Αναλύσεις

Παταγώδης αποτυχία του πολιτικού συστήματος

Ενώ το ιστορικό δράμα της Κύπρου περιμένει, ακόμα, την τελευταία αγωνιώδη πράξη του, φαίνεται ότι ένας ολόκληρος ιστορικός κύκλος περιπαθούς δημόσιου βίου περατώνεται, αναζητώντας μια μη ακροσφαλή διέξοδο. Αλλά, ποια μπορεί να είναι αυτή, και προς τα πού;

Από ποιο αλύγιστο ακρονύχιο ελπίδας να γαντζωθεί κανείς; Πού να εναποθέσει προσδοκίες και οραματισμούς;

Κυπριακή Δημοκρατία: Αύγουστος 1960 - Οκτώβριος 2020. Εξήντα χρόνια ανεξάρτητου κρατικού βίου εκβάλλουν, θλιβερά, στον αναβράζοντα βούρκο της αισχύνης και της ανυποληψίας.

Ενώ το ιστορικό δράμα της Κύπρου περιμένει, ακόμα, την τελευταία αγωνιώδη πράξη του, φαίνεται ότι ένας ολόκληρος ιστορικός κύκλος περιπαθούς δημόσιου βίου περατώνεται, αναζητώντας μια μη ακροσφαλή διέξοδο. Αλλά, ποια μπορεί να είναι αυτή, και προς τα πού;

Σ’ αυτούς τους καιρούς της έσχατης παρακμής και κατάπτωσης επιβάλλεται μια πάγκοινη και ολοσχερής ανάταξη δυνάμεων, αλλά πώς και από ποιους; Γιατί φαίνεται πως ζούμε σ’ έναν λαβύρινθο όπου δεν υπάρχει, πια, μίτος της Αριάδνης, αλλά μόνον Μινώταυρος.

Οι αναταράξεις που προκάλεσαν στο πολιτικό σκηνικό οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των Cyprus Papers, θέτοντας επί τάπητος και το ενδεχόμενο να πάει η χώρα ακόμα και σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, συνεπέφεραν μια πρωτοφανή κρίση αξιοπιστίας και νομιμοποίησης των δημόσιων θεσμών και των καθ’ ύλην φορέων τους, μη διαχειρίσιμη, προσώρας, από το πολιτικό σύστημα, το οποίο βαρύνεται, πανθομολογουμένως, για τη σημερινή άθλια και αποκρουστική κατάσταση.

Γιατί, όταν τα ίδια τα δημόσια πρόσωπα, πολιτικοί, πολιτειακοί και κρατικοί αξιωματούχοι, αρχίζουν να τρομάζουν στην ιδέα της έκθεσης στη δημόσια σφαίρα, συνεπάγεται ότι αυτή έχει προσβληθεί, ανεπίστρεπτα, από τον ιό της αναξιοπιστίας και της απαξίωσης.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι μισές των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, ανεξαρτήτως κινήτρων και προθέσεων, ήγειραν ζήτημα αυτοδιάλυσης της Βουλής των Αντιπροσώπων και προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, προκειμένου «να διασωθεί ό,τι διασώζεται», αλλά και, στην πλειοψηφία τους, αξίωσαν την άμεση παραίτηση της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Αλλά ποιο νόημα θα είχε η αυτοδιάλυση της Βουλής, αν δεν συνοδευόταν από την αυτοδιάλυση των ίδιων των κομμάτων ή τον ριζικό μετασχηματισμό τους σε κάτι εντελώς διάφορο απ’ ό,τι είναι σήμερα; Ποιο νόημα θα είχε, εάν αυτό που θα επακολουθήσει, θα είναι η κυοφορία του ίδιου εκτρωματικού εμβρύου στη μήτρα της κομματικής αναπαραγωγής;

Ποιο νόημα θα είχαν το «κοινωνείν» και το ελλόγως πολιτεύεσθαι, όταν κανείς δεν μπορεί να εμπιστευθεί πια κανέναν, κι όταν η ίδια η Βουλή των Αντιπροσώπων, υποτιθέμενος ναός της δημοκρατίας, λειτουργεί, εδώ και αρκετές μέρες, σαν ένας μακάβριος νεκρόδειπνος φαντασμάτων;

To 1986 γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» των Αθηνών η προβλεπτική επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, Finis Graeciae: η Ελλάδα τέλειωσε, τη σκοτώσαμε εμείς.

Μια διάγνωση, πικρά, αλλά και εκκωφαντικά, επιβεβαιωμένη από τα γεγονότα και την ιστορία, η εμβέλεια της οποίας, δυστυχώς, φαίνεται ν’ αγκαλιάζει και την απώτατη ανατολική ακρώρεια του Ελληνισμού: την καθημαγμένη από την τουρκική κατοχή αλλά και την αχαλιναγώγητη εξαχρείωση των ταγών και δημοσίων προσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Όπως, περίπου, τότε, το κείμενο του Finis Graeciae, αναφερόμενο στο «μητροπολιτικό» υπόδειγμα, φώτιζε τη λογική μιας συλλογικής εθνικής αυτοκαταστροφικότητας, έτσι και τώρα, τα ζωντανά και αδιάψευστα κείμενα του δημόσιου και πολιτικού μας βίου σημαίνουν το ίδιο: την έλευση ενός δυσυπέρβλητου ορίου εθνικής και κοινωνικής κατάπτωσης, σχεδόν δυστοπικού, η υπέρβαση του οποίου απαιτεί την ενεργοποίηση μιας ανυπολόγιστης, σε εύρος και ένταση, ιστορικής εργασίας εθνικής αυτογνωσίας, αναγέννησης και ανάταξης, ακριβώς στη «λήξη» του ιστορικού χρόνου που μας αφορά.

Γιατί οι κίνδυνοι εξαφάνισης του Κυπριακού Ελληνισμού, ενισχυόμενοι, συνειδητά ή ασυνείδητα, από τις ανιστόρητες και στρατηγικά μυωπικές αντιλήψεις των κυρίαρχων εγχώριων πολιτικών και οικονομικών ελίτ όσον αφορά την αντιμετώπιση της τουρκικής επεκτατικότητας, ορθώνονται, τώρα, σαν ένα, περίπου, ισοδύναμο μιας αναπόφευκτης ιστορικής μοιραιότητας, έναντι της οποίας δεν διαφαίνονται ενεργές και αποτελεσματικές απαντήσεις.

Η λύση του γόρδιου δεσμού δεν θα ήταν, βεβαίως, η «όποια λύση» τώρα - αντιθέτως, αυτή θα προετοίμαζε την εκβολή του υφιστάμενου αδιεξόδου στο αμετάτρεπτο του πλήρους ιστορικού εκμηδενισμού.

Ποια Κυπριακή Δημοκρατία;

Τη στιγμή που προβάλλει ως υπέρτατο ιστορικό διακύβευμα η υπαρκτική επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού στις πατρογονικές εστίες του, συναναδύεται, τραγικά, το ερώτημα: Για ποια Κυπριακή Δημοκρατία πρόκειται; Τη Δημοκρατία που έχει εντυλίξει στον υμένα της απονέκρωσης όλες τις ζωντανές δυνάμεις του τόπου; Τη Δημοκρατία που έχει αφαιμάξει από το ακρωτηριασμένο σώμα της κοινωνίας κάθε ικμάδα θέλησης για ανόρθωση και αγώνα; Τη Δημοκρατία των αλλεπάλληλων και αλληλοεπικαλυπτόμενων σκανδάλων και της ατιμωρησίας τους; Τη Δημοκρατία του γενικευμένου ομόθυμου της διαφθοράς και της διαπλοκής; Τη Δημοκρατία της εντεινόμενης αυτοπαθούς διάβρωσης των θεσμικών κρηπίδων και υποστυλωμάτων της; Τη Δημοκρατία των κλεπτομανών τζογαδόρων του δημόσιου πλούτου και της αξιοπρέπειας του λαού; Τη Δημοκρατία που πορεύεται, σύναρθρη ανεκδιήγητων μηρυκασμών και ψευδαισθήσεων, προς την πλήρη υποταγή στη βούληση και στις επιταγές των κατακτητών της;

Οι ευθύνες σύνολου του πολιτικού συστήματος, σχεδόν όλων όσοι κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτόν τον τόπο ή διαχειρίστηκαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τις δημόσιες υποθέσεις του, είναι δυσθεώρητες και μη εξιλάσιμες σε καμιά σύγχρονη κολυμβήθρα του Σιλωάμ...

Κίνδυνος ισοϋψής της κατοχής

Η «Σημερινή», εδώ και δεκαετίες, μέσα από την αρθρογραφία και τα ρεπορτάζ της, με εξαιρετικά έντονο τρόπο, γράφει, στηλιτεύει, επισημαίνει και αποκαλύπτει τους αγωγούς και τα υπόγεια δίκτυα της διαφθοράς, που αποτελεί, όπως αποδεικνύεται και όπως προφητικά διέβλεψε, τον μεγαλύτερο εθνικό κίνδυνο, μαζί με την τουρκική απειλή, η οποία, πλέον, επισείεται επί της κεφαλής μας ως σπάθη πλήρους τεμαχισμού του εθνικού σώματος.

Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας, αποδεικνύεται, εν τοις πράγμασι, ότι το φαινόμενο της διαφθοράς όχι μόνον αποτελεί μια ενδημική και πολλαχώς επιμολυσμένη απόφυση του κυπριακού πολιτικού συστήματος, αλλά συνιστά δομικό και αυτοαναπαραγόμενο στοιχείο σε όλα σχεδόν τα επίπεδα και τις συμπλέξεις του.

Και, ιδιαίτερα, με τα δεδομένα της Κύπρου, στις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές διαστάσεις που προσλαμβάνει το σκάνδαλο των Cyprus Papers, η διαφθορά, ως «η κατάχρηση ανατεθειμένης εξουσίας με σκοπό το προσωπικό όφελος», είναι ενέργεια που, εν έργω, στρέφεται εναντίον της ίδιας της πατρίδας, καταλύοντας τη θεσμική και ηθική δέσμευση να υπηρετηθεί και να διαφυλαχθεί το δημόσιο καλό.

Γιατί, για μια χώρα όπως η ΚΔ, που διατρέχει κίνδυνο εθνικής εξαφάνισης, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η χρηστή διοίκηση και η διασφάλιση αυτών των τελευταίων ως του υπέρτατου δημόσιου αγαθού αποτελούν όρους εθνικής επιβίωσης.

Αντ’ αυτών, η διαφθορά, η κακοδιαχείριση, ο κομματικός νεποτισμός, η παραταξιακή φαυλότητα, η έλλειψη συλλογικών αναφορών, η τυφλή κυριαρχία του καιροσκοπισμού και της ιδιοτέλειας, η έκνομη συναλλαγή, αποτέλεσαν το διαχρονικό Modus operandi του κυπριακού δημόσιου βίου, με αποτέλεσμα (και) τη σημερινή αλγεινή εικόνα, που τρομάζουμε να δούμε κατάματα.

Ποια πολιτική;

Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα απέτυχε παντού.

Η πολιτική, ως καθημερινό άθλημα ελευθερίας, δικαιοσύνης και δημοκρατίας, ουσιαστικά, έχει εξοβελιστεί μακριά από αυτό που είναι και πρέπει να είναι το περιεχόμενο ενός δημόσιου λόγου και μιας δημόσιας πρακτικής, για να υποκατασταθεί στους μηχανισμούς μιας εθνοκαπηλευτικής ρητορείας και ενός εξαργυρώσιμου κοινωνικού και ατομικού ωφελιμισμού, που σταθερό μέτρο της ήταν η εξαπάτηση και η άγρα ψήφων.

Πολιτική, πλέον, δεν μοιάζει να είναι τίποτε άλλο από τη χυδαία πλειοδοσία σε μεγαλαυχείς κορώνες, σύστοιχη με την αυτοβαυκαλιζόμενη συμμετοχή στη δημιουργία του περιβόητου «κυπριακού οικονομικού θαύματος», που καταρρέει, συλλήβδην, κι αυτό, υπό το βάρος της θύελλας των σκανδάλων και των «κρίσεων», σαν ένας «χάρτινος πύργος από τραπουλόχαρτα».

Ερωτήματα για το ποια πολιτεία και κοινωνία θέλουμε να έχουμε, για το νόημα και τη σημασία μιας πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής, για τον ρόλο του πολίτη στα κοινά, για την ύπαρξη και τη σημασιοδότηση αυτού του απροϋπόθετου Κοινού, για τη μορφή και το περιεχόμενο της καθημερινής ζωής, για τη σχέση με τον άλλον και το περιβάλλον, για τη συγκρότησή μας ως αυτόνομων, υπεύθυνων πολιτικών υποκειμένων, για τη λειτουργία των θεσμών και των φορέων τους, για το νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης και τη σχέση των κομμάτων με την κοινωνία, για το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης κ.λπ., όχι μόνον ήταν αχρείαστα, αλλά και επικίνδυνο να τεθούν.

Όλα τα ουσιώδη θυσιάστηκαν στον βωμό της άκρατης κομματοκρατίας, που συνεχίζει, αγόγγυστα έως και σήμερα, παρά και την πρόσφατη… κροκοδείλια αυτοκριτική των συστημικών κομισαρίων της, να νέμεται την πολιτική και το κράτος.

Η σημερινή, πολυεπίπεδη και πολύμορφη, κρίση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, της οποίας γινόμαστε ενεοί μάρτυρες, δεν είναι κρίση, απλώς, ανευθυνότητας ή αναξιότητας κάποιων εντεταλμένων θεσμικών προσώπων ή της αιφνίδιας εμφάνισης κάποιων επικατάρατων παρανομούντων, αλλά κρίση της σύνολης δομής του πολιτικού συστήματος και της κομματοπαγούς του οργάνωσης. Με όλες τις αιτίες και τις συνεπαγωγές της να εμφανίζονται ταυτόχρονα και με μια κίνηση.

Το υπόβαθρο αυτής της εικόνας, που οδηγεί νομοτελειακά στην απομάκρυνση των πολιτών από τις πολιτικές διεργασίες, οι οποίες ολοένα και λιγότερο τους εκφράζουν, δεν συνίσταται στον κορεσμό μιας αδιέξοδης ρητορικής (ψευδο) συγκρουσιακότητας, όσο, κυρίως, στο ότι πίσω από αυτήν αναθρώσκει το σχήμα μιας αδιέξοδης συναινετικής ομοείδειας όσον αφορά τη θεμελιώδη άρθρωση της πολιτικής σχέσης, την περιστολή της δημοκρατίας στο… εθνικό επιτήδευμα της διαφθοράς και των σκανδάλων, και τη διαχειριστική αγκύλωση των βασικών διακυβευμάτων της πολιτικής.

Η πάλαι ποτέ εδραία εμπιστοσύνη στα κόμματα και στους θεσμούς, που σαν παγόβουνο έκλεινε όλα τα φοβικά ρήγματα της κοινωνικής μας ύπαρξης, ένεκα, κυρίως, της κατοχής, έχει ρευστοποιηθεί επικίνδυνα σ’ έναν δυσεπίσχετο χείμαρρο αμφισβήτησης, σκεπτικισμού και φόβου, που απειλεί να ισοπεδώσει όλες τις επενδυμένες χρησμοδοσίες των μετα-ανεξαρτησιακών μύθων: μιας ισχυρής κρατικής μηχανής υψηλής αποτελεσματικότητας, λαδωμένης από τα λειτουργικά φίλτρα του αποικιοκρατικού διοικητικού συστήματος, ενός κράτους δικαίου και αξιοκρατίας εμβαπτισμένου στα νάματα μιας δήθεν «φυσικής» ροπής των Κυπρίων προς την αρετή, αλλά και θεμελιωμένου στα βάθρα μιας εγγενούς, στις μετα-αποικιοκρατικές κρατικές δομές, διοικητικής ορθολογικότητας, που έκανε τους Κυπρίους για χρόνια να υπερηφανεύονται για το ‘μεγαλείο’ της αποικιακής τους κληρονομιάς, μιας συμπαγούς κοινωνίας αλληλεγγύης, που αντιδρά, σε αξιοθαύμαστο βαθμό αναπληρωματικού αυτοματισμού, σε κάθε μορφή εσωτερικής ‘εντροπίας’, ενός οικονομικο-πρακτικού έθους, αρυόμενου από τις μήτρες μιας δήθεν πανάρχαιας δαιμόνιας κυπριακής δημιουργικότητας… Όλα αυτά, απλώνουν, τώρα, σαν εξαϋλωμένες πομφόλυγες στην άμμο…

Το Κυπριακό

Αλλά, τα ίδια επίχειρα δρέπουμε και στο Κυπριακό. Όπου η βολεμένη σε χρόνιες ψευδαισθήσεις και ανεμώλιους ευσεβοποθισμούς πολιτική ηγεσία, δεν μπόρεσε ποτέ να διαβλέψει το εύρος και το βάθος των επεκτατικών και ηγεμονικών επιδιώξεων της Τουρκίας, η οποία επιχειρεί, βιαίως, να… μεταπλάσει τον διασχιζόμενο από κοσμογονικές μετατοπίσεις ιστορικό και γεωπολιτικό μας χώρο, σε μια νέα ιστορικοπολιτική πραγματικότητα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των ηγεμονικών της κοσμοειδώλων, όπου η Κύπρος προώρισται να υπάρξει μόνον ως ελεγχόμενη ή πλήρως προσαρτημένη τουρκική κτήση.

Δεν μπόρεσε ποτέ να κατανοήσει τη φύση και τον χαρακτήρα του τουρκικού επεκτατισμού, «πιστεύοντας» πως, διά της συνεχούς υποχωρητικότητας και του κατευνασμού, θα μπορούσε να οδηγήσει τον νεο-οθωμανικό ιμπεριαλισμό να συμπέσει, αναδιπλωνόμενος, με τον ρυθμό της λογικής και του διεθνούς δικαίου. Τα ίδια και εις Αθήνας.

Που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν, ούτε πριν, ούτε ακόμη και τώρα, να αντιληφθούν ότι ο τουρκικός επεκτατισμός/αναθεωρητισμός και οι επικαιρικές ή κατά καιρούς μεταλλάξεις του αποτελούν, στην ουσία, μια διαχεόμενη και συγχρονιζόμενη με το ιστορικό γίγνεσθαι τροποποίηση της επεκτατικής πλαστικότητας του «πρωτογενούς» κατακτητικού νομαδισμού, είτε με το οσμανικό αυτοκρατορικό ένδυμα, είτε με το κεμαλικό «νεωτερικό» κρατικό. Και ότι συνιστούν δομικό στοιχείο ύπαρξης του τουρκικού κράτους, το οποίο συγκροτήθηκε, εν τη γενέσει του, πάνω στην πολιτική των βίαιων εκτοπισμών, τις γενοκτονίες και τις τεχνικές της δημογραφικής αλλοίωσης. Η προϊούσα, δε, αυταρχικοποίησή του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από εκδήλωση και ανάπτυξη εδραίων δομικών χαρακτηριστικών, η εκρίζωση των οποίων, στο πλαίσιο μιας ριζικής διαδικασίας εκδημοκρατισμού, θα το οδηγούσε σε κατάρρευση, ως τέτοιο.

Αντιθέτως, εκείνο που χαρακτήριζε πάντοτε την τουρκική στρατηγική είναι ένας καλά μεθοδευμένος τακτικός συγχρονισμός λόγων, διακηρύξεων και πράξεων, μάλιστα με συνέπεια που εκπλήσσει τα ημέτερα… κυβιστικά αλαλούμ στο αθεράπευτο έλλειμμα συγκροτημένης στρατηγικής και τοποθέτησης ξεκάθαρα προσδιορισμένων στόχων.

Έτσι, Αθήνα και Λευκωσία, αμήχανα αφοπλισμένες ενώπιον του τουρκικού ιστορικού αναθεωρητισμού, που οργανωμένα και με σταθερό στρατηγικό βηματισμό επικαιροποιεί τη διαχρονική συστημική της επεκτατικής του εκδίπλωσης, παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου αλλά και όλες τις διεθνείς συνθήκες που περιοχοθετούν τα όρια των έκνομων διεκδικήσεών του, σύρονται σε απροσδιόριστου περιεχομένου διαλόγους, μονίμως εκβιαζόμενες και εξαναγκαζόμενες… Δυστυχώς, τα θαλασσώσαμε κι εδώ. Και, εδώ, πιθανόν, χωρίς τη δυνατότητα διαφυγής.