Η απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο

Ήταν Δεκέμβριος του 1967. Η χούντα ενταφίασε οριστικώς και αμετακλήτως τον πόθο της ΕΝΩΣΗΣ!

Από τα μέσα του 1964, έπνεε ένας άλλος ούριος άνεμος στην Κύπρο. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες η στρατιωτική παρουσία της Ελλάδας στην Κύπρο είναι καταλυτική. Είναι μια περίοδος κατά την οποία, παρά τις τεράστιες αντιξοότητες και τις σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ Αθηνών - Λευκωσίας, υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια για την αντιμετώπιση των τουρκικών απειλών.

Την άνοιξη του 1964, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ενισχύει την άμυνα της Μεγαλονήσου με μια πλήρως εξοπλισμένη Μεραρχία. Με την ολοκλήρωση της καθόδου της Ελληνικής Μεραρχίας στο νησί δημιουργούνται συνθήκες και προϋποθέσεις πλήρους ασφάλειας για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Παρά ταύτα, μια καινούργια σημαντική εξέλιξη προστίθεται στα έως τώρα δεδομένα, που στην πορεία του χρόνου θα σημαδέψει καταλυτικά τα γεγονότα. Είναι η περίοδος που η Λευκωσία, παρά τις πολλές αντιρρήσεις και τις διαφορετικές απόψεις που εκφράζονται, προχωρεί σε ανάπτυξη πολύ στενών σχέσεων με χώρες του Αραβικού και Ανατολικού Κόσμου και κυρίως με τη Σοβιετική Ένωση. Κάτι που ασφαλώς δεν άρεσε καθόλου στους Αγγλοαμερικανούς.

Η μετέπειτα άνοδος της Χούντας στην εξουσία περιέπλεξε ακόμα περισσότερο την ήδη δύσκολη κατάσταση. Ο ερασιτεχνισμός και η πρώτη «πολιτική ήττα» των συνταγματαρχών στις συνομιλίες του Έβρου δεν ήταν παρά μια μικρή ένδειξη και η αρχή μιας περιόδου που έδειχνε ξεκάθαρα ποια έμελλε να είναι η συνέχεια. Οι διπλωματικές ικανότητες της χούντας δοκιμάσθηκαν στον Έβρο και αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατες. Η δύσκολη αυτή κατάσταση άφησε τον Ελληνισμό μόνο, απομονωμένο και αλληλοσπαρασσόμενο, χωρίς καμιά συμμαχική ή άλλη βοήθεια. Και ήταν, αυτό που η Τουρκία, υπομονετικά και μεθοδευμένα, αξιοποίησε στο έπακρον. Με το σαράκι της εσωτερικής διάσπασης και διχόνοιας να αποδεικνύεται ο καλύτερος σύμμαχός της!

Στόχος της Τουρκίας στο παρόν στάδιο είναι η Ελληνική Μεραρχία. Η ελληνική εκστρατευτική δύναμη έπρεπε να φύγει το συντομότερο από την Κύπρο, αφού έδινε στην Αθήνα εξαιρετική επιρροή και δύναμη. Άγγλοι και Αμερικανοί φαίνεται να μην επιθυμούν την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο, αφού πλέον δεν ευνοούσε τα σχέδιά τους στο Κυπριακό. Και η Λευκωσία δεν φάνηκε να αντιστέκεται σε πιθανή αμυντική αποδυνάμωσή της. Η ασφάλεια της νήσου και το εθνικό συμφέρον δεν ήταν ικανά ν’ αποτρέψουν μία τέτοια καταστρεπτική εξέλιξη, αφού ο μεν Μακάριος πίστευε ότι και χωρίς την ελληνική δύναμη η Μεγαλόνησος δεν κινδύνευε - και αυτό ήταν λάθος του -, οι δε συνταγματάρχες θεωρούσαν μεγαλύτερο εχθρό τους τον Μακάριο και όχι τους Τούρκους. Κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν υπολείπετο παρά το πρόσχημα. Και το πρόσχημα θα δοθεί ή μάλλον θα κατασκευαστεί λίγο αργότερα τον Νοέμβριο του 1967, με τα αιματηρά επεισόδια της Κοφίνου - Αγίου Θεοδώρου.

Η Κοφίνου κατά πολλούς δεν ήταν ένα τυχαίο και ξαφνικό γεγονός, αλλά έκρυβε ένα μεγάλο παρασκήνιο, στο οποίο ήταν αναμεμειγμένοι η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α., ο Βασιλέας, ο Καραμανλής, η Χούντα, ο Μακάριος και άλλοι. Η στρατιωτική νίκη στην Κοφίνου αποδείχθηκε πραγματικά πύρρειος. Η Τουρκία με μήνυμά της προς τον Γενικό Γραμματέας του Ο.Η.Ε., U Thant (Ου Θαντ) ζήτησε άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών και εκκαθάριση της περιοχής από τις στρατιωτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή απείλησε με εισβολή και απηύθυνε ιταμό τελεσίγραφο στη Χούντα με το οποίο ζητούσε: Την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο εντός 45 ημερών, την απομάκρυνση του Γρίβα από την Κύπρο, τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς με παράδοση του οπλισμού της στην ειρηνευτική δύναμη, την αριθμητική μείωση της Αστυνομίας, η οποία να τεθεί κάτω από τη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών και την καταβολή αποζημιώσεων στους Τουρκοκυπρίους της περιοχής των επιχειρήσεων για τις ζημιές που υπέστησαν. Τις προτάσεις αυτές επεξεργάσθηκε ο απεσταλμένος του προέδρου των Η.Π.Α. Cyrous Vance (Σάιρους Βάνς), ο οποίος ανέλαβε την υποβολή του σχεδίου και απαίτησε την άμεση εφαρμογή του.

Το τουρκικό τελεσίγραφο εκτελέσθηκε χωρίς καμιάν απολύτως αντίσταση από τη Χούντα. Τελευταία πράξη του δράματος ήταν η απόσυρση από την Κύπρο, στις 8 Δεκεμβρίου 1967, της Ελληνικής Μεραρχίας και η εκδίωξη για δεύτερη φορά από τη Μεγαλόνησο του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή. Μια λύση που, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, πανηγυρίστηκε από πάρα πολλούς «δικούς μας» υπεράνω κάθε υποψίας!

Η Χούντα, κατατρομαγμένη, ταπεινωμένη και εξευτελισμένη απέσυρε μέσα σε διάστημα 45 ημερών, χωρίς καμιάν απολύτως αντίσταση, και τον τελευταίο στρατιώτη της από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διότι, σύμφωνα με τον Γ. Παπαδόπουλο, η Τουρκία μάς απείλησε με πόλεμο! Αστεία και φθηνή δικαιολογία ασφαλώς για ανθρώπους που έδωσαν όρκο τιμής για υπεράσπιση μέχρι της τελευταίας ρανίδας του αίματός τους την πατρίδα.

Πιο πολύ απ’ όλους, την απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας ήθελε η ίδια η Χούντα των Αθηνών. Το καταγράφει σε βιβλίο του ο ίδιος ο αρχηγός στρατού της Χούντας, Γρηγόρης Μπονάνος, ο οποίος αποκαλεί τους Έλληνες της Κύπρου πυορροούν πρόβλημα: «…Δεν ήταν μόνον ο Μακάριος που ήθελε να φύγουν οι Έλληνες αξιωματικοί από την Κύπρον. Ήθελα κι εγώ! Έχω ήδη αναφέρει ότι επίστευα πως κάποιαν στιγμήν η Ελλάς έπρεπε να απεμπλακή από το πυορρούν αυτό πρόβλημα…». Από κάτι τέτοιους τύπους είναι που περίμενε η Κύπρος έμπρακτη στήριξη εκείνα τα δίσεκτα χρόνια. Αυτοί οι πανάθλιοι τύποι είναι που μιλούσαν για την Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα και στην πράξη έκαναν τα πάντα για να την ενταφιάσουν οριστικώς και αμετακλήτως.

* Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, από το Μονάγρι Λεμεσού