Οι δυσκολίες της αμερικανικής υπερδύναμης είναι σοβαρές ανησυχίες για τον Ελληνισμό

«Μη μας βάζετε στη θέση να διαλέξουμε μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Εάν όμως θέσετε θέμα να διαλέξουμε, σας λέω ότι 90 φορές στις 100 θα διαλέξουμε υπέρ της Τουρκίας, διότι αυτό είναι το γενικότερο, επιβαλλόμενο συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών»

Αν χρειαζόταν ακόμα μια τεκμηριωμένη απόδειξη για το ασταθές και το αβέβαιο του άναρχου διεθνούς συστήματος, αυτή προσφέρεται από τις μετασεισμικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως συνέπεια της εκλογικής αναμέτρησης της περ. Τρίτης, 3/11/2020, μεταξύ του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, και του Δημοκρατικού υποψηφίου, Τζο Μπάιντεν. Όλος ο κόσμος παρακολουθεί το θρίλερ των αμερικανικών εκλογών, διότι όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ επηρεάζουν και τον υπόλοιπο πλανήτη.

Το διεθνές σύστημα αποτελείται από μεγάλες, μεσαίες και μικρότερες δυνάμεις. Ανέκαθεν, μία διεκδικεί ρόλο ηγεμόνα, ώστε διά της προβολής, παγκοσμίως, της ισχύος της, και της συναίνεσης και της συνεργασίας κρατών και κυβερνήσεων, να ρυθμίζονται οι διακρατικές και διεθνείς σχέσεις. Οι ΗΠΑ κατέστησαν η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια υπερδύναμη αμέσως μετά την κατάρρευση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης και την αποκαθήλωση των κομμουνιστικών καθεστώτων.

Σε όλες τις αυτοκρατορίες ισχύει ο απαράβατος κανόνας: Μετά την άνοδο και τη διατήρηση στην κορυφή για κάποιο χρονικό διάστηκα, επέρχεται η κατάρρευση ως αποτέλεσμα εσωτερικών διενέξεων και αντιπαλοτήτων, εξωτερικών απειλών και περιφερειακών και διεθνών ανατροπών. Σήμερα, και μετά από μία περιπετειώδη τετραετία Τραμπ, οι ΗΠΑ είναι μια βαθιά διχασμένη χώρα, σε μιαν από τις κρισιμότερες περιόδους της ανθρωπότητας. Δεν είναι μόνο η πανδημία του κορωνοϊού, η πόλωση και οι ενέργειες Τραμπ στο εσωτερικό των ΗΠΑ και απέναντι σε φίλους και συμμάχους.

Η ανθρωπότητα παρατηρεί ανήσυχη, από τη μια φοβερά προβλήματα σε τρεις εμβληματικές δημοκρατικές χώρες: Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και στην Γαλλία. Και από την άλλη, την άνοδο αυταρχικών και τυραννικών καθεστώτων, καθώς και θεοκρατικών και δικτατορικών ηγεσιών σε πολλές χώρες του κόσμου. Οι ΗΠΑ θεωρούνται ως η κατ’ εξοχήν Δημοκρατία-πρότυπο και εκλαμβάνονται ως ο φάρος δημοκρατικών αρχών και αξιών, κράτους δικαίου και σεβασμού θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Από την εποχή του Προέδρου Ομπάμα, οι ΗΠΑ μετακίνησαν το ενδιαφέρον τους προς την Άπω Ανατολή εξαιτίας της ανάδυσης μιας νέας, πανίσχυρης δύναμης, της Κίνας, η οποία ήδη αμφισβητεί πολλαπλώς και επιθετικά την πρωτοκαθεδρία της αμερικανικής υπερδύναμης. Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ απαγκιστρώθηκαν σχεδόν από την περιοχή της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Έτσι έδωσαν την ευκαιρία στη Ρωσία και στην Τουρκία, η μεν πρώτη να επιχειρεί να αναπληρώσει το αμερικανικό γεωπολιτικό κενό. Η δε δεύτερη φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε περιφερειακή και, μέχρι το 2023, σε παγκόσμια δύναμη.

Η ιστορία, έλεγε ο Μαρξ, επαναλαμβάνεται. Άλλοτε υπό μορφή τραγωδίας και άλλοτε υπό μορφή φάρσας. Το 1974 στην Ουάσιγκτον υπήρχε κενό εξουσίας. Ο Πρόεδρος Νίξον παραιτήθηκε υπό το βάρος του σκανδάλου Γουώτεργκεϊτ. Ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ετζεβίτ, εκμαίευσε έγκριση του μάγου της διπλωματίας, Κίσινγκερ και εισέβαλε στην Κύπρο, με αφορμή το προδοτικό πραξικόπημα. Σήμερα, ένας άλλος, τρισχειρότερος πειρατής, ο Ερντογάν, επιτίθεται εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου.

Είναι γνωστές οι οικογενειακές επιχειρηματικές διασυνδέσεις του Τραμπ με τον Ερντογάν. Όμως, η χώρα του Αττίλα ακόμα θεωρείται από τους γραφειοκράτες της Ουάσιγκτον ως σημαντική για το ΝΑΤΟ και τη Δύση. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ είναι εκείνες μιας διαχρονικής, ατλαντικής εξάρτησης. Σήμερα, Ελλάδα και Κύπρος θεωρούνται «στρατηγικοί εταίροι», αλλ’ είναι οι πρώτοι στόχοι της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής.

Αθήνα και Λευκωσία επέλεξαν να προσδεθούν περισσότερο στο αμερικανικό άρμα. Απέναντι σε μιαν αρπαχτική, ασυγκράτητη Τουρκία, που διεκδικεί τα πάντα, Ελλάδα και Κύπρος εναπέθεσαν τις ελπίδες τους κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ. Ποια είναι, όμως, η στρατηγική τους για την αντιμετώπιση και εξουθένωση της τουρκικής απειλής; Η αλλαγή πλανητάρχη δεν σημαίνει και δραματική αλλαγή της πολιτικής στοχοθεσίας των ΗΠΑ έναντι της Αθήνας και της Λευκωσίας.

Δεν έχει τόση σημασία ποιος θα είναι ο νέος Πρόεδρος. Μία είναι η πολιτική της Ουάσιγκτον: Πρώτα τα αμερικανικά συμφέροντα, στην πλάστιγγα των οποίων η βαρύτητα της Τουρκίας είναι μεγαλύτερη από εκείνην της Ελλάδος και της Κύπρου. Ο πρώην πρέσβης της Ελλάδος στην Κύπρο, Χρήστος Ζαχαράκις, κάποτε εκμυστηρεύθηκε τι του είπε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο τότε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Λόρενς Ιγκλμπέργκερ:

«Μη μας βάζετε στη θέση να διαλέξουμε μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Εάν όμως θέσετε θέμα να διαλέξουμε, σας λέω ότι 90 φορές στις 100 θα διαλέξουμε υπέρ της Τουρκίας, διότι αυτό είναι το γενικότερο, επιβαλλόμενο συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών». Ό,τι ακριβώς είπε και ο Κλαρκ Κλίφορντ, προσωπικός απεσταλμένος του Προέδρου Κάρτερ, στον μ. Ανδρέα Χριστοφίδη, που τον ρώτησε γιατί παραπλάνησε, δήθεν, τον Μακάριο, το 1977.

Ο Τραμπ-ισμός έχει λαβώσει βαθιά τις ΗΠΑ και αμαυρώσει την εικόνα της διεθνώς. Η πόλωση έχει διχάσει την κοινωνία. Η σημερινή αβεβαιότητα στη χώρα και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2021 (εγκαθίδρυση του νέου Προέδρου), είναι μια πάρα πολύ κρίσιμη περίοδος και για τον Ελληνισμό. Είναι ευκαιρία για τον Τούρκο γκρίζο λύκο να την εκμεταλλευτεί ξανά εναντίον της Ελλάδος και της Κύπρου. Αθήνα και Λευκωσία να προετοιμάζονται.