Κυπριακό

Κάναμε «μακροχρόνιο» για να αποφύγουμε τον Μακροχρόνιο

Πώς αντίθεση στον «μακροχρόνιο αγώνα» αποδείχθηκε τελικά «ομοσπονδιακός μακροχρόνιος» και έφερε τα «δύο κράτη»

Ενώ οι ηγεσίες μας καλόπιστα κυνηγούσαν το φάντασμα της ομοσπονδίας για να αποφύγουν τον μακροχρόνιο, τα «δύο κράτη» και η διχοτόμηση εδραιώνονταν στις συνειδήσεις: «Δύο διοικήσεις» το 1977-79, «δυο πολιτικά ίσες κοινότητες» το 1992, δύο δημοψηφίσματα το 2004, «πολιτική ισότητα» το 2006, «συνεταιρισμός constituent states» το 2008 και «πλήρης και οριστική εξουσία, χωρίς κεντρικές επεμβάσεις» το 2014.

Μακροχρόνιος Αγώνας

Τουρκία και Τουρκοκύπριοι ζητούσαν δύο κράτη, νομιμοποιημένα μέσα από μια ελληνοκυπριακή συναίνεση στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, πολύ πριν από την εισβολή του 1974. Οι απαιτήσεις για μετάλλαξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία δύο κρατών κυριαρχούν στην τουρκοκυπριακή πολιτική ρητορική από τις αρχές του ανεξάρτητου, ενιαίου κρατικού βίου. Με τη βίαιη «Τουρκανταρσία» της TMT τα Χριστούγεννα του 1963, οι Τουρκοκύπριοι προσπαθούν να την επιβάλουν διά πυρός και σιδήρου. Μετά τη χάραξη της διχοτομικής «Πράσινης Γραμμής» ζητούν ανταλλαγή πληθυσμών και εδάφους, ομοσπονδία, ξεχωριστή διοίκηση και ξεχωριστές αστυνομικές δυνάμεις στη Διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1964. Τον δε Απρίλιο του 1964 οι τουρκοκυπριακές προτάσεις για «Ομόσπονδη Δημοκρατία της Κύπρου» απαιτούσαν «βόρειο κράτος» και «νότιο κράτος».

Πρόσφατα το πρακτορείο «Anadolu» (23/10/2020) έγραψε για τις συνομιλίες στην Βηρυτό τον Ιούνιο του 1968: «Οι συνομιλίες έγιναν με την προοπτική συμφωνίας για μια ομοσπονδιακή λύση μεταξύ των παραμέτρων του ΟΗΕ - δικοινοτική, διζωνική, βασισμένη στην πολιτική ισότητα και τα δύο συνιστώντα κράτη».

Τα δύο κράτη με την επικάλυψη της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ήταν πάντοτε η θέση της Τουρκίας και το πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ-Β’ αποτέλεσε μονάχα τη μετέπειτα χρυσή δικαιολογία.

Με ένα Rauf Denktaş κατακτητή, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποδέχθηκε, τελικά, υπό το βάρος των τετελεσμένων της εισβολής του 1974, τις συνομιλίες στη βάση της «ανεξάρτητης, αδέσμευτης δικοινοτικής ομόσπονδης Δημοκρατίας» με «έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας» στις 12 Φεβρουαρίου του 1977.

Όμως, στην τελευταία του ομιλία, στις 20 Ιουλίου του 1977, και αφού «ουδεμία απολύτως πρόοδος εσημειώθη», δήλωσε απογοητευμένος: «Αλλεπάλληλοι κύκλοι διακοινοτικών συνομιλιών προσέκρουσαν στην τουρκική αδιαλλαξία και δεν κατέληξαν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ο χρόνος των συνομιλιών χρησιμοποιείται από τουρκικής πλευράς για την άνετη παγίωση τετελεσμένων γεγονότων και για τη συγκάλυψη διχοτομικών σχεδίων». Καθώς είχε την γνώμη «ότι δεν πρέπει να επαναληφθούν οι συνομιλίες», πρότεινε αλλαγή στρατηγικής:

«Ακούμε συχνά την απειλή, ότι αν δεν αναγνωρίσουμε τις νέες πραγματικότητες, που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, για να στηριχθεί πάνω σ’ αυτές ένας συμβιβασμός, τότε η τουρκοκρατουμένη περιοχή, που είναι σήμερα είδος προτεκτοράτου της Τουρκίας, θα ανακηρυχθεί μονομερώς σε χωριστό ανεξάρτητο τουρκοκυπριακό κράτος. Δεν αποκλείουμε αυτό το ενδεχόμενο. Αλλά και πάλιν δεν θα ενδώσουμε και δεν θα απεμπολήσουμε τα δίκαια και τα δικαιώματά μας και ο αγώνας, ο μακροχρόνιος αγώνας, θα είναι εθνική ανάγκη και επιταγή για να βρούμε δικαίωση». Για να προσθέσει ότι «ο μακροχρόνιος αγώνας – υπαγόρευση ανάγκης και όχι εκλογή μας – θα πάρει σταδιακά πολλές μορφές. Η σύμπνοια Αθηνών και Λευκωσίας, η σταθερότητα πολιτικής γραμμής, η αμυντική θωράκισή μας αποτελούν τα βάθρα για τη διεξαγωγή αυτού του αγώνα. Η προσπάθεια ανακάμψεως της οικονομίας μας, σε συνδυασμό με τη δικαιοτέρα κατανομή των οικονομικών βαρών, αποτελεί επίσης σοβαρό υπόβαθρο και στερέωση του μακροχρονίου αγώνα». Πέθανε στις 3 Αυγούστου.

Ομοσπονδιακός Μακροχρόνιος

Κανένας από τους διαδόχους του δεν πίστεψε στον μακροχρόνιο. Όλοι ανεξαιρέτως ερωτοτρόπησαν με την ομοσπονδία με σκοπό να αποφευχθεί ο μακροχρόνιος αγώνας, για να απογοητευτούν κοντά στο τέλος της εκάστοτε προεδρικής θητείας τους.

Με το άγχος να μη γίνει μακροχρόνιος «που θα εδραιώσει τα τετελεσμένα της κατοχής και θα οδηγήσει στη διχοτόμηση», το μόνο που κατάφεραν είναι να διεξάγουν έναν δικό τους «ομοσπονδιακό μακροχρόνιο», που πέτυχε αυτό ακριβώς που ήθελαν να αποφύγουν: Την απαίτηση Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων για «δύο κράτη».

Και, δυστυχώς, συνέβαλαν σε αυτό. Κάθε γύρος συνομιλιών, με τη μέθοδο της σαλαμοποίησης, έδινε λίγη ακόμα «αναγνώριση» στο παράνομο κατοχικό καθεστώς. Ο Σπύρος Κυπριανού επαναβεβαίωσε με τον Denktaş στις 19 Μαΐου 1979 τη «βάση των συνομιλιών» του 1977. Τον Νοέμβριο του 1992, επί Γιώργου Βασιλείου, το Ψήφισμα 789 του ΟΗΕ μιλούσε για «δυο πολιτικά ίσες κοινότητες» και προέτρεπε σε «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» με χρηματοδοτούμενα «δικοινοτικά σχέδια». Το 1993 εξελέγη ο Γλαύκος Κληρίδης και μια δεκαετία διαπραγματεύσεων οδήγησε στις πρώτες μορφές του Σχεδίου Ανάν το 2003, το οποίο θα δημιουργούσε δύο ομόσπονδα κρατίδια.

Το 2004 εκλέγεται ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ο οποίος συνεχίζει το Σχέδιο Ανάν με τον Denktaş, το παίρνει σε δημοψήφισμα και καλεί τον λαό να το απορρίψει, πράγμα που έγινε στις 24 Απριλίου 2004. Ωστόσο, στη Συμφωνία Παπαδόπουλου – Talat της 8ης Ιουλίου 2006 έγινε δέσμευση «για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα». Ο Δημήτρης Χριστόφιας στις 23 Μαΐου 2008 συμφώνησε με τον Mehmet Ali Talat «συνεταιρισμό» μεταξύ δύο «συνιστωσών πολιτειών» (“constituent states” στο αγγλικό). Και ο Νίκος Αναστασιάδης στις 14 Φεβρουαρίου 2014 συμφώνησε με τον Derviş Eroğlu πως «οι συνιστώσες πολιτείες θα ασκούν πλήρως και οριστικά όλες τις εξουσίες τους, χωρίς επεμβάσεις από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση». Και κάθε φορά που οι συνομιλίες αποτύγχαναν, παρά τον οίστρο για ομοσπονδία (με τελευταίο το Crans Montana το 2017), έκλεινε ένας ακόμα κύκλος παραχωρήσεων προς την κατοχή. Και η προπαγάνδα, μέσα και έξω, φρόντιζε να ρίχνει το φταίξιμο στον εκάστοτε Πρόεδρο.

Η αντίσταση στον μακροχρόνιο αποδείχθηκε φενάκη. Η ομοσπονδία έδωσε τον δικό της μακροχρόνιο για δεκαετίες και, αντί να μας οδηγήσει σε λύση, μας οδήγησε κατευθείαν στην ανοιχτή πλέον απαίτηση για «δύο κράτη» από τους Ersin Tatar και Tayyip Erdoğan.

Και αυτό ήρθε «φυσιολογικά», αφού προηγουμένως, φέτα-φέτα, αφελώς αναβαθμίσαμε στις δικές μας, στις τουρκοκυπριακές και στις ξένες συνειδήσεις ένα αποσχιστικό ψευδοκράτος, προϊόν παρανομίας, εδραιωμένο σε κατεχόμενη περιοχή μας που υπέστη εθνοκάθαρση. Και όλα αυτά διότι αρνούμασταν να παραδεχθούμε αυτά που ξέραμε από την αρχή, πως τα «δύο κράτη» ήταν πάντα ο στόχος της διχοτόμησης και αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο με δική μας συναίνεση, ομοσπονδιακή ή άλλως πως.

Η ελπίδα

Και αφού δεν κάναμε «μακροχρόνιο αγώνα», δεν κοιτάξαμε να κάνουμε το κράτος ισχυρό και δίκαιο. Ανεχτήκαμε να το λυμαίνονται κάθε λογής απατεώνες και αυτό διότι νομίζαμε πως έτσι κι αλλιώς έχει ημερομηνία λήξης, αφού οι ηγεσίες μας κυνηγούσαν το φάντασμα της ομοσπονδίας που θα το καταργούσε.

Ευτυχώς, το Διεθνές Δίκαιο ακόμα αναγνωρίζει μόνο την ενιαία, κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία. Παρά την ύπαρξη «σημείων διέλευσης», δεν υπάρχουν «σύνορα», αλλά Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός. Παρά το τι νομίζουμε, ακόμα και οι συνεργασίες σε θέματα υγείας, αστυνόμευσης, εμπορίου και πολιτισμού γίνονται χωρίς επίσημη αναγνώριση από την Κυπριακή Δημοκρατία των «αρχών» της «υποτελούς διοίκησης της Τουρκίας στην κατεχόμενη Κύπρο». Με άλλα λόγια, και διότι «τίποτε δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν όλα» (Κοινή Δήλωση Αναστασιάδη-Eroğlu, 11/02/2014), και μάλιστα σε δημοψήφισμα, υπάρχει πάντοτε η ελπίδα.

Και για να διατηρηθεί η ελπίδα ζωντανή οφείλει η Κύπρος να ενισχύσει άμυνα, ασφάλεια, ηθικό, θεσμούς δικαίου, οικονομία, αυτάρκεια τροφής και πρώτων υλών, ενεργειακή αυτονομία και αυτόφωτο πολιτισμό. Ξεκινώντας με την εκρίζωση της διαφθοράς, της μιζέριας και της οικοφοβικής νοοτροπίας.

*Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου