Έρχεται «βαρυχειμωνιά»
Το σκηνικό της «τέλειας οικονομικής καταιγίδας και βαρυχειμωνιάς» έχει, δυστυχώς, στηθεί κατά το 2020
Το σκηνικό της «τέλειας οικονομικής καταιγίδας και βαρυχειμωνιάς» έχει, δυστυχώς, στηθεί κατά το 2020. Τα «οικονομικά αντιπλημμυρικά έργα» είναι πλέον αδύναμα για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Φυσικά, όπως πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δεν μπορείς να αντέξεις την κακοκαιρία, θα ζητήσεις τη βοήθεια από το εξωτερικό. Άλλωστε το έχουμε περάσει στο παρελθόν και μάθαμε.
Οι προκλήσεις πολλές και τα δημόσια οικονομικά ενδεχομένως να παρουσιαστούν αδύναμα να τις αντιμετωπίσουν. Τομείς οι οποίοι συνεισέφεραν θετικά στον προϋπολογισμό αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα. Ο τουρισμός βρίσκεται στο χειρότερό του σημείο, ο τομέας των κατασκευών και ακινήτων επηρεάζεται από την εξάπλωση του κορωνοϊού αλλά και από τον τερματισμό του επενδυτικού προγράμματος, και αυτός των υπηρεσιών παρουσιάζει κάμψη (αν εξετάσουμε τον αριθμό των νέων εταιρειών που εγγράφονται), κάτι που ήταν αναμενόμενο σε ένα τέτοιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον.
Χαρακτηριστική είναι και η αύξηση στον αριθμό των ανέργων, παρά τα σχέδια στήριξης επιχειρήσεων και εργοδότησης που εφαρμόζει η Κυβέρνηση. O αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων στο τέλος Οκτωβρίου 2020, με βάση τα στοιχεία διορθωμένα για εποχικές διακυμάνσεις, αυξήθηκε στα 38.477 πρόσωπα σε σύγκριση με 37.126 τον προηγούμενο μήνα, με την αύξηση να οφείλεται κυρίως στους τομείς των δραστηριοτήτων υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης και του εμπορίου. Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται ο αντίκτυπος που θα έχει στην εργοδότηση η αναμενόμενη συρρίκνωση στον κατασκευαστικό τομέα.
Ο αριθμός των νέων εταιρειών που εγγράφονται παρουσιάζει κάμψη το 2020, ενώ η αύξηση στον αριθμό των πωλητηρίων εγγράφων που κατατέθηκαν στο Τμήμα Κτηματολογίου τον Οκτώβριο θα πρέπει να εξεταστεί μαζί με τον Νοέμβριο, εφόσον ενδεχομένως αρκετοί να είναι οι επενδυτές οι οποίοι προχώρησαν στην καταχώριση συμβάσεων και δεν κατάφεραν να καταθέσουν τις αιτήσεις πολιτογράφησής τους (για παράδειγμα δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν Schengen visa που τέθηκε ως προαπαιτούμενο, εφόσον λόγω κορωνοϊού ήταν σχεδόν αδύνατο να παραχωρηθεί), με αποτέλεσμα πιθανώς να ζητήσουν την ακύρωσή τους.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν λάθη (ενώ χαρακτηρίστηκε και ως ευκαιριακή επιχειρηματική δραστηριότητα), το επενδυτικό πρόγραμμα συνεισέφερε σημαντικά στην κυπριακή οικονομία μέσα από την είσπραξη φόρων όπως ο ΦΠΑ, την αύξηση της απασχόλησης σε πολλούς τομείς και γενικότερα στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Μέσα από μια κοινωνία που αρέσκεται στις υπερβολές, ήταν επακόλουθο ότι θα αναπτύσσονταν κακές πρακτικές, οι οποίες στο τέλος θα επηρέαζαν ολόκληρο το πρόγραμμα. Πέραν των ερευνητικών επιτροπών, θα ήταν καλό να εξεταστεί το κατά πόσον υπήρχαν οι υποδομές και η τεχνογνωσία στις αρμόδιες Αρχές για να διεκπεραιώνουν τον έλεγχο σε ένα σημαντικό αριθμό υποθέσεων. Αν κοιτάξουμε πρακτικές άλλων χωρών, και λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντικότητα του προγράμματος, υπάρχουν εξειδικευμένα τμήματα αξιολόγησης με μεγάλο αριθμό τεχνοκρατών, τα οποία εναλλάσσονταν σε συχνά χρονικά διαστήματα (rotation).
Παρά τις αντιπαραθέσεις, τα προβλήματα και τις αδυναμίες θεωρώ ότι οι πλείστοι αντιλαμβάνονται πως ένα σωστά δομημένο πρόγραμμα θα βοηθούσε την κυπριακή οικονομία, ενώ ο αντίκτυπος του κλεισίματός του θα αρχίσει να διαφαίνεται όταν τα κεφάλαια των προπωλήσεων ακινήτων θα έχουν χρησιμοποιηθεί.
Αναπροσαρμογή οικονομικού μοντέλου
Αναπτύσσεται επιπλέον η συζήτηση ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από την ευκαιριακού τύπου ανάπτυξη και να επικεντρωθούμε στην ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και την αναπροσαρμογή του οικονομικού μοντέλου, έννοιες που ηχούν καλά στ’ αφτιά των ακροατών. Μέχρι τώρα δεν υπήρξε όμως μια αξιόπιστη ερμηνεία του τι είναι πραγματική οικονομία, ποιους τομείς αφορά και ποιο το ολοκληρωμένο πλάνο ανάπτυξής της. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στο θέμα της αναθεώρησης του οικονομικού μοντέλου. Πρέπει να αντιληφθούμε όλα τα δεδομένα. Δεν είμαστε μια χώρα που διαθέτει βαριά οικονομία και το ΑΕΠ τροφοδοτείται από τους ίδιους σχεδόν τομείς όπως και πριν από δέκα χρόνια, ίσως με κάποιες εξαιρέσεις αν λάβουμε υπόψη τον τομέα της εκπαίδευσης, που και εκεί τέθηκε πρόσφατα θέμα με τους φοιτητές του εξωτερικού.
Η προώθηση του λεγόμενου headquartering, δηλαδή η μετεγκατάσταση μεγάλων εταιρειών στην Κύπρο, των επενδυτικών ταμείων και της οπτικοακουστικής, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, όμως υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα, τα οποία πρέπει να γίνουν. Στο Τμήμα του Εφόρου Εταιρειών και Φορολογίας εκκρεμούν διορισμοί και παρουσιάζονται σημαντικές καθυστερήσεις, ενώ οποιεσδήποτε σκέψεις για αύξηση του συντελεστή εταιρικού φόρου δεν βοηθούν.
Στόχος είναι οι επιχειρήσεις να επιλέγουν την Κύπρο όπως και άλλα χρηματοοικονομικά κέντρα όχι μόνο για το φορολογικό σύστημα. Η ερώτηση παραμένει, αν έχουμε δημιουργήσει τις υποδομές για κάτι τέτοιο. Εδώ και χρόνια μιλούμε για το νομοθετικό πλαίσιο των διασυνοριακών ταμείων πρόνοιας και των εναλλακτικών ιδρυμάτων (foundations), καθώς και της δυνατότητας αδειοδότησης ιδρυμάτων ηλεκτρονικών πληρωμών (electronic money institutions).
Σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης οι θεσμικές αλλαγές είναι πιο εύκολες, εφόσον το κόστος μπορεί να απορροφηθεί ευκολότερα. Δυστυχώς, όμως, θυμόμαστε το οικονομικό μοντέλο και τις εισηγήσεις για την οικονομία όταν παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα, όπως το είδαμε το 2013 με τις ατέρμονες λίστες προτάσεων. Έτσι και σήμερα.
Είναι σημαντικό να καταγραφούν άμεσα οι τομείς οι οποίοι θέλουμε ως χώρα να αναπτύξουμε, να συσταθούν ομάδες με τεχνοκράτες από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, και χρονοδιαγράμματα ώστε να παραδώσουν έναν ολοκληρωμένο και πρακτικά εφαρμόσιμο σχεδιασμό για την ανάπτυξή τους. Και, φυσικά, μετά θα πρέπει να υπάρξει σχολαστική παρακολούθηση της εφαρμογής του πλάνου που θα συμφωνηθεί από τις συγκεκριμένες ομάδες.
Υπάρχει όμως ακόμη η δυνατότητα θεσμικών αλλαγών μέσα από τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον για την εκταμίευση κεφαλαίων θα πρέπει να ελέγχονται οι μεταρρυθμίσεις που ολοκληρώνονται. Ίσως τελικά να λειτουργούμε καλύτερα, αν μας παρακολουθούν και μας επιβάλλουν τις αλλαγές (ειδικότερα αν λάβουμε υπόψη την πλειάδα των νομοσχεδίων που εκκρεμούν στη Βουλή και αφορούν μεταρρυθμίσεις).
Πρέπει όλοι να αναρωτηθούμε αν έχουμε δημιουργήσει έναν μηχανισμό/σύστημα που «για να κάνεις τη δουλειά σου γρηγορότερα πρέπει να έχεις κάποιον γνωστό» ή που ωθεί ενδεχομένως κάποιους να σκέφτονται με ποιον τρόπο θα τον εκμεταλλευτούν. Όλοι μας είμαστε συνυπεύθυνοι σε αυτό, από την Κυβέρνηση, τη Βουλή και τους απλούς πολίτες που συμβιβάζονται με τη λαϊκή φράση «κρύψε να περάσουμε».
Η ιστορία κατέγραψε την κρίση του 2013 και τον πρόσφατο διασυρμό στα διεθνή μέσα ως γεγονότα που συνέβησαν στην Κύπρο, και όχι στην Κύπρο του Α ή του Β, οπότε οι αντιπαραθέσεις είναι περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση και το μόνο που κάνουν είναι να προκαλούν την κοινωνία.
Δοκιμασία για τα δημόσια οικονομικά
Τα δημόσια οικονομικά είναι ξεκάθαρο ότι δοκιμάζουν τις αντοχές τους, με τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος να αυξάνονται, με μεγάλο μέρος της πορείας αυτής να οφείλεται στην έξαρση της πανδημίας (πάνω απ’ όλα είναι η διασφάλιση της δημόσιας υγείας). Όμως τα θεσμικά προβλήματα, οι αντιπαραθέσεις, οι ενδεχόμενες λάθος αποφάσεις ενισχύουν τον αρνητικό αντίκτυπο. Τα μέτρα στήριξης δεν μπορούν να είναι μόνιμα, όπως ούτε και η αναστολή των δόσεων δανείων και των εκποιήσεων.
Σημαντικό βαρόμετρο για την πορεία της οικονομίας θα αποτελέσει και η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία θα υπάρξει, αν λάβουμε υπόψη την αύξηση της ανεργίας και τη σημαντική συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το ζητούμενο είναι το ποσοστό αύξησης και η μετέπειτα διαχείρισή της.
Το οικονομικό κλίμα δυσχεραίνει, μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτικών αντιπαραθέσεων που δεν έχουν να προσφέρουν κάτι θετικό, με τις συνέπειες να βαραίνουν τόσο την κοινωνία στο σύνολό της, όσο και τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Προσπάθεια θα πρέπει να είναι να έρθει η οικονομική «άνοιξη» ή έστω η ελπίδα γι’ αυτήν το συντομότερο, αλλιώς ίσως να αναγκαστούμε να αναζητήσουμε τη «ζεστασιά» της στήριξης από το εξωτερικό, όπως συνέβη και πριν από οκτώ χρόνια.