Το ευρωπαϊκό εγχείρημα, μια ατελής διάσταση πολιτικής

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το εγχείρημα των ηγετών Γερμανίας και Γαλλίας να οικοδομήσουν, κατά το προηγούμενο των ΗΠΑ, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης,

βρισκόμαστε σήμερα ενώπιον της οικονομικής μεν ενοποιητικής ενσωμάτωσης, της απουσίας δε πολιτικής ενοποίησης, που θα παρέπεμπε και στην εκδήλωση παρουσίας και διαδρομής σε μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα.

Η Ευρώπη εξακολουθεί, παρά τις προσδοκίες, να κυριαρχείται από την παράσταση των εθνικών ταυτοτήτων, που προβάλλουν την ισχυρή παρουσία τους έναντι του προσδοκώμενου ευρωπαϊκού πολιτιστικού και κοινού εθνικού κατά ταύτα πεπρωμένου.

Η αδυναμία οικοδόμησης μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας αποδίδεται στις βαθιές ρίζες διαδρομής αιώνων των ευρωπαϊκών εθνών και εθνοτήτων, έμπλεων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, που δεν μπορούσαν και δεν δύνανται να υπερβούν το κυρίαρχο εθνικό στοιχείο της ιστορικής τους διαδρομής και οιονεί σφυρηλατούμενης ταυτότητάς τους.

Τούτο παραπέμπει σε μια εν τοις πράγμασι αδυναμία οικοδόμησης και προβολής μιας καινούργιας κοινής πολιτιστικής παρουσίας ενός ενοποιημένου χώρου που να προσδιορίζει την προοπτική ενός κατά ταύτα κοινού μέλλοντος.

Η επισήμανση των ιστορικών δεδομένων της Ευρώπης ως οιονεί προσκόμματος στην απόπειρα σχηματισμού ενός ενιαίου πολιτικού και εν τέλει κρατικού πλαισίου, διαφοροποιείται από την κατά Frank Weber Terra Libera των ΗΠΑ, όπου οι αφικνούμενοι μετανάστες ιδρύοντας ενώπιον μιας ελεύθερης γης, δηλαδή απαλλαγμένης δεδομένων και δουλειών εθνικού επιπέδου, τη νέα δική τους πατρίδα, μπόρεσαν να διαμορφώσουν

εν τοις πράγμασι μια νέα ταυτότητα ως μια απολύτως φυσιολογική συνέχεια, γεγονός όπερ και συνέβαλε εν τέλει καθοριστικά στην ενοποίηση λαού και χώρου.

Η ανωτέρω διεργασία απεικονίζει τη δομική διαρθρωτική διαφοροποίηση μεταξύ του αμερικανικού εγχειρήματος έλευσης κοινής κρατικής οντότητας και της αδυναμίας του ευρωπαϊκού πλαισίου να ενώσει ιστορικές εθνικές οντότητες.

Δεδομένης της πραγματικότητας μιας ΕΕ εκδηλούμενης ως τοιούτης απεικονίζουσας εθνικά συμφέροντα των κρατών - μελών και όχι ενός συνόλου, τούτη δεν δύναται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ως ενιαία αντίληψη πολιτικής επερχόμενες απειλές εναντίον κρατών – μελών, όπως εν προκειμένω συμβαίνει και στην παρούσα χρονική συγκυρία από την παλαιόθεν υφιστάμενη και διαρκώς ενεργοποιούμενη επιθετική, αναθεωρητική συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι Ελλάδος και Κύπρου.

Παρά ταύτα, το ιχνηλατούμενο ενοποιητικό στοιχείο της πολιτικής θα μπορούσε να εκδηλωθεί ως δομή υπεράσπισης του συνόλου σε περίπτωση εμφάνισης και υποχρέωσης για αντιμετώπιση ενός κοινού εχθρού, έννοια προσδιοριζόμενη ως ικανότητα του φαινομένου να πλήξει κοινά, ευρωπαϊκά εν προκειμένω συμφέροντα.

Ως εκ τούτου, εάν προβαλλόταν μια υφιστάμενη απειλή ως κοινός εχθρός του ευρωπαϊκού συνόλου, κάτι τέτοιο θα λειτουργούσε ενοποιητικά για την ευρωπαϊκή διάσταση πολιτικής, πράγμα που αφεύκτως θα συνέβαλλε σε μεσομακροχρόνιο επίπεδο και στην προσδοκώμενη κατά ταύτα οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ιστορικής διαδρομής ενοποίησης χώρου και εθνικών οντοτήτων σε μια κοινή κρατική διάσταση πολιτικής, με αφορμή την κοινή υπεράσπιση εξωτερικής απειλής, συνιστά η ελβετική περίπτωση, όπου και οι εθνικές διαστάσεις του χώρου οδηγήθηκαν εκ των πραγμάτων σε ενοποίηση έναντι προβαλλόμενου κοινού εχθρού στα εξωτερικά σύνορα του ελβετικού πολιτικού περιβάλλοντος.

Σήμερα, που σε διπλωματικό επίπεδο και με όλα τα μέσα Ελλάδα και Κύπρος επιχειρούν να αναδείξουν την Τουρκία ως απειλή και για την Ευρώπη, διεκδικώντας την επιβολή κυρώσεων έναντι μιας εξόφθαλμα εκδηλούμενης τουρκικής παραβατικότητας, η Ευρώπη πέρα από άνευ κόστους προβαλλόμενες βερμπαλιστικές καταγγελίες δεν προβαίνει και δεν είναι διατεθειμένη να προβεί σε κινήσεις που να αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως κοινή απειλή για την Ευρώπη.

Τούτο, γιατί το ενοποιητικό στοιχείο της Ευρώπης δεν είναι ένας εμπεδωμένος και από κοινού υπερασπιζόμενος πολιτιστικός τόπος, αλλά η οικονομική διάσταση της πολιτικής, η οποία, όχι μόνο δεν πλήττεται από την τουρκική απειλή, αλλά παραπέμπει σε διμερώς προβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ Ευρώπης – Τουρκίας.

Τα ανωτέρω δεδομένα συνιστούν μια εν τοις πράγμασι υποστηρικτική διάρθρωση της τουρκικής στρατηγικής, όπου η Άγκυρα, γνωρίζουσα εις βάθος τις αδυναμίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αποθρασύνεται τα μάλα, ξεδιπλώνοντας ανεμπόδιστα τις επιθετικές αναθεωρητικές της στοχεύσεις.

Συμπερασματικά και κατά τα ανωτέρω, οφείλει κανείς να υπογραμμίσει την αναγκαιότητα εν είδει όρου επιβίωσης, η στρατηγική Ελλάδος και Κύπρου να αναπτυχθεί, μη επαφιέμενη σε μια φαντασιακού επιπέδου ευρωπαϊκή συνδρομή επιβολής ουσιαστικών και αποτελεσματικών κυρώσεων έναντι της Άγκυρας, αλλά αντιθέτως εμπεδώνοντας χωρίς δισταγμούς συμμαχίες με έθνη – κράτη, που προβάλλουν κοινά συμφέροντα με Ελλάδα και Κύπρο, τιθέμενα κατά ταύτα έναντι της τουρκικής επιβουλής.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο