Διεθνή

Οι άνθρωποι του Προέδρου και το βαρύ κόστος της εμμονής του Τραμπ

Επικριτές του Τραμπ αναφέρουν ότι το επίπεδο του επαγγελματισμού και της ικανότητας του Υπουργικού του Μπάιντεν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το προσωπικό που πλαισίωνε τον Τραμπ, ειδικά κατά τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησής του

Η ανακοίνωση των πρώτων ονομάτων του Υπουργικού του εκλελεγμένου Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προκάλεσε θετικές αντιδράσεις και γέννησε ελπίδες για επιστροφή της χώρας σε μια πιο «παραδοσιακή» πολιτική διαχείριση, στην οποία θα κυριαρχεί η σταθερότητα και στις θέσεις-κλειδιά θα βρίσκονται πρόσωπα με εμπειρία και εξειδίκευση. Μάλιστα, μετά την ανακοίνωση δεν αποφεύχθηκαν οι συγκρίσεις με τη διοίκηση Τραμπ, η οποία ανέκαθεν συγκέντρωνε τα πυρά για τους χειρισμούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αλλά και υγείας. Με το αποτέλεσμα να έχει σχεδόν παγιωθεί, βασική πρόκληση για τον Μπάιντεν αποτελεί η επόμενη ημέρα και ειδικότερα τα προβλήματα που θα «κληρονομήσει» από τον προκάτοχό του. Από την άλλη το κόμμα των Ρεπουμπλικανών καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο την εκλογική ήττα αλλά και έναν Τραμπ, ο οποίος συνεχίζει να φωνάζει για καλπονοθεία, προκαλώντας τόσο προσωπικό όσο και κομματικό κόστος.

Οι άνθρωποι του Προέδρου

«Ας πιάσουμε δουλειά για να γιατρέψουμε και να ενώσουμε την Αμερική και τον κόσμο», δήλωσε ο εκλελεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προετοιμάζοντας τη χώρα για την επερχόμενη διακυβέρνησή του. Καθοριστικό παράγοντα όμως θα παίξουν οι άνθρωποι που θα τον πλαισιώνουν, με τους αναλυτές να αναφέρουν ότι οι μέχρι στιγμής επιλογές του αντιπροσωπεύουν την αντίθεση με τη φιλοσοφία του Τραμπ, τον οποίο πολλοί κατηγορούν για «απολυταρχισμό», αντιεπιστημονικότητα, με τάση προς τις θεωρίες συνομωσίας και την προσωπολατρία. Ειδική αναφορά γίνεται στον υποψήφιο νέο Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τόνι Μπλίνκεν, ο οποίος υπήρξε πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τζο Μπάιντεν και αναπληρωτής σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε υφυπουργός στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και είναι ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του νέου Προέδρου. Κομβική είναι και η θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, που προορίζεται για τον Τζέικ Σάλιβαν, ο οποίος θα είναι ο νεότερος σε αυτή τη θέση εδώ και δεκαετίες. Ο Σάλιβαν είναι σημαντικό στέλεχος των δημοκρατικών, συνεργάτης του Μπαράκ Ομπάμα και της Χίλαρι Κλίντον και πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του νέου Προέδρου. Οι Υπουργοί Εσωτερικών, Υγείας και Οικονομίας αναμένεται να ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες, με τους ειδικούς να συμφωνούν ότι θα κινούνται και αυτοί στη βάση ενός συνδυασμού εμπειρίας και γνώσης για το αντικείμενό τους. Αμερικανικά ΜΜΕ, επικαλούμενα πηγές κοντά στον Μπάιντεν, αναφέρουν ότι ο νέος Πρόεδρος, «παρακολουθώντας το χάος, τον νεποτισμό, την αντιεπιστημονικότητα στη διαχείριση της πανδημίας από την προηγούμενη Κυβέρνηση, τώρα θέλει ανθρώπους που να ξέρουν τι να κάνουν, χωρίς θόρυβο και τυμπανοκρουσίες».

Υπουργικό Μπάιντεν Vs Υπουργικό Τραμπ

Επικριτές του Τραμπ αναφέρουν ότι το επίπεδο του επαγγελματισμού και της ικανότητας του Υπουργικού του Μπάιντεν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το προσωπικό που πλαισίωνε τον Τραμπ, ειδικά κατά τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησής του, το οποίο κατηγορούν ότι σε πολλές περιπτώσεις ήταν ακατάλληλο για τις θέσεις που κατείχε, αλλά επιβίωνε λόγω της εύνοιας που είχε από τον Τραμπ. Εντούτοις, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλες οι επιλογές του απερχόμενου Προέδρου ήταν λανθασμένες. Για παράδειγμα, για τον πρώην Υπουργό Άμυνας του Τραμπ, στρατηγό Τζέιμς Μάτις, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ήταν έμπειρος και είχε γνώσεις για τον τομέα του. Όμως, η απόπειρά του να «κάνει απλώς τη δουλειά του», σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, υπονομευόταν συνεχώς από τον Τραμπ, ο οποίος δέχτηκε επικρίσεις ότι θεωρούσε την Κυβέρνησή του ως αποκλειστική εξυπηρέτηση των προσωπικών του αναγκών. Υπάρχει η άποψη ότι η προσέγγιση του Μπάιντεν, όταν θα αναλάβει τελικά την εξουσία, θα έρθει στην πιο κατάλληλη στιγμή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, παραλαμβάνοντας ένα έθνος που έχει απελπιστική ανάγκη για μια οργανωμένη στρατηγική για την υγεία. Είναι βέβαιο πάντως ότι εάν τα πράγματα βγουν εκτός ελέγχου, ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ θα έχει να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες ότι η επιστροφή της «συμβατικής» διακυβέρνησης έφερε την καταστροφή, στρώνοντας τον δρόμο για την επιστροφή του Τραμπ το 2024.

Η «κληρονομία» του Τραμπ

Ένα βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι η «κληρονομιά» των προβλημάτων που θα αφήσει η διοίκηση Τραμπ στον Μπάιντεν, ειδικά στο θέμα της εθνικής ασφάλειας. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας τρέχει κανονικά, παρά την «επίθεση» αγάπης του Τραμπ προς τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Επίσης, παραμένει ανοικτή πληγή το Αφγανιστάν και οι Ταλιμπάν, οι οποίοι παραμένουν ασυγκίνητοι στις προσπάθειες για συνομιλίες. Κρίσιμο ζήτημα είναι η προσπάθεια του Τραμπ να μεταφέρει εσπευσμένα τους στρατιώτες πίσω στη χώρα τον Ιανουάριο, παγιδεύοντας τον Μπάιντεν σε μια δύσκολη θέση για τη διαχείριση της κατάστασης στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Δεν παραβλέπεται η εκρηκτική σχέση με το Ιράν, η ανθρωπιστική κρίση στην Υεμένη και φυσικά η πολύπλοκη σχέση με την Κίνα. Οι επιλογές των προσώπων του Μπάιντεν όμως φαίνεται ότι είναι τέτοιες που να αντικατοπτρίζουν την επιθυμία του να επαναφέρει την εξωτερική πολιτική της χώρας σε πιο «παραδοσιακά» μονοπάτια. Ειδικοί και δημοσιογράφοι περιγράφουν τον υποψήφιο Υπουργό Εξωτερικών ως γνώστη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών ισορροπιών, έναν άνθρωπο που βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια στο πλευρό του νέου Προέδρου». Το έργο του όμως δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Υπάρχει η εκτίμηση ότι ο νέος επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας θα πρέπει να δώσει αγώνα για την αναδιοργάνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο δεν λειτουργεί με τους κανονικούς του ρυθμούς εδώ και καιρό, έχοντας σταματήσει τις προσλήψεις σε σημαντικούς οργανισμούς και διευθύνσεις. Μάλιστα, θεωρείται ότι ο Μπλίνκεν θα κληθεί να πληρώσει τα σπασμένα για μια σειρά από ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή, ο περιορισμός των πυρηνικών και η συμφωνία για το Ιράν.

Το κόστος της μετεκλογικής συμπεριφοράς του Τραμπ

Στο αντίπαλο στρατόπεδο τώρα υπάρχει διάχυτη η ανησυχία για το κόστος που προκαλείται από την άρνηση του Τραμπ να δεχθεί το αποτέλεσμα, ζήτημα το οποίο επηρεάζει αρνητικά και το κόμμα των Ρεπουμπλικανών. Αρχικά για μερίδα Ρεπουμπλικανών η εμμονή Τραμπ να αμφισβητεί τη νομιμότητα του εκλογικού συστήματος ουσιαστικά θέτει προς αμφισβήτηση τον τρόπο με τον οποίο αναδείχθηκαν και οι ίδιοι στην εξουσία. Για τον ίδιο τον Τραμπ, το κόστος αυτής της συμπεριφοράς θα είναι πιο προσωπικό, αφού θεωρείται ότι θα μετρήσει σε βάρος του βιογραφικού του ως υποψήφιου για την προεδρία το 2024. Το βασικό επιχείρημα του Τραμπ είναι ότι έπεσε θύμα ενός συστήματος, μέσω του οποίου οι «διεφθαρμένοι» Δημοκράτες άλλαξαν το αποτέλεσμα των εκλογών προς όφελός τους, πρακτική που κάνουν εδώ και χρόνια. Επιπρόσθετα, ο δικηγόρος του απερχόμενου Προέδρου άρχισε να βγάζει προς το έξω ότι «δεν ξέρουμε ακόμα πόσοι Δημοκρατικοί ή Ρεπουμπλικάνοι σε όλη τη χώρα έχουν πληρώσει για να γίνει καλπονοθεία». Ουσιαστικά αυτό ισοδυναμεί με μιαν αμφισβήτηση του εκλογικού συστήματος, το οποίο σε γενικές γραμμές ήταν γενναιόδωρο προς τους Ρεπουμπλικανούς, αφού ειδικοί θεωρούν ότι παραδοσιακά ευνοούνται από αυτό. Παρά την ήττα του Τραμπ, το κόμμα δεν τα πήγε άσχημα, αφού πήραν σημαντικές θέσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία, στην οποία διατήρησαν τελικά τον έλεγχο. Έτσι τα ίδια τα αποτελέσματα δείχνουν την προβληματική κατάσταση πίσω από τις κατηγορίες του Τραμπ, με το κόστος του προσωπικού πια στοιχήματος να ανεβαίνει δυσανάλογο για το κόμμα που τον στήριξε.