Διεθνή

Τραμπ και Μπάιντεν οι… μεγάλοι «χαμένοι» του πρώτου ντιμπέιτ

Η δήλωση που οι ειδικοί ξεχωρίζουν ως την πιο σημαντική είναι η άρνηση του ενοίκου του Λευκού Οίκου να δεσμευτεί ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, ακόμη και στην περίπτωση που ηττηθεί

Σε ένα χαοτικό και χωρίς «κανόνες» ντιμπέιτ, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν αντάλλαξαν σκληρούς χαρακτηρισμούς και επιβεβαίωσαν το βαθιά πολωμένο κλίμα που επικρατεί στη χώρα, λίγες εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Η εικόνα της τηλεοπτικής αυτής αντιπαράθεσης, στην οποία οι τόνοι ανέβαιναν επανειλημμένα και ο ένας υποψήφιος μιλούσε πάνω στον άλλο, όχι μόνο δεν προκάλεσε έκπληξη, αλλά αποτέλεσε την «καταλληλότερη» συνέχεια μιας προεκλογικής περιόδου, όπου πρωταγωνιστούν οι αποκαλύψεις για χρέη και οι κατηγορίες για νοθεία και απάτες κατά την εκλογική διαδικασία. Μέσα από αυτό το «τσίρκο», όπως το χαρακτήρισε η Politico, καταγράφηκαν προσπάθειες για καθορισμό ενός νικητή, τόσο μέσω δημοσκοπήσεων όσο και μέσα από παρατηρήσεις ειδικών. Όποιος όμως και αν ήταν ο νικητής της πρώτης τηλεμαχίας, υπάρχει η άποψη ότι αυτός που πραγματικά κέρδισε ενδεχομένως να βρίσκεται πολύ μακριά από τις ΗΠΑ.

Πίσω από τις λέξεις των δύο αντιπάλων

Εάν υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούν οι αναλυτές γι’ αυτό το ντιμπέιτ, είναι το γεγονός ότι ήταν από τα πιο παράξενα στη νεότερη προεδρική ιστορία των ΗΠΑ. Μάλιστα, οι επικριτές του Τραμπ θεωρούν ότι δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ντιμπέιτ, αφού ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος συνέχεια διέκοπτε όχι μόνο τον Δημοκρατικό αντίπαλό του αλλά και τον συντονιστή, Chris Wallace. Έτσι φάνηκε ξεκάθαρα ότι μία από τις «στρατηγικές» του Τραμπ ήταν να μην αφήνει τον Μπάιντεν να ολοκληρώνει, παρά το γεγονός ότι ο κάθε υποψήφιος είχε στη διάθεσή του δύο λεπτά για να εκθέσει τις απόψεις του. Ειδικοί ερμηνεύουν αυτήν την τακτική ως σημάδι απόγνωσης για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, κάτω από το βάρος των αποκαλύψεων των The New York Times ότι έχει τεράστια χρέη και δεν πλήρωσε καθόλου, ή κατέβαλε ελάχιστα χρήματα, για ομοσπονδιακούς φόρους στα εισοδήματά του τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μάλιστα, αυτή η τακτική φαίνεται ότι ωφέλησε και τον αντίπαλό του, ο οποίος έκανε γκάφες αλλά είχε τον χρόνο να τις «μαζέψει» λόγω των παρεμβάσεων του Τραμπ. Σε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία της τηλεμαχίας ο Αμερικανός Πρόεδρος απέφυγε να απαντήσει ευθέως στον συντονιστή της συζήτησης, ο οποίος τον κάλεσε να καταδικάσει απερίφραστα τους υπέρμαχους της ανωτερότητας της λευκής φυλής. Αντίθετα, όταν ο Μπάιντεν καταδίκασε τους Proud Boys, μιαν ακροδεξιά ομάδα λευκών, ο Τραμπ τούς κάλεσε να «κάνουν πίσω και να είναι έτοιμοι». Λίγα 24ωρα όμως αργότερα υποχώρησε από αυτήν τη θέση, καταδικάζοντας όλους τους υπέρμαχους της υπεροχής της λευκής φυλής, περιλαμβανομένων των Proud Boys. Η δήλωση όμως που οι ειδικοί ξεχωρίζουν ως την πιο σημαντική είναι η άρνηση του ενοίκου του Λευκού Οίκου να δεσμευτεί ότι θα σεβαστεί το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, ακόμη και στην περίπτωση που ηττηθεί. Η άρνηση αυτή ακολούθησε μετά τη βεβαιότητα που εξέφρασε ο Τραμπ ότι θα γίνουν εκλογικές «απάτες που δεν έχετε ξαναδεί ποτέ», αναφερόμενος στις επιστολικές ψήφους, χωρίς όμως να παρουσιάζει κάποιο στοιχείο που να τεκμηριώνει αυτούς τους ισχυρισμούς.

Ο νικητής της κούρσας

Αμέσως μετά το πέρας της τηλεμαχίας, αντικείμενο ανάλυσης αποτέλεσε το ποιος αναδείχθηκε νικητής. Ίσως η πιο «αντικειμενική» απάντηση δόθηκε από τη δημοσκόπηση-στιγμιότυπο που διενεργήθηκε από το τηλεοπτικό δίκτυο CBS. Στη δημοσκόπηση αυτή το 48% των τηλεθεατών έκριναν ότι νικητής αυτής της πρώτης αναμέτρησης ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, ενώ το 41% θεώρησαν αντιθέτως πως κέρδισε ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος. Το υπόλοιπο 11% θεώρησαν ότι δεν κέρδισε καθαρά κανείς. Να σημειωθεί όμως ότι οι περισσότεροι από τους τηλεθεατές αισθάνθηκαν ενοχλημένοι από τον εξαιρετικά τεταμένο και εξαιρετικά «αρνητικό» τόνο του ντιμπέιτ, με μόλις το 17% των ερωτηθέντων να λένε πως αποκόμισαν θετική αίσθηση από τη συζήτηση. Όσον αφορά τις «υποκειμενικές» απόψεις για τον νικητή, μερίδα αναλυτών συμφωνούν ότι από αυτήν τη χαοτική συζήτηση ο Τραμπ είναι ο χαμένος. Συγκεκριμένα, θεωρούν ότι η επιθετική τακτική του Προέδρου των ΗΠΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ του μόνο εάν ο συνομιλητής του κατέρρεε κάτω από το βάρος αυτής της διαρκούς πίεσης. Από την άλλη, όμως, σε μεγάλο βαθμό αυτό που είχε να αποδείξει ο Μπάιντεν ήταν ότι αντέχει σε αυτήν την πίεση, δεν υστερεί λόγω ηλικίας και ότι μπορούσε να δεχθεί κτυπήματα από τον αντίπαλό του και να μείνει ψύχραιμος. Αν και σε μεγάλο βαθμό ανταποκρίθηκε σε αυτήν την αποστολή, υπήρξαν στιγμές που έχασε την ψυχραιμία του, χαρίζοντας την ατάκα «Θα το βουλώσεις, επιτέλους, άνθρωπέ μου;». Ακόμα και πριν από την έναρξη του ντιμπέιτ, ήταν ξεκάθαρη η πορεία που θα ακολουθούσε ο Τραμπ, αφού στόχος του ήταν να κερδίσει βαθμούς προκαλώντας το ξέσπασμα του Μπάιντεν. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με το CBS, ο Τραμπ διέκοψε 73 φορές τον αντίπαλό του. Έτσι το πρώτο από τα τρία ντιμπέιτ έληξε με τον Μπάιντεν να βρίσκεται μπροστά στις δημοσκοπήσεις, ενώ ο Τραμπ συνεχίζει την «απεγνωσμένη», όπως την χαρακτηρίζουν πολλοί, αναζήτησή του για κάτι που θα μπορούσε να μειώσει το προβάδισμα του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ.

Ο πραγματικός νικητής

Υπάρχει όμως η άποψη ότι ο πραγματικός νικητής δεν ήταν ούτε ο Μπάιντεν, ούτε και ο Τραμπ, αλλά όσοι επικρίνουν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Σύμφωνα με αναλυτές, ένα από τα ελάχιστα ζητήματα πάνω στα οποία συμφώνησαν οι δύο υποψήφιοι ήταν η Κίνα. Από τη μια ο Τραμπ κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι πιάστηκε κορόιδο από το Πεκίνο όσο ήταν αντιπρόεδρος, ενώ ο Μπάιντεν υπενθύμισε τη δήλωση του Προέδρου των ΗΠΑ ότι ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζιπίνγκ, «έκανε εξαιρετική δουλειά» στην αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού. Αν και το ζήτημα της Κίνας ίσως δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στην ατζέντα, ειδικοί θεωρούν ότι το ντιμπέιτ έδωσε άλλο ένα επιχείρημα σε όσους επικρίνουν τη δημοκρατία. Για χρόνια το Πεκίνο επέκρινε το αμερικάνικο σύστημα για να «δικαιολογήσει» τον δικό της απολυταρχισμό. Κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ, ο Τραμπ φαίνεται να έδωσε ακόμα ένα επιχείρημα στο Πεκίνο, όταν άφησε να εννοηθεί ότι θα γίνει νοθεία μέσω της επιστολικής ψήφου. Ενώ είχε διατυπώσει και στο παρελθόν αυτές τις «ανησυχίες», ειδικοί θεωρούν ότι προκαλεί αμηχανία να διατυπώνει ένας εν ενεργεία πρόεδρος αμφιβολίες για το εκλογικό σύστημα. Θεωρείται ότι αυτές οι δηλώσεις του ήταν «δώρο» για τους επικριτές της δημοκρατίας, αφού ο ίδιος όχι μόνο εξελέγη χωρίς να έχει την πλειοψηφία των ψήφων εξαιτίας του εκλογικού συστήματος των ΗΠΑ, αλλά κατά καιρούς δεν δίστασε να παινέψει ισχυρούς «απολυταρχικούς» ηγέτες, όπως τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Κατά το ντιμπέιτ, μάλιστα, ο συντονιστής δεν κατάφερε να τιθασεύσει τον Τραμπ από του να δημιουργήσει ακόμα περισσότερες αμφιβολίες, σπρώχνοντας ακόμα πιο μακριά από τις κάλπες τούς αναποφάσιστους ψηφοφόρους.

Οι αλληλοσυγκρουόμενες δημοσκοπήσεις

Όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, τόσο θα πληθαίνουν οι δημοσκοπήσεις και κατ’ επέκτασιν οι συζητήσεις για την αντικειμενικότητά τους. Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, μια εκ των δημοσκοπήσεων που αφορούσαν αποκλειστικά το ντιμπέιτ ήταν αυτή του CBS. Ανάλογη δημοσκόπηση έκανε το CNN, στην οποία έξι στους δέκα Αμερικανούς που παρακολούθησαν την τηλεμαχία μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν υποστήριξαν ότι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έκανε την καλύτερη εμφάνιση, ενώ μόλις το 28% υποστηρίζουν πως ο Τραμπ ήταν καλύτερος . Σε συνεντεύξεις με τους ίδιους ψηφοφόρους πριν από το ντιμπέιτ, το 56% δήλωσαν ότι ανέμεναν πως ο Μπάιντεν θα ήταν καλύτερος, ενώ μόλις το 43% πίστευαν περισσότερο στον Τραμπ. Το «στρατόπεδο» του ενοίκου του Λευκού Οίκου, από την άλλη, αμέσως μετά το πέρας του ντιμπέιτ, δημοσίευσε δύο διαδικτυακές δημοσκοπήσεις (Telemundo, WGN), στις οποίες νικητής αναδείχθηκε ο Τραμπ. Ο παρουσιαστής του Fox News, Sean Hannity, ο οποίος υποστηρίζει τον Τραμπ, σχολίασε στο Twitter ότι τα «συμβατικά μέσα θα έχουν τις αλλοιωμένες δημοσκοπήσεις, όπως κάνουν πάντα». Στη συνέχεια ακολούθησε μια συζήτηση για τη μέθοδό τους και κατά πόσον είναι επιστημονική. Στην περίπτωση της δημοσκόπησης του Telemundo, το δίκτυο διευκρίνισε αργότερα ότι ο τρόπος διεξαγωγής της δεν έγινε με επιστημονικό τρόπο. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ακόμα και η δημοσκόπηση του CNN, η οποία πραγματοποιήθηκε με επιστημονική μέθοδο, ενέχει στοιχεία «αλλοίωσης», αφού η ομάδα των ερωτηθέντων έκλεινε περισσότερο προς τους Δημοκρατικούς και αυτό είχε διαφανεί από τα αποτελέσματα όταν τους ζητήθηκε να απαντήσουν ποιος αναμενόταν ότι θα κερδίσει. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης του CNN είναι σχεδόν το ίδιο με αυτό που είχε γίνει το 2016 μετά το πρώτο ντιμπέιτ μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Χίλαρι Κλίντον. Στην τότε δημοσκόπηση το 62% θεωρούσαν πως η Κλίντον κέρδισε την τηλεμαχία και ποσοστό 27% πίστευαν πως ο Τραμπ ήταν ο νικητής.