Αναλύσεις

Ολοκληρωμένος Οικονομικός Σχεδιασμός

Είναι σχεδόν βέβαιον ότι το οικονομικό και επιχειρηματικό παγκόσμιο μοντέλο θα διαφοροποιηθεί. Δέκα και πλέον χρόνια μετά την τελευταία οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από την κατάρρευση των δομημένων προϊόντων στην Αμερική, η παγκόσμια, η ευρωπαϊκή, αλλά και η κυπριακή οικονομία βρίσκονται αντιμέτωπες με μιαν ακόμη πρόκληση

Ο οποιοσδήποτε οικονομικός σχεδιασμός, είτε αφορά τα δημόσια οικονομικά είτε τις επιχειρήσεις, γίνεται δυσκολότερος σε περιόδους μεγάλης αβεβαιότητας, ειδικότερα όταν στην εξίσωση υπάρχουν και αστάθμητοι παράγοντες, όπως η διασπορά του κορωνοϊού. Σε τέτοιες περιπτώσεις το μοντέλο πρέπει να είναι δυναμικό, δηλαδή να μπορεί να προσαρμόζεται στις εξελίξεις, και να γίνονται οι ανάλογες αναλύσεις ευαισθησίας, ώστε να μπορούν να χαρτογραφηθούν όσο το δυνατόν με τον καλύτερο τρόπο το χειρότερο και το καλύτερο σενάριο.

Για να είναι ολοκληρωμένος ένας σχεδιασμός πρέπει να αφορά τόσο τον βραχυπρόθεσμο όσο και τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Λόγω της κατάστασης που δημιουργείται από την πανδημία, τα προβλήματα δεν αφορούν συγκεκριμένες οικονομίες, αλλά την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Σημειώνεται όμως ότι οικονομίες με θεσμικά προβλήματα, δημοσιονομικά «αδύναμες» ή επιρρεπείς σε υφεσιογόνες πιέσεις, θα «νιώσουν περισσότερο» αυτήν την κρίση. Είναι φυσικά ξεκάθαρο ότι προέχει η διασφάλιση της δημόσιας υγείας.

Το ζητούμενο της επόμενης μέρας (με τα μέτρα στήριξης που λαμβάνονται) είναι να μην καταστραφούν ή να εκμηδενιστούν οι παραγωγικές μονάδες του τόπου, ώστε να υπάρξει ισχυρή ανάκαμψη όταν το πρόβλημα της πανδημίας περιοριστεί. Μεγάλος άγνωστος παράγοντας είναι φυσικά το χρονικό σημείο που αυτό θα γίνει και πώς θα επηρεαστεί η κάθε οικονομία ξεχωριστά. Υπενθυμίζεται ότι για φέτος υπήρξαν δηλώσεις για μίνι τουριστική περίοδο, κάτι το οποίο τελικά δεν επαληθεύτηκε (σε σύγκριση με την Ελλάδα, εκεί η προσέλκυση σημαντικού αριθμού τουριστών φαίνεται να συνδυάστηκε με μεγάλη αύξηση κρουσμάτων, ενώ στην Κύπρο η επιδημιολογική εικόνα επιβαρύνθηκε λιγότερο και η τουριστική βιομηχανία πλήγηκε περισσότερο).

Είναι σχεδόν βέβαιον ότι το οικονομικό και επιχειρηματικό παγκόσμιο μοντέλο θα διαφοροποιηθεί. Δέκα και πλέον χρόνια μετά την τελευταία οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από την κατάρρευση των δομημένων προϊόντων στην Αμερική, η παγκόσμια, η ευρωπαϊκή, αλλά και η κυπριακή οικονομία βρίσκονται αντιμέτωπες με μιαν ακόμη πρόκληση.

Χαρακτηριστικές είναι και οι δηλώσεις της Διοικητού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία ανέφερε ότι η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ασταθής, με τις ελπίδες να βασίζονται περισσότερο στον ρυθμό διάθεσης του εμβολίου. Επιπλέον, σημείωσε ότι η ανάκαμψη από μια ύφεση που βασίζεται σε υπηρεσίες, όπως αυτή του κορωνοϊού, φαντάζει πιο αργή σε σχέση με αυτήν που βασίζεται σε αγαθά, εφόσον οι υπηρεσίες δημιουργούν λιγότερη ζήτηση απ’ ό, τι τα καταναλωτικά αγαθά. Συνεχίζοντας, σημείωσε ότι η ύφεση που βασίζεται στις υπηρεσίες έχει πολύ μεγάλο αντίκτυπο στις θέσεις εργασίας, συγκρίνοντας τα πέντε εκατομμύρια ανθρώπων στην Ευρωζώνη που έχασαν τη δουλειά τους το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, σε σχέση με τις 900.000 απώλειες θέσεων εργασίας έξι μήνες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες χρησιμοποιούν όλα τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που διαθέτουν, όπως το πρόγραμμα έκτακτης αγοράς ομολόγων και η διάθεση μακροπρόθεσμων δανείων προς τις τράπεζες για παροχή ρευστότητας στις οικονομίες, ώστε από τη μια να διατηρηθούν οι παραγωγικές τους μονάδες και από την άλλη να υπάρξει όσο το δυνατόν ισχυρότερη ανάκαμψη όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.

Ευρωπαϊκά εργαλεία

Την ίδια στιγμή, έχουν αναπτυχθεί σημαντικά ευρωπαϊκά εργαλεία, μέσα από τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια, είτε υπό τη μορφή δανείων είτε σε χρηματοδοτήσεις. Σημαντικός είναι ο ρόλος που αναμένεται να διαδραματίσει το Ταμείο Ανασυγκρότησης, από το οποίο η Κύπρος αναμένεται να αντλήσει περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ, νοουμένου ότι προχωρήσει στην ετοιμασία και εφαρμογή ενός αξιόπιστου σχεδίου μεταρρυθμίσεων.

Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Υπουργείου Οικονομικών, το πλάνο θα αφορά την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στη δημόσια υπηρεσία, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στη Δικαιοσύνη, την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, την πράσινη ανάπτυξη (από τους κύριους στόχους του προγράμματος) και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με κύριο σημείο αναφοράς την καινοτομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Όλοι οι πιο πάνω αποτελούν σημαντικούς στόχους, ίσως όμως να απαιτείται χρόνος για να αποδώσουν. Για παράδειγμα, η συζήτηση για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας, όπως ξαναγράψαμε, χρονίζει και απαιτεί -πέραν της προσήλωσης για αλλαγή- και διαφοροποίηση της κουλτούρας και του τρόπου σκέψης της κοινωνίας στο σύνολό της. Όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, ευχή όλων είναι φυσικά να επιτευχθούν εκείνες οι συναινέσεις που θα επιτρέψουν την υιοθέτησή τους, εγχείρημα σχετικά δύσκολο σε προεκλογική περίοδο.

Πέρα από τα πιο πάνω, που θα έπρεπε ήδη να εφαρμόζονταν, κρίνεται αναγκαίο να υπάρξουν αποφάσεις και κινήσεις που θα δώσουν ώθηση στην οικονομία βραχυπρόθεσμα, ώστε με την αντιμετώπιση του προβλήματος του ιού να υπάρξει ισχυρή ανάπτυξη.

Με τα έσοδα από τον τουρισμό να φθάνουν στο ναδίρ και τον κατασκευαστικό τομέα, που παρά τα προβλήματα που δημιούργησαν συγκεκριμένες κακές πρακτικές, συνεισέφερε σημαντικά στην απασχόληση και στα κρατικά έσοδα (τέλη χαρτοσήμων, μεταβιβαστικά, φόρο προστιθέμενης αξίας, εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις και στο Γενικό Σύστημα Υγείας, εταιρικό φόρο) να αντιμετωπίζει σημαντικότατες προκλήσεις, είναι απαραίτητο να υπάρξει προετοιμασία για το ενδεχόμενο βραχυπρόθεσμης συρρίκνωσης των δημόσιων εσόδων. Όλοι συμφωνούν ότι θα είναι εφιαλτικό το σενάριο, αν χαθεί και η τουριστική περίοδος του 2021.

Μπορεί η Κύπρος να έχει ενεργοποιήσει τη Ρήτρα Διαφυγής που αποφασίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προνοεί την παρέκκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους για το 2020 και για το 2021, όμως αυτό είναι προσωρινό και πρέπει να προετοιμαστούμε ως χώρα για την περίοδο που τα θεσμικά όργανα θα αρχίσουν να «μαζεύουν» αυτές τις χαλαρώσεις, εφόσον είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρξουν, ενδεχομένως, ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα επαναφοράς στους στόχους. Σημειώνεται δε ότι πάντοτε βασικός στόχος μια κυβέρνησης είναι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

Δεν υπάρχει περίπτωση η τωρινή κατάσταση να μην αφήσει πληγές και «οικονομικά θύματα», το μεγάλο ζητούμενο είναι κατά πόσον οι εθνικές οικονομίες θα έχουν τα αντανακλαστικά να επανέλθουν όσο το δυνατόν σε μικρότερο χρονικό διάστημα στην κανονικότητα.

Την ίδια στιγμή τα τραπεζικά ιδρύματα προετοιμάζονται για την περίοδο μετά τη λήξη του μέτρου αναστολής των δόσεων των δανείων, αναλύοντας το πώς έχουν επηρεαστεί τα εισοδήματα των δανειοληπτών από την κρίση. Η παρατεταμένη κρίση αναπόφευκτα θα δημιουργήσει νέο κύμα νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα, τον Ιούνιο υπήρξε σημαντική μείωση των ΜΕΔ κυρίως λόγω της μεταφοράς χαρτοφυλακίων δανείων εκτός του συστήματος σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν λυθεί τα προβλήματα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις (μάλλον το αντίθετο, εφόσον ενδεχομένως να ενταθούν οι πιέσεις και ο ρυθμός των διαδικασιών εκποίησης των υποθηκών).

«Κακές τράπεζες»

Υπενθυμίζεται ότι τέλος του 2020 τερματίζεται και η εφαρμογή του νόμου που αφορά την απαλλαγή από τέλη και φόρους πώλησης ακινήτων, που το αντίτιμο χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή χρεών. Το μέτρο αυτό χρησιμοποιήθηκε ευρέως, ενώ επεκτάθηκε νομοθετικά μετά την αρχική εφαρμογή του. Αυτό επετράπη μέχρι το 2020 προτού θεωρηθεί κρατική στήριξη, όμως αυτό ίσως να επανεξεταστεί υπό την σκιά εξάπλωσης της πανδημίας.

Τελευταία αναπτύσσεται και πάλι η συζήτηση για τη δημιουργία «κακών τραπεζών» για απορρόφηση μέρους των δανείων που ενδεχομένως να μπουν στην κατηγορία των ΜΕΔ λόγω του ιού. Η χρηματοδότηση ενός τέτοιου σχήματος και η αξία με την οποία θα μεταφερθούν σε αυτό τα δάνεια από το τραπεζικό ίδρυμα είναι δύο ζητήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν πριν προχωρήσει ένα τέτοιο εγχείρημα.

Η δημιουργία εθνικών «κακών τραπεζών» με τη χρηματοδότηση του κράτους θα δημιουργήσει ένα σοβαρό επιπρόσθετο βάρος στα δημόσια οικονομικά, εφόσον θα γίνει με την έκδοση χρέους (το οποίο θα αποπληρωθεί μέσα από τις εισπράξεις των δανείων που θα έχουν μεταφερθεί στην κακή τράπεζα και από τα χρήματα των φορολογουμένων).

Εναλλακτική λύση χρηματοδότησης είναι η εξεύρεση ιδιωτικών κεφαλαίων, όμως γίνεται αντιληπτό ότι τέτοιοι οργανισμοί έχουν ως κύρια προτεραιότητά τους το κέρδος, οπότε θα πιέσουν τις αξίες μεταφοράς των δανείων στην κακή τράπεζα όσο πιο χαμηλά γίνεται. Οι μειωμένες τιμές μεταφοράς των δανείων, όμως, πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν σημαντικές ζημιές στους λογαριασμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την ώρα της αποαναγνώρισής τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στους δείκτες κεφαλαίων τους.

Ενδεχομένως η παροχή κρατικών εγγυήσεων στην κακή τράπεζα να αύξανε την αξία του και κατ’ επέκτασιν την τιμή πώλησης των μετοχών / μεριδίων του σε ιδιωματικά κεφάλαια, αλλά και πάλι θα πρέπει να αξιολογηθεί ο πιθανός μελλοντικός αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά και ιδιαίτερα στο δημόσιο χρέος.

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να εφαρμοστεί μια πιο ευέλικτη μετοχική δομή του συγκεκριμένου σχήματος με τη συμμετοχή των τραπεζών. Να υπολογιστεί η αρχική αξία του (ανά μετοχή ή μερίδιο) και τα τραπεζικά ιδρύματα να μεταφέρουν δάνεια και σε αντάλλαγμα να λαμβάνουν μετοχές / μερίδια της κακής τράπεζας (οι κρατικές εγγυήσεις θα ενίσχυαν την αξία τέτοιων μεριδίων για σκοπούς υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας).

Η δημιουργία κακής τράπεζας σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί δύσκολο εγχείρημα όχι τόσο τεχνικά, αλλά πολιτικά, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μην το βλέπει τόσο θετικά. Το μεγαλύτερο ενδεχομένως ζήτημα σε μια τέτοια προσπάθεια είναι ο τρόπος χρηματοδότησής του. Η έκδοση ευρωομολόγων είναι μια πιθανή λύση, αλλά όλοι έχουμε δει την αντίδραση ορισμένων χωρών μελών σε παρόμοιες περιπτώσεις.