Επικαιροποιημένη διάσταση γενοκτόνου παρελθόντος

Τα πρόσφατα συγκρουσιακά γεγονότα μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων στην περιοχή του αρμενικού θύλακα Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου η Άγκυρα προσέτρεξε προς υποστήριξη των επιτιθεμένων Αζέρων, μεταφέρουν αφεύκτως τη σκέψη μας στο βεβαρημένο παρελθόν της Τουρκίας, που παραπέμπει στην από τους Νεότουρκους διενεργηθείσα πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα, αυτήν των Αρμενίων.

Υπενθυμίζεται η γνωστή ρήση του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος εν όψει της επικείμενης και εν συνεχεία επελθούσης γενοκτόνου πολιτικής του εναντίον των Εβραίων, διατύπωσε, διατάζοντας πολιτικές εξόντωσης, τη γνωστή έκφραση «Ποιος θυμάται σήμερα τη σφαγή των Αρμενίων;».

Σε παρόντα χρόνο και εν μέσω του 21ου αιώνα, όπου η κατάκτηση ανθρωπιστικών βηματισμών, δημοκρατικών αγαθών, εθνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών θεωρείται αδιαμφισβήτητο και μη αναστρέψιμο γεγονός της πανανθρώπινης πορείας, η Τουρκία, διά της στρατιωτικής και εν γένει ευρύτερα στρατηγικής στήριξής της προς το Αζερμπαϊτζάν στη διαμάχη του με την Αρμενία, συνεχίζει στις ίδιες πρακτικές πολιτικών, επαναλαμβάνοντας και υπενθυμίζοντας εγκληματικές συμπεριφορές παρελθόντων αιώνων.

Η εν εξελίξει ευρισκόμενη επίθεση των Αζέρων εναντίον των Αρμενίων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, που συνιστά κατά ταύτα και μια διαρκώς αναζωπυρούμενη, ιστορικά διαδραματιζόμενη σύγκρουση, εντάσσεται στην τουρκική στρατηγική για πολιτική κυριαρχία σε μιαν από τις πιο κρίσιμες και πολύτιμες ζώνες του διεθνούς συστήματος, που βρίσκεται στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, χρησιμοποιώντας κατά ταύτα το συμμαχικό και, πολύ περισσότερο, ομοεθνές προς αυτήν, Αζερμπαϊτζάν.

Προς τούτο, η Άγκυρα αξιοποιεί όλα τα ευρισκόμενα στη διάθεσή της μέσα, μη εξαιρουμένης της χρήσης τζιχαντιστών μισθοφόρων πολεμιστών από τον συριακό εμφύλιο, ενώ η διεθνής κοινότητα παραμένει εν ακινησία, διατυπώνοντας λεκτικά και φθαρμένα σχήματα προσρήσεων για κατάπαυση του πυρός προς τους «αντιμαχομένους», ταυτίζοντας επιτιθεμένους με αμυνομένους και τα οποία η Τουρκία, κατά τη συνήθη τακτική της, προκλητικά αγνοεί.

Η τουρκική πολιτική έχει στην ιστορική της διαδρομή μια «μοναδικότητα» παραπέμπουσα όχι μόνο στις εθνοκαθάρσεις και τα εγκλήματα πολέμου, αρχής γενομένης από την Αρμενική Γενοκτονία μέχρι και την εξόντωση του ελληνισμού της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου και την από το 1974 υφιστάμενη εισβολή και κατοχή της βορείου περιοχής της Κύπρου, αλλά και στο γεγονός ότι ουδέποτε τιμωρήθηκε από τη διεθνή κοινότητα για τα εγκλήματά της.

Το γεγονός της διαχρονικής ατιμωρησίας της Τουρκίας συνέτεινε στην ενθάρρυνσή της για συνέχιση των διαδηλωμένων, διακηρυγμένων και εμπράκτως εφαρμοζομένων επιθετικών πράξεών της στην ευρύτερη περιοχή, χαρακτηριστικό γνώρισμα που υφίσταται εν είδει ακρογωνιαίου λίθου στη στρατηγική της.

Πρέπει να υπογραμμισθεί πως, παρά την ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, συνθήκη που υφίσταται, λόγω της τουρκικής στήριξης προς το Αζερμπαϊτζάν, εντούτοις η κινητοποίηση των απανταχού Αρμενίων, οι οποίοι και διαθέτουν ανεξάντλητες δυνάμεις στήριξης της υπόστασής τους, θα συμβάλει στην εξισορρόπηση των αντιμαχομένων στην περιοχή και στη σθεναρή αντίσταση της αρμενικής πλευράς για υπεράσπιση της πατρώας γης, των δικαιωμάτων, των ελευθεριών και της εν γένει εθνικής υπόστασής τους.

Όσον αφορά τον ρόλο της Ελλάδας στην υφιστάμενη αντιπαράθεση, δεδομένης της ελληνοαρμενικής σχέσης φιλίας και ιστορικών δεσμών μεταξύ των δύο λαών, η Αθήνα δεν επιτρέπεται να περιβάλλεται έναν ποντιοπιλατικό μανδύα καλώντας τα δύο μέρη σε ειρήνευση, ωσάν να επρόκειτο για ισομερώς καταμερισμένη ευθύνη στις δύο πλευρές, αλλά οφείλει να λάβει σαφή θέση, στηρίζοντας τον αγώνα άμυνας και αντίστασης του αρμενικού έθνους.

Στην περίπτωση της Ελλάδος αναφορικά προς τις εν προκειμένω υφιστάμενες συνθήκες σύγκρουσης, η ιστορική διαδρομή των σχέσεων των δύο χωρών, η σύμπλευση σε πολλαπλά επίπεδα πολιτικής και πολιτισμού, αλλά και η ενεργώς συμμετοχή Αρμενίων στην υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων σε διάφορες φάσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, οφείλουν να υπερτερούν έναντι τακτικών κινήσεων σκοπιμότητας, συχνά άνευ περιεχομένου και ρεαλιστικού πλαισίου, όπως είναι οι γνωστές ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές, των οποίων το μέλλον παραμένει εξόχως άδηλο.

Συναφώς υπενθυμίζεται πως η διεθνής διπλωματία δεν παραπέμπει σε συνεχή αποφυγή λήψης θέσεων, αλλ’ αντιθέτως επιβάλλει σε κράτη που θέλουν να έχουν ισχυρή διαδρομή και ενεργό συμμετοχή στο διεθνές γίγνεσθαι, να δείχνουν συνέπεια και συνέχεια αξιόπιστης πολιτικής, δηλαδή ενεργού στήριξης έναντι των ιστορικών συμμάχων τους, όπως εν προκειμένω περιτράνως συμβαίνει στη σχέση Αρμενίας - Ελλάδος.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου