Η κατοχή ως απειλή ή ως εκβιαστικό δίλημμα
Το άνοιγμα της «νεκρής» από το 1974 πόλης της Αμμοχώστου από τις δυνάμεις του Αττίλα, που συνοδεύτηκε από την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου, τη παρουσία του νέου κατοχικού «ηγέτη», Ερσίν Τατάρ, σηματοδοτεί πιθανότατα τη δρομολόγηση νέων εξελίξεων στο Κυπριακό, που ανατρέπουν το σκηνικό της μέχρι τούδε υφισταμένης συζήτησης περί Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ως πλαισίου λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Η θέση που εκφράζει ο Ερσίν Τατάρ και η Άγκυρα περί μιας ούτω καλούμενης λύσης δυο κρατών, το ένα εκ των οποίων αφεύκτως θα είναι «αγκυροβολημένο» στην τουρκική ενδοχώρα, παραπέμπει σε μια Κυπριακή Δημοκρατία σε αναζήτηση διαδικασιών και στρατηγικών που θα της επιτρέπουν την επιβίωσή της ως Ελληνισμού, αλλά και ως κρατικής υπόστασης.
Η Τουρκία, διά των κατά τα ανωτέρω κινήσεών της, που εκ πρώτης όψεως μαρτυρούν μιαν αλλαγή στρατηγικής, ουσιαστικά επιδιώκει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υπονόμευσης της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, οδηγώντας εν προκειμένω την Κύπρο σε μια «λύση» συνομοσπονδίας, που σημαίνει χαλαρή ένωση δύο ανεξαρτήτων και ισοτίμων κρατών. Αυτό θα σήμαινε πως σε μια εύλογη διαδρομή, η τουρκοκυπριακή μειονότητα της δεκαετίας του 1950 θα είχε πλέον μετατραπεί σε ένα πλειοψηφικό σχήμα κράτους με λαό καθ’ όλα «νομιμοποιημένο».
Η κατά τα ανωτέρω επιλογή παραπέμπει στην αντίληψη περί προβολής από την Άγκυρα ως μία και μόνη επιλογή την περίπτωση των δυο κρατών διά της συνομοσπονδίας, στάση που ενδεχομένως και κατά την τουρκική οπτική, λειτουργώντας πιεστικά προς την ελληνοκυπριακή πλευρά, θα μπορούσε να της επιβάλει ως λύση του Κυπριακού την αποδοχή του συνομοσπονδιακού μοντέλου υπό τουρκικούς όρους, δηλαδή με την Τουρκία πολλαπλά παρούσα.
Ταυτόχρονα, η Άγκυρα θα επιδιώξει την αναγνώριση των κατεχομένων ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου από κράτη, τα οποία συνδέονται μαζί της με δεσμούς εξάρτησης, όπως το Αζερμπαϊτζάν ή το Πακιστάν, ενώ παράλληλα εποικίζοντας την Αμμόχωστο και εμπεδώνοντας την οικονομικοπολιτική διασύνδεση και εξάρτηση των κατεχομένων με την τουρκική ενδοχώρα, θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις περαιτέρω διείσδυσης στον κυπριακό χώρο, στοχεύοντας μελλοντικά, ακόμα και σε μια αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης, διά της στο πλαίσιο της ομοσπονδιακής διάρθρωσης ελεύθερης μετακίνησης πληθυσμών και δη όλως ιδιαιτέρως Τούρκων εποίκων, πολιτική που παραπέμπει στο προηγούμενο της Ίμβρου, της Τενέδου, αλλά και της Αλεξανδρέττας.
Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η Τουρκία ακολουθεί ως δόγμα πολιτικής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εντεύθεν τον εποικισμό, που, ειρήσθω εν παρόδω, συνιστά έγκλημα πολέμου βάσει του διεθνούς δικαίου, ως στρατηγική εκτουρκισμού χωρών και χώρων στρατηγικού ενδιαφέροντος.
Η Άγκυρα προχωρεί σήμερα στους κατά τα ανωτέρω βηματισμούς στο κυπριακό πλαίσιο, τελώντας εν επιγνώσει του γεγονότος πως η Αθήνα δεν πρόκειται να αντιδράσει με τρόπο πέραν των κατά τα ειωθότα βερμπαλιστικών καταγγελιών. Αυτή η επίγνωση ενισχύει την επιθετικότητα της Άγκυρας, η οποία συνειδητοποιεί πως ο κυπριακός χώρος αποτελεί γι’ αυτήν πεδίο, στο οποίο μπορεί να κινείται παρανόμως και άνευ κατά ταύτα κόστους.
Τούτων δεδομένων οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως εάν δεν απερρίπτετο από τον κυπριακό Ελληνισμό το Σχέδιο Ανάν το 2004, σήμερα η Τουρκία θα είχε υπό τον διαρκή έλεγχό της τη μεγαλόνησο, καθώς και μια ψήφο δική της στα διεθνή fora, μεταξύ των οποίων και στην ΕΕ, διά της τουρκοκυπριακής εκπροσώπησης, η οποία θα εξέφραζε άνευ εταίρου απόψεις της Άγκυρας. Συναφώς υπογραμμίζεται πως οι εμφανιζόμενοι ως Τουρκοκύπριοι σε ένα ανανικού τύπου κυπριακό κράτος ουδόλως προσομοιάζουν προς τους Τουρκοκυπρίους μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι οποίοι και ήταν ενταγμένοι σε μια ομαλή σχέση συμβίωσης με τους Έλληνες της Κύπρου, αλλά θα ήταν νομιμοποιημένοι διά του Σχεδίου Ανάν έποικοι. Τουτέστιν όργανα κινούμενα από το βαθύ τουρκικό κράτος.
Τα σημερινά νέα δεδομένα της κυπριακής υπόθεσης αναδεικνύουν περίτρανα την ουσία του κυπριακού προβλήματος, που παραπέμπει στο γεγονός ότι θεμελιώδης προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού που να προσομοιάζει στα ευρωπαϊκά θέσμια σε οποιαδήποτε μορφή της, προϋποθέτει a priori και αυτονόητη άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και των εποίκων, καθώς και την συνταγματικώς κατοχυρωμένη απαγόρευση οποιουδήποτε παρεμβατικού ρόλου, θεσμικού ή πολιτικού, στα εσωτερικά ζητήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας από τρίτη δύναμη.
*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο