Αναλύσεις

Κοινωνικός στιγματισμός και απομόνωση υπό συνθήκες κορωνοϊού

Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η μεγάλη περίοδος απομόνωσης και η αποστασιοποίηση ιδιαίτερα σε άτομα που είναι ήδη ευάλωτα σωματικά ή και συναισθηματικά επιφέρουν αυξημένα επίπεδα άγχους, στενοχώριας, δυσφορίας, σύγχυσης, θλίψης, κατάθλιψης και ενοχών

Μάσκα, αποστασιοποίηση, συχνή απολύμανση, καλή ατομική υγιεινή, περιορισμοί δημόσιων συγκεντρώσεων και καραντίνα: με αυτές τις συμπεριφορές υγείας και με τα συγκεκριμένα προληπτικά, μη φαρμακευτικά μέτρα ελέγχου, είχαν γίνει προσπάθειες και στις προηγούμενες πανδημίες για επιβράδυνση της διασποράς και εξάπλωσης των λοιμωδών ασθενειών. Κανείς δεν θα το πίστευε αυτό, αν δεν το βιώναμε όλοι εμείς σήμερα.

Μερίδα πληθυσμού θεωρεί υπερβολικά τα μέτρα, ενώ άλλη μερίδα πληθυσμού τα υποστηρίζει σε σημαντικό βαθμό. Όπως και να έχει, όμως, οι επιπτώσεις όχι μόνον τις πανδημίας αλλά και των προληπτικών μέτρων είναι αρκετές και μακροχρόνιες. Και μιλώντας για επιπτώσεις, δυστυχώς λίγες είναι οι φορές που προσεγγίζονται και παρουσιάζονται οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες γύρω από μια τέτοια κατάσταση.

Αναμφισβήτητα ο κοινωνικός αποκλεισμός, η μεγάλη περίοδος απομόνωσης και η αποστασιοποίηση ιδιαίτερα σε άτομα που είναι ήδη ευάλωτα σωματικά ή και συναισθηματικά, επιφέρουν αυξημένα επίπεδα άγχους, στενοχώριας, δυσφορίας, σύγχυσης, θλίψης, κατάθλιψης και ενοχών. Οι επιπτώσεις της τρέχουσας κατάστασης παρατηρoύνται και στις περιπτώσεις συνανθρώπων μας που έχουν νοσήσει.

Σε άτομα που προσβλήθηκαν από την ασθένεια και είχαν απομονωθεί ένα χρονικό διάστημα μακριά από τα οικεία τους πρόσωπα, είναι δυνατόν να παρατηρείται μακροχρόνιο συναισθηματικό τραύμα με κρίσεις πανικού, κάτι το οποίο μπορεί να τους ωθήσει σε επιβλαβείς συνήθειες ή ακόμα υπάρχει κίνδυνος να υποστούν λεκτική ή και σωματική βία.

Διαδικτυακή έρευνα, που πραγματοποιήθηκε μέσω των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της Αμερικής την περίοδο 24-30 Ιουνίου 2020 σε δείγμα 5.412 ατόμων ηλικίας 18 και άνω, έδειξε ότι 1 στους 10 ανέπτυξε αυτοκτονικό ιδεασμό (ποσοστό σχεδόν διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν το 2018), ενώ στους νεαρούς ενήλικες ηλικίας 18-24 ετών, η αναλογία ήταν 1 στους 4, αριθμοί αρκετά ανησυχητικοί.

Ποσοστό 30,9% ανέφεραν ότι παρουσίασαν αγχώδη ή καταθλιπτική διαταραχή, ενώ το 26,3% δήλωσαν διαταραχές σχετιζόμενες με το τραύμα και στρες (TSRD) συνδεόμενες με την πανδημία, ενώ ποσοστό 13,3% άρχισαν ή έχουν αυξήσει τη χρήση ουσιών καθώς δεν ήταν σε θέση να χειριστούν το άγχος και τα συναισθήματά τους που σχετίζονταν με την πανδημία (πηγή: Centers for Disease Control and Prevention, MMWR, Vol.69, No.32, August 14,2020).

Ωστόσο ποικίλοι παράγοντες είναι δυνατόν να συνδράμουν θετικά σε ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα, όπως είναι η σωστή, ολιστική ενημέρωση και όχι η τρομολαγνεία από πλευράς των ΜΜΕ.

Στις μέρες μας, τα γεγονότα παρουσιάζονται λιγότερο θετικά και αν όχι, σχεδόν όλα αρνητικά. Δεν ακούμε για το πόσοι από αυτούς που νόσησαν, αναρρώνουν ή θεραπεύτηκαν. Συχνά ακούμε για το σύνολο «κρουσμάτων» αντί να γίνεται διευκρίνιση για τα «ενεργά» κρούσματα. Επιπλέον δεν συνηθίζουμε να ακούμε για το σχετικά χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας στην Κύπρο κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό μας, ούτε για το πώς τα προληπτικά μέτρα και η συμμόρφωση των πολιτών βοηθούν στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού.

Η λέξη «κρούσματα» από μόνη της επιφέρει ηθική μείωση και έχει αρνητική επιρροή ως έννοια, καθώς αναφερόμαστε σε ανθρώπους ή άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό και όχι σε επικίνδυνα υποκείμενα που έχουν σκοπό να τον εξαπλώσουν.

Μπορεί στους ιατρικούς όρους να αναφέρονται ως «κρούσματα», ωστόσο ανεξαρτήτως αν έχουν αναρρώσει και αργότερα έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στο τεστ, ορισμένες ομάδες ατόμων τούς θεωρούν ως «μολυσμένους» και επομένως σε αρκετές περιπτώσεις ετικετοποιούνται από την οικογένεια, συγγενείς, φίλους, συμμαθητές, συμφοιτητές, συναδέλφους ή εργοδότες και κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους, καθώς και να αποκλειστούν από τον κοινωνικό περίγυρο.

Άλλωστε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναρτήσει οδηγό που επεξηγεί και αναλύει τρόπους πρόληψης του κοινωνικού στιγματισμού και των διακρίσεων που δημιουργήθηκαν από την τρέχουσα πανδημία του Covid-19 και σε αυτόν εμπερικλείονται καθημερινές εκφράσεις και λέξεις που ως έννοιες στοχοποιούν, στιγματίζουν και περιθωριοποιούν, επομένως απαραίτητο είναι να αποφεύγονται.

Έχουμε πολλά περισσότερα να κερδίσουμε από τη θετική ενίσχυση και ενθάρρυνση, παρά από την αναπαραγωγή του φόβου, της έντονης και συνεχούς ανησυχίας, καθώς έχουν συνεπακόλουθο τη συναισθηματική εξουθένωση και παραίτηση. Χρειάζεται να αποκτήσουμε σφαιρική γνώση των γεγονότων και όχι να είμαστε αποδέκτες της διαστρεβλωμένης ερμηνείας των καταστάσεων που συμβαίνουν, γιατί κάτι τέτοιο οδηγεί στη δυσπιστία και αναξιοπιστία.

Και μέσα σε αυτήν την αλλόκοτη περίοδο που διανύουμε, θα ήταν ακόμα πιο βοηθητικό να δημιουργηθούν κοινοτικοί σταθμοί ενημέρωσης, καθώς και να προωθηθούν αποτελεσματικά ψυχο-κοινωνικά προγράμματα στήριξης και αποκατάστασης των ατόμων που έχουν προσβληθεί από την ασθένεια, τα οποία να ανταποκρίνονται σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες.

Αποτελεί επιπρόσθετη προτεραιότητα η δημιουργία υποστηρικτικού μηχανισμού με στρατηγικές παρακολούθησης (followup) και αντιμετώπισης του στιγματισμού για τα άτομα που έχουν προσβληθεί από κορωνοϊό αλλά και για τις οικογένειές τους, όπως και για τους επαγγελματίες υγείας που εργάζονται στην πρώτη γραμμή, οι οποίοι ενδέχεται να βιώνουν και οι ίδιοι το στίγμα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια λειτουργική συνεργασία και επικοινωνία μεταξύ κρατικών και εθελοντικών οργανώσεων.

Η επένδυση στον τομέα της ψυχικής υγείας, ιδιαίτερα σε μια τέτοια απρόβλεπτη και ρευστή χρονική περίοδο, είναι πραγματικά επένδυση για το αύριο. Και θα έλεγα σχεδόν με σιγουριά ότι η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτήν τη φάση για όλους μας είναι να διατηρήσουμε την ανθρωπιά και τις αξίες μας, να κατανοήσουμε και να συμπαρασταθούμε ακόμα παραπάνω στους συνανθρώπους μας. Αυτά άλλωστε μπορεί να μας αποτρέψουν από την ψυχική νωθρότητα και την απελπισία εν μέσω πανδημίας αλλά και μετέπειτα.

*Κοινωνική Λειτουργός