Πολιτισμός

Φιλοσοφία, ένα σχολείο ελευθερίας

Η Έδρα UNESCO «Πολιτισμική Ετερότητα και Διαπολιτισμικός Διάλογος για έναν Πολιτισμό Ειρήνης» του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Ζήτρος, πιστεύοντας στη δύναμη της φιλοσοφίας παρουσιάζουν την έκδοση στην Ελληνική της έρευνας της UNESCO, «Φιλοσοφία, ένα σχολείο ελευθερίας: Διδάσκοντας Φιλοσοφία και μαθαίνοντας να φιλοσοφούμε – Κατάσταση και προοπτικές». Πρόκειται για μια μελέτη, απόλυτα συμβατή με τη Διατομεακή Στρατηγική της UNESCO σχετικά με τη Φιλοσοφία, έτσι όπως αυτή υιοθετήθηκε από την Εκτελεστική Επιτροπή της UNESCO, τον Απρίλιο του 2005

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ζήτρος (Θεσσαλονίκη, 2020) η έρευνα της Unesco, «Φιλοσοφία, ένα σχολείο ελευθερίας – Διδάσκοντας Φιλοσοφία και μαθαίνοντας να φιλοσοφούμε: Κατάσταση και προοπτικές».

Η έκδοση αποτελεί μια πρωτοβουλία της Έδρας UNESCO «Πολιτισμική Ετερότητα και Διαπολιτισμικός Διάλογος για έναν Πολιτισμό Ειρήνης» του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, σε επιμέλεια ελληνικής έκδοσης και μετάφραση του Δρος Aλέξιου Πέτρου, Καθηγητή Τμήματος Παιδαγωγικών Σπουδών Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

Όπως αναφέρουν, μεταξύ άλλων, στον πρόλογο του βιβλίου ο Δρ Αλέξιος Πέτρου και ο Δρ Αιμίλιος Α. Σολωμού, Διευθυντής της Έδρας UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, η έκδοση συνιστά το σύνολο των πορισμάτων μιας μελέτης που πραγματοποίησε η UNESCO το 2005-2007, με απώτερο στόχο να σχηματίσει μια όσο γίνεται πιο σαφή εικόνα αναφορικά με το πού βρίσκεται (βρισκόταν) η διδασκαλία της Φιλοσοφίας ανά τον κόσμο και κατά πόσον η Φιλοσοφία έχει τη θέση που της αρμόζει μέσα στη σύγχρονη, ανοικτή, συμπεριληπτική και πλουραλιστική κοινωνία της γνώσης, αλλά και να προτείνει εισηγήσεις και νέους προσανατολισμούς. Ακόμη, στόχος της έρευνας ήταν, επισημαίνουν, αφού πρώτα καταγράψει το πώς η Φιλοσοφία γίνεται αντιληπτή και εφαρμόζεται στον χώρο της εκπαίδευσης, από την προσχολική μέχρι και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, να καταγράψει και τις όποιες άτυπες (μη ιδρυματικές) λειτουργίες της που ενδέχεται να λαμβάνουν χώραν μέσα στο μεγαλύτερο σχολείο, αυτό της πόλης.

Αναφορικά με τον σκοπό της έρευνας σημειώνουν ότι ήταν, μέσα από την καταγραφή και τον σχολιασμό, ο/η κάθε ενδιαφερόμενος/η να μπορέσει να στοχαστεί πάνω σε μια μεγάλη γκάμα ιδεών, εμπειριών, πρωτοβουλιών και πρακτικών, κατά τέτοιο τρόπο που να μπορέσει να αντιμετωπίσει όσο καλύτερα γίνεται τις προκλήσεις του μέλλοντος, αλλά και να καταστούν φανεροί οι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να αυξηθεί η διδασκαλία της, όπου αυτή συμβαίνει, και να προωθηθεί όπου αυτή απουσιάζει. Ακόμη, η εν λόγω έρευνα καθιστά φανερό πως ακόμη και σήμερα είναι σημαντικό να θέσουμε το ζήτημα της διδασκαλίας και της μάθησης της φιλοσοφίας, ειδικά αν επιθυμούμε να αυξήσουμε την αξία της γνώσης μας και να τη μοιραστούμε με τους άλλους, επενδύοντας σε μια ποιοτική εκπαίδευση και επιβεβαιώνοντας ότι αυτή η εκπαίδευση εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους.

Δομή της έκδοσης

Η έκδοση χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης αναδεικνύεται η καθοριστική σημασία της προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, στον βαθμό που κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, της ηλικίας της περιπλάνησης, είναι που «ενσταλάζονται στα παιδιά οι συνήθειες της δημιουργικής και κριτικής σκέψης». Αυτό που συζητιέται πιο ειδικά είναι η δύναμη της μεθόδου που προτείνει η Φιλοσοφία για Παιδιά και άλλες παρόμοιες πρακτικές, υπό το φως της τεκμηριωμένης πεποίθησης ότι τα παιδιά από πολύ νεαρή ηλικία είναι σε θέση να μάθουν να φιλοσοφούν, κάτι που κρίνεται ως πολύ σημαντικό για φιλοσοφικούς, πολιτικούς, ηθικούς και παιδαγωγικούς σκοπούς.

Στο δεύτερο κεφάλαιο συζητούνται οι ποικίλοι τρόποι αξιοποίησης της φιλοσοφίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η Φιλοσοφία δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή μονάχα ως ένα μάθημα «προώθησης του ορθολογισμού», αλλά μάλλον ως το μέσο «εκμάθησης της κριτικής προσέγγισης της γνώσης και των συστημάτων αξιών» και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του εφήβου.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναδεικνύεται η σημασία που θα πρέπει να έχει η Φιλοσοφία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εντάσσοντας την πολιτισμική και ανθρώπινη δράση σε μια ιστορική προοπτική και απελευθερώνοντάς την από κάθε απολυταρχική φιλοδοξία, αλλά και τα ίδια τα άτομα από το βάρος των κληρονομημένων ηθικών, πολιτισμικών και κοινωνικών συνθηκών. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει η ακαδημαϊκή ελευθερία, η ελευθερία της διδασκαλίας και της μάθησης της φιλοσοφίας να παραμείνουν ελεύθερες, επιτρέποντας στους ίδιους τους καθηγητές να καθορίζουν τις ερευνητικές τους προτεραιότητες, το αντικείμενο των θεμάτων που θα συζητούν, αλλά και τα όρια των στόχων της Φιλοσοφίας. Για τον λόγο μάλιστα αυτό προτείνεται η περαιτέρω στήριξη της φιλοσοφικής έρευνας και διδασκαλίας, με σκοπό την ενίσχυση των φιλοσοφικών κοινοτήτων, αλλά και η ανάπτυξη ποικίλων μεθοδολογικών και εννοιολογικών προσεγγίσεων και ζητημάτων.

Στο τέταρτο κεφάλαιο της μελέτης συζητείται η αξιοποίηση της Φιλοσοφίας σε χώρους εκτός των αμιγώς ακαδημαϊκών (σχολεία και πανεπιστήμια) και οι ποικίλες ανάγκες που μπορεί να εξυπηρετεί στο πλαίσιο της πόλης. Αν και υπάρχουν πολλές ενστάσεις στο κατά πόσον η «πρακτική φιλοσοφία» είναι όντως φιλοσοφική, στον βαθμό που πολλές φορές εμφανίζεται ως απλοϊκή, νοθευμένη ή συμφεροντολογική, αυτό που εδώ τονίζεται είναι πως όλες αυτές οι παθολογίες ή υπερβολές που καταγράφονται δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μια πρόταση απομόνωσης της φιλοσοφίας στους χώρους των σχολικών ή των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά σε μια πιο προσεκτική παρακολούθηση του φαινομένου της εξάπλωσης των πρακτικών της φιλοσοφίας στα «άτυπα» περιβάλλοντα μάθησης.

Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύεται η μεθοδολογία της έρευνας, η οποία στηρίχθηκε στη χρήση ενός αυτο-χορηγούμενου ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και ύστερα από ενθάρρυνση για συνεισφορά των εκπροσώπων των 126 Εθνικών Επιτροπών και Μόνιμων Αντιπροσωπιών της UNESCO. Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε ερωτήσεις ανοικτού τύπου και άλλες ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής ή σύντομης απάντησης, ενώ οι ερωτήσεις ανοικτού τύπου δημιούργησαν πρόσθετες προτάσεις και παρατηρήσεις, που εξετάζονται πλήρως στο ίδιο κεφάλαιο (μέρη ΙΙ και ΙΙΙ). Τέλος, όσον αφορά τα υπόλοιπα αποτελέσματα και τα διαγράμματά τους, αυτά έτυχαν μιας πιο ολοκληρωμένης ανάλυσης με τη χρήση κριτηρίων που έχουν επιλεγεί για να ταιριάζουν στα χρήσιμα δεδομένα, ενώ τα διάφορα γραφικά, οι πίνακες και τα διαγράμματα θα πρέπει – όπως εξηγούν οι συγγραφείς – να τα λάβουμε υπόψη όχι με τρόπο απόλυτο, αλλά ως απεικονίσεις μιας εν εξελίξει κατάστασης της διδασκαλίας της Φιλοσοφίας σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η χρησιμότητα της έρευνας

Σε τι όμως μπορεί να φανεί χρήσιμη μια έρευνα πάνω στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας ανά τον κόσμο η οποία πραγματοποιήθηκε σχεδόν 15 χρόνια πριν; Και τι μπορεί να έχει να μας προσφέρει εμάς σήμερα, στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης, της αξιοποίησης της τεχνολογίας στην εξ αποστάσεως πανεπιστημιακή διδασκαλία, αλλά συνάμα και στην εποχή της κρίσης τόσο της παγκόσμιας οικονομίας όσο και των ανθρώπινων αξιών; Όπως υπογραμμίζουν, εδώ, η «Άποψη» της αναγνωστικής επιτροπής που παρατίθεται στο τέλος της μελέτης μάς δίνει μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα περί της τεχνολογίας, αλλά και για τη σημερινή αξία της έρευνας. Καταγράφεται ένα μικρό απόσπασμα: «Σήμερα, σε μια εποχή που η επιστήμη θεωρείται ότι αποτελεί την ουσία της γνώσης μας και η τεχνολογία αποτελεί την ουσία των δυνατοτήτων μας, η Φιλοσοφία φαίνεται να είναι ένα καίρια αναστοχαστικό μάθημα. Όσον αφορά την επιστήμη, η Φιλοσοφία προωθεί έναν κριτικό προβληματισμό σχετικά με τα θεμέλια αυτής της γνώσης. Όσον αφορά την τεχνολογία, τη σοφία με τη σύγχρονη έννοια, η Φιλοσοφία είναι ένας κριτικός αναστοχασμός πάνω στις συνθήκες ανάπτυξης και χρήσης των τεχνολογικών δυνατοτήτων. Η φιλοσοφική διδασκαλία ορίζεται ως η ελευθερία στην άσκηση της κριτικής σκέψης – και μέσω της κριτικής σκέψης, η άσκηση της ελευθερίας».

Σε ό,τι αφορά τη σημερινή προσφορά της μελέτης αυτής, στην εποχή της κρίσης και των αξιών, τονίζουν ότι «αυτή μπορεί να καταφανεί στον βαθμό που πολλές από τις βασικές αρχές που πρεσβεύει η διδασκαλία της φιλοσοφίας, συνεχίζουν στην εποχή μας να παραμένουν υπό αίρεση: Ελευθερία, Δημοκρατία, Ειρήνη». Τέλος, σε ό,τι αφορά τόσο την ιδρυματική, όσο και την άτυπη διδασκαλία της Φιλοσοφίας, υποδεικνύουν πως «μπορούν ακόμη να γίνουν πολλά, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει πολύ μεγάλη πρόοδος σε πολλά από τα ζητήματα που έθιξε η μελέτη αυτή. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η κατάσταση της διδασκαλίας στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν καταγράφεται επαρκώς από τη μελέτη αυτή, αλλά και η αναγκαιότητα να διεξαχθούν παρόμοιες μελέτες και έρευνες για τη σημερινή κατάσταση σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία της Φιλοσοφίας τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα, έχοντας μάλιστα κατά νουν τις νέες προοπτικές και εξέλιξη της παγκόσμιας κατάστασης».

Η Κύπρος

Όσον αφορά τη διδασκαλία της Φιλοσοφίας στην Κύπρο, ο Δρ Αλέξιος Πέτρου, μιλώντας στη «Σημερινή» της Κυριακής, επισήμανε ότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένο μάθημα Φιλοσοφίας στα σχολεία, αλλά μόνο κατ’ επιλογήν μάθημα στα γυμνάσια «και ο κάθε καθηγητής πράττει ελεύθερα, σύμφωνα με ό,τι θεωρεί ως λυσιτελέστερο παιδαγωγικά». Πρόσθεσε δε ότι επιχειρείται μια προσπάθεια από το Πανεπιστήμιο Κύπρου να διαμορφωθούν τα βιβλία Φιλοσοφίας των σχολείων με βάση τη λογική του επιχειρήματος, κάποιες αρχές της αναλυτικής Φιλοσοφίας και στοιχεία από την ιστορία της Φιλοσοφίας.

«Άποψη δική μου», σημειώνει, «είναι ότι η Φιλοσοφία πρέπει να διδάσκεται ως πρακτική και όχι ως μάθημα, με στόχο την ανάπτυξη της διαλογικής ικανότητας της σκέψης, μια μέθοδος μελέτης τόσο της γνωστικής, όσο και της συναισθηματικής ικανότητας της σκέψης των μαθητών».

Η μέθοδος αυτή, εξηγεί, μπορεί να εκδιπλώνεται σε δύο επίπεδα: την ερωτηματοθεσία, δηλαδή τη διαμόρφωση και θέση ερωτημάτων, ως υποκινητικού παράγοντα της σκέψης και του διαλόγου, και την αφήγηση ιστοριών.

Ο πρώτος που εισηγήθηκε αυτήν τη μέθοδο, διευκρινίζει, «είναι ο Μάθιου Λίπμαν στις ΗΠΑ, ο οποίος έγραψε ιστορίες σκέψης για παιδιά. Ο Λίπμαν εφάρμοσε τη μέθοδό του έπειτα από μια γόνιμη περίοδο εμπειριών και έρευνας. Παραιτούμενος από το δημόσιο σχολείο, εργοδοτήθηκε στο νηπιαγωγείο ενός ιδιωτικού κολεγίου, όπου άρχισε να εφαρμόζει τις έρευνες και τη μέθοδό του, η οποία στηρίχθηκε πάνω σε τέσσερεις βασικές αρχές: Τη δημιουργικότητα της κριτικής σκέψης, τη σκέψη του άλλου, τη φροντίδα για τη σκέψη του άλλου και τον άλλο, και το complex, τον τρόπο, δηλαδή, να κάνεις όλα αυτά μαζί».

Στόχος του Λίπμαν ήταν η ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης μέσα από την κοινότητα της έρευνας, πράγμα που «προϋποθέτει ένα κοινό επίπεδο σκέψης. Με αυτόν τον τρόπο, ο δάσκαλος λειτουργεί ως υποκινητής του διαλόγου και διαμεσολαβητής της ομάδας, και όχι σαν μια από καθέδρας αυθεντία».

Μέσα από τις αφηγήσεις των ιστοριών του, ο Λίπμαν έθετε «ερωτήματα για να βρει το μεγάλο φιλοσοφικό ερώτημα/θέμα, διανοίγοντας ένα διαλογικό πλαίσιο όπου εντάσσονταν αυτά τα ερωτήματα και διά του οποίου εκφράζονταν οι διάφορες απόψεις».

Γιατί, «ο διάλογος είναι πάντα ανοικτός και απρόβλεπτος, δεν στοχεύει σε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά επιδιώκει να αναπτύξει τη σκέψη. Αυτό είναι, θεωρώ, και το βασικό διακύβευμα: να επιτρέπεις και να προκαλείς τη σκέψη. Ύστερα ακολουθούν η συστηματική Φιλοσοφία και η ιστορία της Φιλοσοφίας».