Τράπεζες

Η πρόκληση των ΜΕΔ αρχές του 2021

Η κατάσταση με την πανδημία και οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις σχετικά με την εξυπηρέτηση των δανείων επανέφεραν τη συζήτηση για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» ή αλλιώς οργανισμού διαχείρισης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων

Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε περίπτωση πρόωρης και χωρίς σχεδιασμό απόσυρσης των έκτακτων μέτρων που λήφθηκαν για στήριξη των επιχειρήσεων, θα δημιουργούνται προβλήματα ρευστότητας στις επιχειρήσεις, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη της οικονομίας. Σημειώνεται ότι γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στις κρατικές εγγυήσεις, ένα μέτρο το οποίο δεν εφαρμόστηκε στην Κύπρο, και στις αναστολές δόσεων.

Επιπλέον, όπως διαφαίνεται από τα στατιστικά στοιχεία, τα νέα δάνεια που παραχωρήθηκαν στην Κύπρο για τη στήριξη των επιχειρήσεων ήταν περιορισμένα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, εφόσον πέραν της μη ύπαρξης του μέτρου των κρατικών εγγυήσεων, οι κυπριακές επιχειρήσεις παραμένουν υπερδανεισμένες. To ιδιωτικό χρέος, τόσο αυτό που καταγράφεται στους ισολογισμούς των τραπεζών αλλά και των εταιρειών διαχείρισης, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας.

Την ίδια στιγμή, σημαντικά αυξημένο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης φαίνεται να είναι το ποσοστό των δανείων που βρίσκονται σε αναστολή πληρωμής δόσεων, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, κάτι που αναμένεται να δημιουργήσει επιπλέον προκλήσεις στο τραπεζικό σύστημα αρχές του επόμενου έτους, όταν θα επέλθει η λήξη του συγκεκριμένου νόμου. Σε άλλες χώρες το συγκεκριμένο μέτρο χρησιμοποιήθηκε πολύ πιο στοχευμένα, με αποτέλεσμα το ποσοστό δανείων σε αναστολή να είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με την Κύπρο.

Η συγκεκριμένη έκθεση τονίζει ότι σε ορισμένες χώρες έχει ήδη ανακοινωθεί επέκταση του μέτρου. Στην Κύπρο αναπτύσσεται η συζήτηση για την επέκταση μόνο σε συγκεκριμένους τομείς και ενδεχομένως μέσα από τις πολιτικές κάθε τραπεζικού ιδρύματος (παρά οριζόντια επιβολή μέσω νομοθεσίας). Επιπλέον, τα μέτρα που αφορούσαν τις απαλλαγές από φορολογίες και τέλη συναλλαγών με τις οποίες το αντίτιμο χρησιμοποιείται για αποπληρωμή δανείων ή ανταλλαγή χρέους με δάνειο, επεκτείνονται μέχρι το τέλος του 2021.

Η κατάσταση με την πανδημία και οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις σχετικά με την εξυπηρέτηση των δανείων επανέφεραν τη συζήτηση για τη δημιουργία «κακής τράπεζας» ή αλλιώς οργανισμού διαχείρισης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.

Η συζήτηση αυτή πηγάζει από τις προβλεπόμενες συνέπειες της τωρινής κατάστασης, με την αδρανοποίηση επιχειρηματικών και παραγωγικών μονάδων, και κυρίως τη μείωση στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και στα οικογενειακά εισοδήματα (παρατηρείται αύξηση και στα ποσοστά ανεργίας).

Η χρηματοδότηση ενός τέτοιου σχήματος και η αξία με την οποία θα μεταφερθούν σε αυτό τα δάνεια από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι δύο ζητήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν εκτενώς πριν προχωρήσει ένα τέτοιο εγχείρημα.

Η δημιουργία εθνικών «κακών τραπεζών» με τη χρηματοδότηση του κράτους θα δημιουργήσει ένα σοβαρό επιπρόσθετο βάρος στα δημόσια οικονομικά, εφόσον θα γίνει με την έκδοση χρέους (το οποίο θα αποπληρωθεί μέσα από τις εισπράξεις των δανείων που θα έχουν μεταφερθεί στην «κακή τράπεζα» και από τα χρήματα των φορολογουμένων).

Εναλλακτική λύση χρηματοδότησης είναι η εξεύρεση ιδιωτικών κεφαλαίων, όμως γίνεται αντιληπτό ότι τέτοιοι οργανισμοί έχουν ως κύρια προτεραιότητά τους το κέρδος, οπότε θα πιέσουν τις αξίες μεταφοράς των δανείων στην «κακή τράπεζα» όσο πιο χαμηλά γίνεται. Οι μειωμένες τιμές μεταφοράς των δανείων, όμως, πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν σημαντικές ζημιές στους λογαριασμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων την ώρα της αποαναγνώρισής τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στους δείκτες κεφαλαίων τους.

Ενδεχομένως η παροχή κρατικών εγγυήσεων στην «κακή τράπεζα» να αύξανε την αξία του σχήματος αυτού και κατ’ επέκτασιν την τιμή πώλησης των μετοχών / μεριδίων του σε ιδιωτικά κεφάλαια, αλλά και πάλι θα πρέπει να αξιολογηθεί ο πιθανός μελλοντικός αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά και ιδιαίτερα στο δημόσιο χρέος.

Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να εφαρμοστεί μια πιο ευέλικτη μετοχική δομή του συγκεκριμένου σχήματος με τη συμμετοχή των τραπεζών. Να υπολογιστεί η αρχική αξία του (ανά μετοχή ή μερίδιο) και τα τραπεζικά ιδρύματα να μεταφέρουν δάνεια και σε αντάλλαγμα να λαμβάνουν μετοχές / μερίδια της «κακής τράπεζας» (οι κρατικές εγγυήσεις θα ενίσχυαν την αξία τέτοιων μεριδίων, για σκοπούς υπολογισμού της κεφαλαιακής επάρκειας).

Κύρια συστατικά επιτυχίας μιας τέτοιας προσπάθειας είναι η σωστή δομή και διοίκηση μέσα από διαφανείς διαδικασίες. Πέραν των αναδιαρθρώσεων και της διαχείρισης των δανείων, η «κακή τράπεζα» καλείται να διαθέτει εξειδικευμένο τμήμα διαχείρισης / ανάπτυξης / ολοκλήρωσης κατασκευής ακινήτων, με σκοπό την πώλησή τους και τη δημιουργία δυνατότητας αποπληρωμής του κράτους ή των ιδιωτών επενδυτών, ανάλογα με το πώς έτυχε αρχικής χρηματοδότησης.

Υπάρχει η πιθανότητα κάποιος δανειολήπτης, μετά τη βελτίωση των εισοδημάτων του, να έχει τη δυνατότητα πλήρους αποπληρωμής του δανείου που κατέχει στην «κακή τράπεζα» και δανειοδότησής του εκ νέου από τραπεζικό ίδρυμα της χώρας. Αυτό είναι θεμιτό, προϋποθέτει συνεργασία τραπεζών και Φορέα και ενδεχομένως να ήταν μια καλή σκέψη στο να δίνεται κάποιας μορφής κίνητρο στους δανειολήπτες για να προχωρούν σε τέτοιες διευθετήσεις.

Η δημιουργία «κακής τράπεζας» σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, όχι τόσο τεχνικά αλλά και πολιτικά. Το μεγαλύτερο ενδεχομένως ζήτημα σε μια τέτοια προσπάθεια είναι ο τρόπος χρηματοδότησης του καινούργιου σχήματος που θα δημιουργηθεί. Η έκδοση ευρωομολόγων είναι μια πιθανή λύση αλλά όλοι έχουμε δει κατά τη διάρκεια του πρόσφατου Eurogroup (κατά την οποία υπήρξε συζήτηση για τα μέτρα που θα λαμβάνονταν προς αναχαίτιση των αρνητικών συνεπειών από την εξάπλωση του κορωνοϊού) την άρνηση σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η δημιουργία μιας «κακής τράπεζας» με τον σωστό σχεδιασμό μπορεί να προσφέρει πολλά θετικά στοιχεία στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ωστόσο, αν δεν αξιολογηθούν σωστά τα ζητήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ενδεχομένως να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες τόσο στα δημόσια οικονομικά, όσο και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Οι τιτλοποιήσεις είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν Ιταλία και Ελλάδα για αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ. Υπάρχουν δύο ουσιαστικά μορφές τιτλοποιήσεων, η παραδοσιακή και η σύνθετη. Στην πρώτη περίπτωση, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προχωρεί στη μεταφορά/μεταβίβαση δανείων ή άλλων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων σε εταιρικό όχημα ειδικού σκοπού ή διαχειριστή πιστωτικών ανοιγμάτων. Μετά τη μεταβίβαση, η εταιρεία ειδικού σκοπού προχωρεί σε έκδοση τίτλων προς επενδυτές, με εξασφάλιση τα δάνεια για την άντληση κεφαλαίων. Μέσα από τη συγκεκριμένη μορφή τιτλοποιήσεων, οι τραπεζικές διευκολύνσεις αποαναγνωρίζονται από τους ισολογισμούς του τραπεζικού ιδρύματος κατά τη μεταφορά τους.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο πιστωτικός κίνδυνος μεταβιβάζεται στην εταιρεία ειδικού σκοπού ή σε διαχειριστή μέσω παραγώγων (derivatives) ή εγγυήσεων, χωρίς να αλλάζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων. Με απλά λόγια, το τραπεζικό ίδρυμα συνάπτει συμφωνίες, σύμφωνα με τις οποίες αποφασίζεται η αξία του δανείου και τις μετέπειτα τυχόν ζημιές (π.χ. καταγραφή επισφαλειών) επωμίζεται ο διαχειριστής, ο οποίος επωφελείται την ίδια στιγμή και από οποιαδήποτε κέρδη (π.χ. οι ταμειακές ροές από την αποπληρωμή του δανείου είναι μεγαλύτερες από την αξία που έχει καθοριστεί).