Διαφθορά και ατιμωρησία

Ένα από τα πλέον προκλητικά δεδομένα ατιμωρησίας που παραβιάζει την έννοια της δίκαιης δίκης και το περί δικαίου αίσθημα είναι οι περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει, σε σχέση με μια διοικητική πράξη, την ύπαρξη παρανομίας και διατάζει την εξαφάνισή της από τον χώρο των νόμιμων πράξεων, απόφαση όμως την οποία δεν σέβεται και με την οποία δεν συμμορφώνεται άμεσα και ενεργά η διοίκηση.

Η δικαστική αυτή αρμοδιότητα φαίνεται να παραμένει χωρίς πραγματική «ουσία», αφού είναι υπαρκτό, καθιερωμένο και εκτεταμένο φαινόμενο, η γνωστή ως «αλαζονική» στάση, από πλευράς διοίκησης, αναφορικά με την αντιμετώπιση της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης. Μια στάση μη συμμόρφωσης της διοίκησης, ως έκδηλη μορφή περιφρόνησης προς τη δικαστική απόφαση, που ανατρέπει την έννοια του Κράτους Δικαίου. Νοοτροπία και στάση η οποία προφανώς πλήττει την πίστη του πολίτη στη συνέπεια των θεσμών, στη χρηστή διοίκηση και στο δεδικασμένο, αφού ο λόγος που καταφεύγει στη δικαιοσύνη αποβλέπει στο να επιτύχει την ουσιαστική δικαίωσή του. Είναι το γνωστό στη νομική θεωρία και νομολογία φαινόμενο της εκδηλωμένης και προφανούς ενόχλησης της διοίκησης, γιατί βλέπει να ανατρέπονται οι επιθυμίες της με την ακύρωση των αποφάσεών της, γιατί υπήρξε η πρωτοβουλία ενός απλού πολίτη που κατέφυγε στο Δικαστήριο. Δυστροπία που δεν είναι τυχαία και η οποία καθιερώθηκε διαχρονικά, γιατί γνωρίζει καλά η διοίκηση ότι δεν υπάρχει μέθοδος να υποστεί συνέπειες ως αυτές που προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρα 146(5) και 150). Συνέπειες για τιμωρία μέχρι και με φυλάκιση στην περίπτωση αδιαφορίας ή μη συμμόρφωσης κατά τρόπο ενεργό και άμεσο, προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

Τέτοια προστασία όφειλε να διασφαλίσει νομοθετικά η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά μέχρι σήμερα δεν την διασφάλισε και επέτρεψε την ανεμπόδιστη περιφρόνηση έναντι της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης. Η απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει, προφανώς, την υποχρέωση προς συμμόρφωση και εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων. Τότε και μόνο έχουμε αποτελεσματική προστασία ενός διαδίκου και αποκατάσταση της νομιμότητας, εάν η διοίκηση συμμορφωθεί ενεργά.

Είναι ανεπίτρεπτο να τιμωρείται ο απλός πολίτης και για την πιο απλή παραβίαση πρόνοιας Νόμου και όμως η διοίκηση να «μπορεί» ανενόχλητη να περιφρονεί δικαστική απόφαση. Το θέμα ξεπερνά την αναφορά για αλαζονεία της διοίκησης και πλησιάζει στο ενδεχόμενο της διαπλοκής και διαφθοράς!

Υπενθυμίζω ότι το ίδιο το Σύνταγμα στο Άρθρο 35 καθιέρωσε την υποχρέωση κάθε οργάνου του Κράτους να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, άρα και το δικαίωμα καταφυγής στο Δικαστήριο και βέβαια το δικαίωμα να απολαμβάνει το υπέρ αυτού αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης. Πρόβλεψη που έπρεπε να τονίζει τη σημασία και να συντελέσει στη διαπαιδαγώγηση που προσφέρει προς τη διοίκηση η κάθε ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση την τομή δικαίου που επιφέρει. Προφανώς, η διοίκηση, όταν αποφεύγει να εκπληρώσει το καθήκον συμμόρφωσης και υποταγής προς ακυρωτική δικαστική απόφαση, δεν προσφέρει καλή υπηρεσία στη χρηστή διοίκηση και ούτε επιβεβαιώνει το Κράτος Δικαίου. Μάλιστα η μη συμμόρφωσή της στο δεδικασμένο έχει καταστεί, δυστυχώς, παράδειγμα προς μίμηση, αφού επέτρεψε την ανάπτυξη μιας φιλοσοφίας εκτός νομιμότητας. Παράλληλα, η μέχρι σήμερα αποφυγή ή παράλειψη ρύθμισης του θέματος νομοθετικά, θεωρείται από τον απλό πολίτη «αποδοχή ή ανοχή» Κυβέρνησης και Βουλής στην παραβίαση της νομιμότητας. Κενό νομοθετικό που ουσιαστικά «διασφάλισε» διαχρονικά την ατιμωρησία της διοίκησης, κατάσταση που συντελεί στην απαξίωση προς τους θεσμούς.

Η δικαστική κρίση καταδεικνύει τη νομιμότητα, οπότε σε κάθε περίπτωση αυθαίρετης μη συμμόρφωσης προς το δεδικασμένο πρέπει να αναζητηθεί ευθύνη, ώστε να υπάρξει τιμωρία. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν μπορεί, μετά και από δικαστική απόφαση, να καθίσταται με τη στάση της Διοίκησης, μάταιο. Μια τέτοια αντίληψη και περιφρονητική στάση της Διοίκησης, προς τη δικαστική απόφαση, διαμόρφωσε την πεποίθηση ότι, αντί να είναι το Δικαστήριο πραγματική καταφυγή και ύστατο μέτρο προστασίας για κάθε αδικηθέντα από τη διοίκηση, θα καταστεί (με τις καθυστερήσεις που ήδη υπάρχουν), διακοσμητική μόνον εξουσία. Ιδιαίτερα, γιατί το Δικαστήριο δεν μπορεί το ίδιο, λόγω της διάκρισης των εξουσιών, να καλύψει το συγκεκριμένο νομοθετικό κενό, το οποίο, ως υπέδειξε, αποτελεί καθήκον για την εκτελεστική εξουσία και τη Βουλή, που οφείλουν να ενεργήσουν στο πλαίσιο της ρητής πρόβλεψης του Συντάγματος.

Ελπίζω να υπάρξει επιτέλους μια πραγματική αναγνώριση της ανάγκης πάταξης τέτοιων συμπεριφορών από πλευράς διοίκησης και να ψηφιστεί, έστω και τώρα, ο αναγκαίος Νόμος. Εάν δεν υπάρχει ενεργός συμμόρφωση από τη διοίκηση, τότε πρέπει να προβλέπει κυρώσεις ο Νόμος, που θα πρέπει να επιβληθούν εναντίον κάθε μη συμμορφούμενου οργάνου. Προφανώς ο Νόμος θα πρέπει να περιέχει (όπως η πρόταση Νόμου του 2013 που ως βουλευτής υπέβαλα τότε) τέτοιες ρυθμίσεις, που να οδηγεί όντως στην πάταξη του φαινομένου της μη συμμόρφωσης. Ανάγκη που προϋποθέτει να μην υπάρξουν οι όποιοι ιδιαίτεροι συσχετισμοί συμφερόντων ή αλλότριοι λόγοι, που για τόσα χρόνια εμπόδισαν την ψήφιση τέτοιου Νόμου, αντίθετα στην έννοια του Κράτους Δικαίου. Αλλότριος μη νόμιμος στόχος που αποβλέπει στο να «διαφυλάξει», χωρίς συνέπειες, τη διοίκηση, όταν δεν συμμορφώνεται άμεσα και ενεργά με τις ακυρωτικές αποφάσεις.

Πρέπει, επιτέλους, αυτό το καθήκον να εκπληρωθεί. Άλλως, θα θεωρηθεί η συνέχιση της αδράνειας αυτής ως οριστικοποίηση και επιβράβευση μιας αυθαίρετης «τακτικής» που διαμορφώνει διαλυτική αντίληψη περί τη νομιμότητα και επιβεβαιώνει ότι η ανομία έχει δυνατότητες να υπερισχύσει του Νόμου.

*Δικηγόρος