάδα, που στοχεύει, όχι μόνο στην επιβίωσή της αλλά και στην ανάδειξη της παρουσίας και διαδρομής της στο διεθνές σύστημα κρατών και πολιτισμών, εγγράφει ως κορυφαία υποχρέωσή της, δεδομένων των απειλών, την ευθύνη άμεσης εκπόνησης εθνικής στρατηγικής, μη υποκύπτοντας σε έξωθεν παρεμβάσεις και ύποπτες «φίλιες» υποδείξεις, όπερ σηματοδοτεί τους επόμενους βηματισμούς χώρας και κρατικής οντότητας.

Συνεπώς, η Αθήνα οφείλει να αναπτύξει μία σύνθετη πολιτική αντιμετώπισης των προβλημάτων, που αναφέρονται, όχι μόνο στην ετεροχρονισμένη καταστολή, δηλαδή την αντιμετώπιση του προβλήματος ως επελθούσης εξέλιξης, αλλά στην πρόβλεψή του, έτσι ώστε η διαχείρισή του να είναι επωφελής για τα εθνικά συμφέροντα.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο