Διεθνή

Brexit: Τα παιχνίδια ΕΕ – Βρετανίας λίγο πριν από την εκπνοή ενός ακόμα τελεσιγράφου

Η προσκόλληση τόσο της ΕΕ, όσο και της Βρετανίας στις βασικές τους αρχές, τις βάζει σ' έναν μονόδρομο προς το σενάριο που και οι δύο απεύχονται και, εάν δεν αλλάξει κάτι, αναμένεται ότι θα υπάρξουν κρίσιμες συνέπειες στο άμεσο μέλλον

Δεν «άγγιξε» το δείπνο που του πρόσφερε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, επιβεβαιώνοντας γι’ ακόμα μια φορά τη διάσταση απόψεων που χωρίζουν τις δύο πλευρές ως προς τους όρους για τη σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας. Λίγες ημέρες μόνο πριν από την ημερομηνία λήξης της μεταβατικής περιόδου, Βρυξέλλες και Λονδίνο κρατούν γερά τις αξιώσεις τους, εμμένοντας στην τακτική του περιβόητου Chicken game (παίγνιο της δειλίας). Με τη νέα ημερομηνία-«κλειδί» να πλησιάζει επικίνδυνα, οι δύο πλευρές μπήκαν γι’ ακόμα μια φορά στην αρένα, προσπαθώντας να γεφυρώσουν τις διαφορές σε τρεις κρίσιμους τομείς, οι οποίοι καταδεικνύουν και τους λόγους που παρατηρείται αυτό το αδιέξοδο. Την ίδια ώρα ο μπαμπούλας ενός no deal στοιχειώνει τις αγορές, οι οποίες σε περίπτωση μη συμφωνίας θα πληρώσουν ακριβό τίμημα.

Το δείπνο-φιάσκο στις Βρυξέλλες

Το αρνητικό αποτέλεσμα της «αποστολή διάσωσης» του Τζόνσον στις Βρυξέλλες για απεμπλοκή των διαπραγματεύσεων για την εμπορική συμφωνία που θα διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά την 1η Ιανουαρίου επιβεβαίωσε σε ανώτατο πλέον επίπεδο το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ακόμα και αν αποφασίστηκε οι διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν μέχρι την Κυριακή, διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι «τα σημαντικά εμπόδια παραμένουν και δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον οι διαφορές αυτές θα μπορέσουν να γεφυρωθούν». Η διάσταση στις απόψεις έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη με τη δημοσιοποίηση διαφορετικών δηλώσεων από την κάθε πλευρά και όχι μίας κοινής, στις οποίες γίνεται η παραδοχή ότι οι δύο πλευρές είναι ακόμη «μακριά».

Αναλυτές αναφέρουν ότι ακόμα και εάν πρακτικά δεν υπήρχε δυνατότητα να φτάσουν σε συμφωνία κατά το δείπνο, αναμενόταν τουλάχιστον οι δύο ηγέτες να βρουν κάποια σημεία συμβιβασμού. Αν και κανείς δεν αποκλείει να είχαν βρει, το κλίμα που διαμορφώθηκε δεν συνηγορεί με κανένα τρόπο ότι υπήρξε κάποια ταύτιση απόψεων. Στις Βρυξέλλες, πάντως, φαίνεται να προσανατολίζονται προς το σενάριο του no deal, παρά το χρονοδιάγραμμα που δόθηκε μέχρι την Κυριακή, με την Κομισιόν να προτείνει τέσσερα μέτρα έκτακτης ανάγκης για τον περιορισμό ορισμένων από τις σημαντικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν σε περίπτωση που δεν φτάσουν σε συμφωνία.

Ακόμα και το μενού του δείπνου συνοδευόταν από ένα είδους προκλητικού χιούμορ από την οικοδέσποινα, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Με φόντο τη διαμάχη για το δικαίωμα της αλιείας, η Πρόεδρος της Επιτροπής σέρβιρε στον Βρετανό Πρωθυπουργό χτένια για ορεκτικό και καλκάνι για κυρίως πιάτο, ενώ η επιλογή της αυστραλιανής πάβλοβας, ως επιδόρπιο, άφηνε αιχμές για τη μη κατάληξη σε ολοκληρωμένη συμφωνία, όπως συνέβη με την Αυστραλία.

Τα σημεία διαφωνίας

Τρία παραμένουν τα βασικά σημεία διαφοράς ανάμεσα στις δύο πλευρές, με τον μικρό τους αριθμούς να μην είναι ανάλογος της κρισιμότητας που τα χαρακτηρίζει. Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, κομβικό ζήτημα για απεμπλοκή των διαπραγματεύσεων είναι η αλιεία στο στενό της Μάγχης. Για το ζήτημα αυτό πρέπει να καθοριστούν ρυθμίσεις όπως η πρόσβαση των Ευρωπαίων ψαράδων στον βρετανικό θαλάσσιο χώρο, η διάρκεια των μεταβατικών διαστημάτων και η διαμόρφωση των ποσοστώσεων για ορισμένα είδη ψαριών. Για το συγκεκριμένο θέμα είχε τοποθετηθεί ουκ ολίγες φορές ο Τζόνσον, ο οποίος κατηγορεί την ΕΕ ότι επιδιώκει «το Ηνωμένο Βασίλειο να γίνει η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν θα έχει κυριαρχικό έλεγχο στα αλιευτικά της ύδατα».

Κρίσιμη θεωρείται η διαφωνία όσον αφορά τον έλεγχο της τήρησης της συμφωνίας. Η «υποψιασμένη» πια ΕΕ, παρά την άρνηση της Βρετανίας, επιδιώκει να διατηρήσει στο οπλοστάσιό της σημαντικά εργαλεία στην περίπτωση που οι Βρετανοί παραβιάσουν τους όρους της εμπορικής συμφωνίας. Ανάμεσα στα εργαλεία είναι η άμεση επιβολή δασμών κι άλλων νομικών κυρώσεων. Πάντως, το Λονδίνο φαίνεται να έδειξε σημάδια καλής θέλησης, με την απόσυρση των νομοθετημάτων της εσωτερικής αγοράς και της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων στη Βόρεια Ιρλανδία, τα οποία απειλούσαν να ακυρώσουν τμήματα της συμφωνίας εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ. Ακόμα όμως και μετά την «υποχώρηση» αυτή, οι Βρυξέλλες συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται τη Βρετανία, θεωρώντας ότι «όποιος είναι έτοιμος μια φορά να παραβιάσει μια συμφωνία, θα μπορούσε να το κάνει και μια δεύτερη φορά». Αυτό εξηγεί και την εμμονή στις συμφωνίες με ρήτρες και τα ένδικα μέσα.

Τρίτο «αγκάθι» αποτελεί ο δίκαιος ανταγωνισμός (level playing field) για τις επιχειρήσεις, δηλαδή οι κανόνες που διέπουν τις βρετανικές εταιρείες σε σχέση με τις αντίστοιχες στην ΕΕ. Η άρνηση του Λονδίνου εντοπίζεται στη φιλοσοφία ότι το Brexit έγινε για να ανακτήσει το κράτος την κυριαρχία που του στερούσαν οι κανονισμοί της ΕΕ. Η Βρετανία επιδιώκει την πλήρη ελευθερία κινήσεων για να θέτει δικούς της κανόνες. Σύμφωνα όμως με ειδικούς, οι σύγχρονες εμπορικές συμφωνίες χαρακτηρίζονται από κανόνες, οι οποίοι εκ των πραγμάτων οδηγούν σε περιορισμούς στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Η προβληματική πίσω από ένα no deal

Η επόμενη ημέρα του δείπνου, το οποίο χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «φιάσκο», βρίσκει τη Βρετανία ένα βήμα πιο κοντά στο σενάριο του άτακτου τερματισμού της μεταβατικής περιόδου. Αναλυτές θεωρούν όμως ότι ίσως αυτή η πορεία θα μπορούσε να αλλάξει εάν τα δύο μέρη «αποφασίσουν» ότι οι πιθανές συνέπειες από ένα no deal είναι απαγορευτικές και για τους δύο.

Από την άλλη, η «αποτυχία» του δείπνου να φέρει τις δύο πλευρές πιο κοντά είχε ως παράπλευρο αποτέλεσμα την επαναφορά στις πραγματικότητες των πολύμηνων αυτών διαπραγματεύσεων. Η προσκόλληση τόσο της ΕΕ όσο και της Βρετανίας στις βασικές τους αρχές, τις βάζει σε έναν μονόδρομο προς το σενάριο που και οι δύο απεύχονται και εάν δεν αλλάξει κάτι, αναμένεται ότι θα υπάρξουν κρίσιμες συνέπειες στο άμεσο μέλλον.

Ειδικοί θεωρούν ότι το «πολιτικό ατύχημα» ενός no deal θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα λόγω των «εμμονών» και των δύο πλευρών. Από τη μια το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να έχει την απόλυτη ελευθερία να κάνει πράγματα που ίσως ποτέ δεν θα έκανε, ενώ η ΕΕ επιδιώκει να προστατεύσει τον εαυτό της από συνέπειες που ποτέ δεν θα είχε να αντιμετωπίσει.

Ο οικονομικός αντίκτυπος

Ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ο οικονομικός αντίκτυπος στην περίπτωση που Βρετανία και ΕΕ δεν φτάσουν τελικά σε εμπορική συμφωνία. Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, την πρώτη γεύση αυτής της αποτυχίας θα δοκιμάσει η στερλίνα, η οποία αναμένεται ότι θα δεχθεί ισχυρό πλήγμα.

Ανάμεσα στα «θύματα» του no deal θα είναι και το εμπόριο, με τη Βρετανία να χάνει την πρόσβαση μηδενικών δασμών και ποσοστώσεων στην ευρωπαϊκή ενιαία αγορά των 450 εκατ. καταναλωτών εν μιά νυκτί, ενώ η χώρα θα πραγματοποιεί τις συναλλαγές της με την ΕΕ με βάσει τους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Από αυτήν την εξέλιξη αναμένεται ότι θα δημιουργηθούν προβλήματα στην αγορά, με αύξηση των τιμών για τους Βρετανούς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Ειδικοί αναμένουν επίσης προβλήματα στα σύνορα, ιδιαίτερα στα κύρια περάσματα. Δεν αποκλείουν επίσης να υπάρξουν ελλείψεις σε ορισμένα τρόφιμα στη Βρετανία, καθώς η χώρα εισάγει το 60% των νωπών τροφίμων, ενώ προβλήματα πιθανόν να υπάρξουν στις βρετανικές εξαγωγές αρνιών στην ΕΕ. Πάντως, ακόμα και στην περίπτωση συμφωνίας, υπάρχει το ενδεχόμενο χιλιάδες φορτηγά που θα προορίζονται για τις ευρωπαϊκές χώρες να μείνουν σταθμευμένα στη νότια αγγλική κομητεία του Κεντ, με καθυστερήσεις έως και δύο ημερών.

Μακροπρόθεσμα όμως ο οικονομικός αντίκτυπος θα είναι μεγάλος τόσο για τη Βρετανία όσο και για τα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Η μη επίτευξη συμφωνίας θα αφαιρέσει επιπλέον 2% από το βρετανικό ΑΕΠ το 2021, ενώ θα οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού, της ανεργίας και του δημόσιου δανεισμού, σύμφωνα με τις προβλέψεις του βρετανικού Γραφείου Ευθύνης Προϋπολογισμού (OBR).

Σύμφωνα με οικονομική μελέτη της ασφαλιστικής εταιρείας Allianz, το no deal μπορεί να κοστίσει στην ΕΕ έως και 33 δισεκ. ευρώ σε ετήσιες εξαγωγές, με τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία να υφίστανται το μεγαλύτερο πλήγμα. Οι χώρες που μπορεί να πληγούν περισσότερο είναι οι Ιρλανδία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Πολωνία, Τσεχία, Κύπρος, Μάλτα και Ουγγαρία.