Διεθνή

Το «θέαμα» μιας λαβωμένης εκλογικής διαδικασίας

Παρά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, η κάλπη έδειξε ότι το συντηρητικό και λαϊκίστικο κίνημα των αγροτικών «οχυρών» στις ΗΠΑ δεν ήταν ένα τυχαίο και παροδικό φαινόμενο των εκλογών του 2016, αλλά ίσως εξελίχθηκε σε μία παγιωμένη ομάδα

Η προεκλογική εκστρατεία δεν προοιωνιζόταν ότι η εκλογική αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου θα ήταν μια «κανονική» διαδικασία. Τα 24ωρα που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν πανηγυρικά αυτήν την εκτίμηση. Οι δύο υποψήφιοι, γνωρίζοντας καλά ο ένας τις προθέσεις του άλλου, μέσα σε ελάχιστες ώρες κατάφεραν να μετατρέψουν την ήδη καταρρακωμένη εκλογική αναμέτρηση σε έναν πόλεμο αλληλοκατηγοριών, με φόντο την καλπονοθεία και τις επιστολικές ψήφους. Την ίδια ώρα τα πρώτα αποτελέσματα ξύπνησαν τις μνήμες του 2016, με τις δημοσκοπήσεις να δέχονται άλλο ένα πλήγμα στην αξιοπιστία και εγκυρότητά τους. Ενώ οι δημοσκοπήσεις αυτές μας προετοίμασαν για έναν «περίπατο» του Μπάιντεν στις κάλπες, εντούτοις αποδείχθηκε ότι ο Τραμπ «είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει». Μια πιο προσεκτική ανάλυση της στρατηγικής του όμως δείχνει ότι οι «αντιστάσεις» του δεν είναι καθόλου τυχαίο γεγονός, ενώ άμεσα συνυφασμένη είναι και η εμμονή του αντιπάλου του με τη διαχείριση του κορωνοϊού.

Τι πήγε (ξανά) στραβά με τις δημοσκοπήσεις

Τα αποτελέσματα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου αποτέλεσαν ακόμα ένα βαρύ πλήγμα για τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, αφού από νωρίς έγινε ξεκάθαρο ότι δεν κατάφεραν να μετρήσουν σωστά τις προθέσεις των ψηφοφόρων. Όπως και στις προεδρικές εκλογές του 2016, τόσο οι εθνικές όσο και οι πολιτειακές δημοσκοπήσεις προέβλεπαν άνετη νίκη των Δημοκρατικών και όχι μια μαραθώνια και αβέβαιη μάχη των δύο υποψηφίων. Μετά την τεράστια απόκλιση από τα εξωφρενικά ποσοστά που έδιναν στον Μπάιντεν -κάποιες δημοσκοπήσεις τού έδιναν μέχρι και 10% προβάδισμα σε εθνικό επίπεδο- οι δημοσκόποι παραδέχονται ότι υπάρχει αναγκαιότητα να αλλάξουν οι μέθοδοι συλλογής των δεδομένων. Μια θεωρία για το τι πήγε λάθος είναι ότι η «καινοτόμος» προσπάθεια να πάρουν δείγματα από ψηφοφόρους αγροτικών περιοχών και χωρίς πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ομάδες που υποστήριξαν τον Τραμπ, ήταν μεν βοηθητικό αλλά δεν ήταν αρκετό. Αναλυτές θεωρούν ότι η δυσπιστία για τους θεσμούς είναι πιο εκτεταμένη απ’ όσο εκτιμούν σε ομάδες ψηφοφόρων με αποτέλεσμα συντηρητικοί ψηφοφόροι, οι οποίοι βρίσκονται σε αστικές περιοχές και κατέχουν πανεπιστημιακή μόρφωση, να αποφεύγουν να συμμετέχουν στις δημοσκοπήσεις σε δυσανάλογους αριθμούς. Έτσι, ακόμα και αν προσθέσουν μεγαλύτερους αριθμούς από κάθε δημογραφική ομάδα, το πρόβλημα δεν θα επιλυθεί. Επίσης, υπάρχει η άποψη ότι ο Τραμπ κατάφερε να κερδίσει πολιτείες-«κλειδιά», ρίχνοντας βάρος σε άλλες εκλογικές ομάδες, γεγονός που οι δημοσκοπήσεις ανέφεραν μεν αλλά δεν αντικατοπτρίστηκε στα αποτελέσματά τους. Στη συζήτηση κάποιοι δημοσκόποι εντάσσουν και το «απρόβλεπτο» στοιχείο των ψηφοφόρων που αποφασίζουν τελευταία στιγμή, υποστηρίζοντας ότι το 2016 μια ασυνήθιστα μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων -ίσως και 13% σε πολιτείες «κλειδιά»- είχαν επιλέξει ποιον θα ψηφίσουν τις τελευταίες ημέρες. Έτσι δεν θα μπορούσαν να συμβάλουν στις δημοσκοπήσεις. Εντούτοις, μεγάλη έρευνα του AP Vote Cast για τις φετινές εκλογές έδειξε ότι μόλις το 5% των ψηφοφόρων αποφάσισαν την τελευταία στιγμή και από αυτούς οι περισσότεροι επέλεξαν τον Τραμπ.

«Πολύ σκληρός για να πεθάνει» ο Τραμπ

Παρά τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων, η κάλπη έδειξε ότι το συντηρητικό και λαϊκιστικό κίνημα των αγροτικών «οχυρών» στις ΗΠΑ δεν ήταν ένα τυχαίο και παροδικό φαινόμενο των εκλογών του 2016, αλλά ίσως εξελίχθηκε σε μια παγιωμένη ομάδα. Έτσι, ο Τραμπ, μέσα από μια στοχευμένη και καλά θεμελιωμένη στρατηγική, χρησιμοποίησε αυτήν τη βάση για να εκτοξεύσει τις αποδόσεις των Ρεπουμπλικάνων στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση. Σύμφωνα με αναλυτές, αυτήν την άποψη επιβεβαιώνουν οι καθοριστικές νίκες του στο Οχάιο, την Αϊόβα, τη Φλόριντα και το Τέξας. Οι Δημοκρατικοί, παρά τις νίκες, δεν ήταν ικανοί να κερδίσουν ή να διατηρήσουν θέσεις-«κλειδιά» στις περιοχές «οχυρά» των Ρεπουμπλικάνων, παρά τα τεράστια ποσά που δαπάνησαν στις εκστρατείες γι’ αυτές τις περιοχές. Ενδεικτικό είναι ότι ο Τραμπ σε συγκεκριμένες αγροτικές περιοχές αύξησε τα ποσοστά του σε σχέση με το 2016. Ειδικοί θεωρούν ότι οι Δημοκρατικοί έχασαν αυτές τις περιοχές όχι μόνο λόγω των θέσεών τους, αλλά λόγω κουλτούρας, με τους Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους να βάζουν πιο ψηλά το ζήτημα της κουλτούρας από τους πολιτικούς λόγους και τα κοινωνικά θέματα. Σύμβουλος των Ρεπουμπλικάνων αποδίδει αυτήν την επιτυχία στη θεμελιώδη αλλαγή εντός του κόμματος με τη στροφή προς την εργατική τάξη, κυρίως των λευκών, και την αποστασιοποίηση από τις ελίτ των μεγάλων αστικών κέντρων. Αντίστοιχα, οι Δημοκρατικοί παραδέχονται ότι η απήχησή τους σε αυτές τις ομάδες ολοένα και συρρικνώνεται. Το ζήτημα που εξετάζουν οι αναλυτές όμως είναι κατά πόσον αυτή η ομάδα συνιστά μια σταθερή μορφή συντηρητικού λαϊκισμού ή κάτι μοναδικό που θα εκλείψει όταν αποχωρήσει ο Τραμπ. Όπως επισημαίνουν, οι υποστηρικτές του Τραμπ νιώθουν μια βαθιά προσωπική σύνδεση με την αντισυμβατική πολιτική του προσέγγιση, ενώ ο ίδιος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας επιδίωκε συγκεντρώσεις και σε μικρότερες πόλεις. Έρευνα του AP Vote Cast δείχνει ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ και του Μπάιντεν προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους. Συγκεκριμένα, οι υποστηρικτές του Τραμπ σε ποσοστό 86% είναι λευκοί, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον Μπάιντεν είναι 62%. Επίσης, μόλις το 25% των ψηφοφόρων του Μπάιντεν προέρχεται από μικρές ή αγροτικές πόλεις.

Το αποτυχημένο δημοψήφισμα του Μπάιντεν

Ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία ο Τζο Μπάιντεν είχε δώσει ξεκάθαρα στίγματα για την επικοινωνιακή στρατηγική που θα ακολουθούσε όσον αφορά τα ζητήματα της διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού. Από νωρίς επιχείρησε να κτίσει το προφίλ του «αντι-Τραμπ» και θεώρησε ότι οι εκλογές θα μετατρέπονταν σε ένα δημοψήφισμα για το εάν εγκρίνουν οι ψηφοφόροι τους χειρισμούς του Τραμπ. Ο Μπάιντεν έβαλε σε κεντρική θέση το θέμα της πανδημίας στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις, δίνοντας το μήνυμα ότι «το πρώτο βήμα για να νικήσουμε τον κορωνοϊό είναι να νικήσουμε τον Τραμπ». Από την άλλη ο Τραμπ υποσχόταν ανελλιπώς στο ακροατήριό του ότι η χώρα βρισκόταν λίγο πριν από το τέλος αυτής της περιπέτειας, ακόμα και όταν τα επιδημιολογικά δεδομένα δεν συμφωνούσαν με αυτήν την τοποθέτηση. Σε κάποιες αμφίρροπες πολιτείες (swing states), στις οποίες ο Τραμπ πήρε την πλειοψηφία το 2016, έχει παρατηρηθεί ότι η πανδημία επηρέασε του ψηφοφόρους. Ειδικότερα, σε πολιτείες όπου καταγράφηκε αύξηση των κρουσμάτων, υπάρχουν στοιχεία, κυρίως από δημοσκοπήσεις, που δείχνουν ότι η στάση του Μπάιντεν για το ζήτημα μπορεί να τον βοήθησε. Εντούτοις, ειδικοί εκτιμούν ότι ο αριθμός των πολιτειών για τις οποίες καθοριστικό παράγοντα επιλογής υποψηφίου αποτέλεσε η πανδημία ήταν πολύ μικρός. Σε άλλες πολιτείες που αυξάνονται τα κρούσματα, ο Τραμπ κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του. Μια πιθανή εξήγηση για τις νίκες του Τραμπ σε περιοχές με πολλές μολύνσεις από Covid-19 είναι ο μικρός αριθμός ψηφοφόρων που έχουν τον κορωνοϊό ψηλά στις προτεραιότητές τους. Σύμφωνα με έρευνα της Edison, ποσοστό 34% είχαν ως άμεση προτεραιότητα την οικονομία, ενώ μόλις το 18% έθεταν ψηλά στη λίστα τους τον κορωνοϊό. Εάν μιλήσουμε για ψηφοφόρους του Τραμπ, το ποσοστό αυτό συρρικνώνεται στο 5%, ενώ μόλις το 10% από αυτούς θεωρούσαν ότι η πανδημία επιδεινώνεται στις ΗΠΑ.

Το «θέαμα» μιας λαβωμένης δημοκρατικής διαδικασίας

Για όσους παρακολούθησαν στενά τη διαδικασία, όσο αβέβαιο ήταν το αποτέλεσμα, άλλο τόσο σίγουρο ήταν το τι θα ακολουθούσε ενόσω η καταμέτρηση των ψήφων βρισκόταν σε εξέλιξη. Μέρες πριν από την 3η Νοεμβρίου υπήρχε διάχυτη η ανησυχία στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών ότι ο Τραμπ θα έβγαινε από νωρίς και χωρίς να υπάρχει αποτέλεσμα να δηλώσει νικητής. Λίγες ώρες όμως μετά την έναρξη της καταμέτρησης και ενώ η εκλογική διαδικασία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη στη δυτική ακτή της χώρας, καταγράφηκε κινητικότητα στην τόσο προσφιλή αρένα του Twitter, η οποία προοιωνιζόταν το δράμα που θα ακολουθούσε. Έτσι ο Μπάιντεν, έχοντας οσμιστεί τις προθέσεις του πλανητάρχη να αυτοανακηρυχθεί νικητής, έσπευσε να δηλώσει αυτός πρώτος νικητής. Από το Ουίλμινγκτον δήλωσε ότι «είμαστε σε καλό δρόμο για να κερδίσουμε αυτές τις εκλογές», προκαλώντας το μένος του αντιπάλου του, ο οποίος δεν δίστασε όχι μόνο να δηλώσει και ο ίδιος νικητής, αλλά και να βγάλει από τη φαρέτρα του «όπλο» που τόσο καιρό προετοίμαζε. «Είμαστε μπροστά με μεγάλη διαφορά, αλλά προσπαθούν να ΚΛΕΨΟΥΝ τις εκλογές», έγραψε στο Twitter, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο το πέρασμα των εκλογών από τις κάλπες στα δικαστήρια. Το «επιχείρημά» του για «εξαφανίσεις πολιτειών με μαγικό τρόπο» ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των Δημοκρατικών, οι οποίοι έσπευσαν να θέσουν ως προτεραιότητά τους τη διασφάλιση της καταμέτρησης όλων των (επιστολικών) ψήφων. Από το πρώτο ντιμπέιτ οι αναλυτές διέβλεπαν ότι ο Τραμπ θα κατέφευγε τελικά στο επιχείρημα της «καλπονοθείας» και προειδοποίησαν ότι η στάση αυτή θα αποτελούσε πλήγμα για τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα της αμφιβολίας και υπάρχουν τα αρμόδια όργανα για να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν αυτές τις καταγγελίες. Ενώ τα κράτη ανά την υφήλιο τηρούν σιγήν ιχθύος για τα παρατράγουδα της κάλπης, χώρες όπως το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα δεν τα άφησαν ασχολίαστα. Τα κινεζικά κρατικά ΜΜΕ έκαναν λόγο για «διχαστικές, έντονες και χαώδεις εκλογές», στη Ρωσία έγινε λόγος για «τρέλα», ενώ ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης του Ιράν, ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ σχολίασε ειρωνικά στο Twitter «το θέαμα» των αμερικανικών εκλογών, χλευάζοντας τη δημοκρατία της χώρας.