Δημοσκόπηση ΣΙΓΜΑ: Συμπεράσματα
Το βράδυ της Τρίτης (16/12/2020) παρουσιάσθηκε και συζητήθηκε στο ΣΙΓΜΑ δημοσκόπηση 1000 ατόμων της εταιρείας I M R με θέμα το Κυπριακό. Εύλογα και εύστοχα τα ερωτήματα, λογικές οι απαντήσεις των ερωτηθέντων. Ένας συνδυασμός ρεαλισμού από τη μια και επιλογής και προτίμησης από την άλλη στη βάση του δίκαιου και ορθού.
Ο ρεαλισμός βρίσκεται, για παράδειγμα, στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος, για το πόσο κοντά είμαστε στην επίτευξη λύσης στη βάση των αποφάσεων ΟΗΕ και συμφωνιών κορυφής, όπου το 92% απαντά ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά. Φυσιολογική απάντηση όταν ακούς την Τουρκία και τον νέο ηγέτη των Τ/κ Τατάρ, να απορρίπτουν την Ομοσπονδία και να προκρίνουν ανοικτά τα δύο κράτη ή τη συνομοσπονδία. Και ακόμα πιο απογοητευτικό όταν την ίδια στιγμή η διεθνής κοινότητα προσποιείται ότι δεν άκουσε τίποτα.
Στο ερώτημα κατά πόσον, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες (παραβιάσεις κυπριακής ΑΟΖ – Αμμόχωστος), θα πρέπει να συμμετάσχει η Κύπρος στην άτυπη πενταμερή, το 48% απαντoύν ναι και το 52% όχι. Μοιρασμένες οι απαντήσεις ή και διχασμένες θα ισχυριζόταν κάποιος, έως και αντιφατικές. Κι όμως, κατ’ εμένα ισοζυγισμένες. Αντανακλούν, από τη μια, τη σκληρή πραγματικότητα όπως τη διαμορφώνει η τουρκική αδιαλλαξία και, από την άλλην, η ανάγκη. Η ανάγκη να επαναρχίσουν οι προσπάθειες για λύση. Στους μισούς (48%) νικά η ανάγκη και απαντούν να πάει, και στους άλλους μισούς (52%) βαραίνει στην πλάστιγγα η σκληρή αλήθεια, ότι με δεδομένες τις τουρκικές θέσεις η προοπτική είναι πολύ απαισιόδοξη έως επίφοβη για το πού μπορεί να μας οδηγήσει ενδεχόμενο ναυάγιό της. Οι απαντήσεις των πολιτών στο επόμενο ερώτημα επιβεβαιώνουν πλήρως τα προαναφερθέντα. Στο ερώτημα κατά πόσον ο Πρόεδρος Αναστασιάδης πρέπει να αρνηθεί ή όχι την πρόσκληση στην άτυπη πενταμερή το 50% απαντά ΝΑΙ και το άλλο 50% απαντά ΟΧΙ. Άλλωστε, το κλίμα, όπως έχω προαναφέρει, καθορίζεται από την τουρκική στάση περί λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας. Τοποθέτηση, η οποία είναι συνεπής με την ασυνέπεια της Άγκυρας. Και ασυνέπεια, θεωρώ ότι ουδέποτε η Τουρκία στόχευε μια λύση αρχών στην Κύπρο, έστω και με τη μορφή μιας λειτουργικής και βιώσιμης ΔΔΟ. Στόχευε πάντα τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Στόχο που υπηρέτησε και υπηρετεί με ενδιάμεσα βήματα. Συνεπής και με τη θέση που διατύπωσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ μετά το Κραν Μοντανά για λύση εκτός των παραμέτρων του ΟΗΕ.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο, ορθά οι πολίτες απαντούν στο ερώτημα, αν με τις θέσεις Τουρκίας - Τατάρ αλλάζει η προσέγγιση λύσης του Κυπριακού, καταφατικά. Το 62% θεωρούν ότι αλλάζει. Ορθή απάντηση. Η οποία αντανακλά την πραγματικότητα και συνακόλουθα την ανάγκη πλήρους κινητοποίησης Λευκωσίας και Αθηνών προς αποτροπή μιας τέτοιας εξέλιξης, δεδομένης και της αδιάφορης έως απαράδεκτης στάσης του διεθνούς παράγοντα. Και όταν λέμε διεθνής παράγοντας, στην περίπτωση της Κύπρου εννοούμε ΟΗΕ (δηλαδή τα 5 μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας), Ευρωπαϊκή Ένωση (βασικά δηλαδή Γερμανία, Γαλλία), το ΝΑΤΟ και ορισμένες χώρες με ιδιαίτερη θέση και ρόλο, όπως π.χ. το Ισραήλ.
Οι επόμενες ερωτήσεις αφορούν τρία ζητήματα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους και συνιστούν τα δύο, την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού. Το ερώτημα κατά πόσον πρέπει η ε/κ πλευρά να επανέλθει στις συνομιλίες διαπραγματευόμενη από το σημείο στο οποίο διακόπηκαν στο Κραν Μοντανά, είναι ουσιαστικό και διαδικαστικό θέμα για το πώς συνεχίζονται οι συνομιλίες. Αν θα είναι δηλαδή π.χ. απ’ ευθείας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, ή παράλληλες διμερείς από πλευράς ΟΗΕ (ίδε Λουτ) ή πενταμερής. Εδώ ήδη ο Γ.Γ. του ΟΗΕ αποφάσισε πενταμερή, όπως στο Κραν Μοντανά. Ουσιαστικό όμως θέμα, γιατί ο Γ.Γ. του ΟΗΕ το συνδυάζει με την αποδοχή του πλαισίου του, οπόταν υπάρχουν και θέματα ουσίας. Και, φυσικά, ο κ. Γκουτέρες εκεί στο τραπέζι των συνομιλιών οφείλει να απορρίψει τις θέσεις περί δύο κρατών και συνομοσπονδίας, γιατί αντίκεινται στο δικό του πλαίσιο, αλλά πολύ περισσότερο στις αποφάσεις του ΟΗΕ περί Κύπρου, στις συμφωνίες Κορυφής και το διεθνές δίκαιο. Νέες ιδέες μπορούν να εισαχθούν, όπως το έχει κάνει ήδη αποδεκτό ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, μόνον εντός παραμέτρων του ΟΗΕ και όχι εκτός ή ανατρέποντας τις αποφάσεις του. Στην ερώτηση λοιπόν περί συνέχισης των συνομιλιών από το σημείο διακοπής τους, το 60% απαντούν θετικά και το 40% αρνητικά. Και στην ερώτηση, ποια μορφή λύσης προκρίνεται, το 37% υποστηρίζουν Ενιαίο Κράτος, το 33% ΔΔΟ, το 12% λύση δύο Κρατών, το 8% Συνομοσπονδία, το 7% διατήρηση στάτους κβο και το 3% άλλα.
Το πρώτο συμπέρασμα εδώ είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία 70% [Ενιαίο + ΔΔΟ] υποστηρίζει ένα Κράτος και απορρίπτει διχοτομικές λύσεις. Χωρίς όμως να είναι ευκαταφρόνητο το ποσοστό (27%) που στηρίζει διχοτομικές λύσεις. Το δεύτερο, ότι εδώ απαντούν οι πολίτες τι προκρίνουν, τι προτιμούν και όχι τι θεωρούν εφικτό.
Το τρίτο απ’ αφορμή της ερώτησης έχει να κάνει με το περιεχόμενο της δικοινοτικότητας και διζωνικότητας. Και το ζητούμενο είναι να διατηρείται το ενωμένο (όχι Ενιαίο) Κράτος και με την Ομοσπονδία.
Χωρίς να επεκτείνομαι στο θέμα διζωνικότητα και δικοινοτικότητα, να αναφέρω μόνον ενδεικτικά δύο παραδείγματα, τα οποία αφορούν το περιεχόμενό τους. Είναι θεμελιώδους σημασίας, για παράδειγμα, αν η δικοινοτικότητα στο θέμα πολιτική ισότητα, θα εκφράζεται ή όχι με την ανάγκη μιας τ/κ ψήφου σε όλα τα ζητήματα. Και η διζωνικότητα, αν μπορεί να εμπεριέχει ή όχι ένα καντόνιο, π.χ. στην Καρπασία, όπως είχε προταθεί από τον Δημήτρη Χριστόφια. Κατά συνέπειαν, η αποδοχή της ΔΔΟ από μόνη της δεν καθορίζει το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα καθορίζεται από το πώς έμπρακτα θα ερμηνευτούν σ’ ένα σχέδιο οι όροι αυτοί. Πώς δηλαδή θα εφαρμοσθούν στην πράξη, ούτως ώστε να αποδώσουν ένα Κράτος λειτουργικό και βιώσιμο
Οι επόμενες δύο ερωτήσεις αφορούν τον ακρογωνιαίο λίθο της λύσης του Κυπριακού, την παραμονή ή όχι τουρκικών στρατευμάτων και κατάργηση εγγυήσεων με τη λύση του Κυπριακού. Το 83% λένε όχι. Διαχρονικά, σ’ αυτές τις ερωτήσεις εδώ και πολλά χρόνια οι απαντήσεις των πολιτών κυμαίνονται από αυτό το ποσοστό έως το 95%. Συνεπώς, η επίλυση της εσωτερικής πτυχής χωρίς συμφωνία επί των θεμάτων ασφάλειας είναι αναποτελεσματική.