Αναλύσεις

Αλλαγή πλεύσης προς «βιώσιμες» επενδυτικές ευκαιρίες

Το νέο επιχειρηματικό περιβάλλον που δημιούργησαν οι επιπτώσεις της πανδημίας δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο ούτε τον τομέα των επενδύσεων

Οι επιπτώσεις της πανδημίας συνεχίζουν να ταλανίζουν την παγκόσμια οικονομία, ένα χρόνο περίπου μετά την εμφάνιση του κορωνοϊού. Όπως ήταν αναμενόμενο, η μια χώρα μετά την άλλη βλέπουν τον τζίρο των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων να μειώνεται ολοένα και περισσότερο. Παρόλο που η πραγματικότητα της πανδημίας λειτούργησε «ευεργετικά» για κάποιους τομείς της οικονομίας (όπως για παράδειγμα τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εξαγωγή/εισαγωγή/πώληση ειδών πρώτης ανάγκης - ειδικά όσες από αυτές εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα των διαδικτυακών πωλήσεων), η πλειοψηφία των επιχειρήσεων/τομέων έχουν επηρεαστεί αρνητικά.

Το νέο επιχειρηματικό περιβάλλον που δημιούργησαν οι επιπτώσεις της πανδημίας δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο ούτε τον τομέα των επενδύσεων. Οι νέες προκλήσεις - στις οποίες καλούνται οι επιχειρήσεις ανά το παγκόσμιο να ανταποκριθούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν - έχουν καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη την προσπάθεια εξεύρεσης κεφαλαίων, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Οι πιθανοί/ενδιαφερόμενοι επενδυτές προσπαθούν πλέον να επικεντρωθούν πρωτίστως στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους, και ακολούθως στην εξεύρεση «πραγματικών» ευκαιριών για επένδυση.

Η νέα τάξη πραγμάτων αποδεικνύεται ευεργετική για την «άνθηση» ενός καινούριου τύπου επιχειρήσεων, και κατ’ επέκτασιν επενδυτικών ευκαιριών. Αυτός ο νέος τύπος επιχειρήσεων είναι οι «βιώσιμες» επιχειρήσεις/επενδύσεις, οι οποίες στηρίζονται στα κριτήρια περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης (βλέπε Environmental, Social, Corporate Governance – ESG/Sustainable Investing). Οι «βιώσιμες» επενδύσεις χαρακτηρίζονται από μια επενδυτική πειθαρχία, η οποία λαμβάνει υπόψη τα πιο πάνω κριτήρια για τη δημιουργία μακροπρόθεσμων ανταγωνιστικών οικονομικών αποδόσεων, αλλά και θετικών κοινωνικών επιπτώσεων.

Οι διεθνείς κεφαλαιαγορές, προσαρμοσμένες στην εποχή της πανδημίας, επιβραδύνουν την πρόοδο των επενδύσεων. Οι κινήσεις από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές διαφοροποιούνται συνεχώς, καθώς ολοένα και περισσότεροι επενδυτές απομακρύνονται από τους παραδοσιακούς στόχους επένδυσης, οι οποίοι επικεντρώνονταν κυρίως στις οικονομικές αποδόσεις.

Είναι χαρακτηριστικό πως τα επενδυτικά χαρακτηριστικά των επενδυτών της χιλιετίας (Millennials) φαίνεται να ενθαρρύνουν τις «βιώσιμες» επενδύσεις. Το ποσοστό της συγκεκριμένης κατηγορίας επενδυτών παρουσιάζει αυξητική τάση, ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό διαδραματίζει και το γεγονός πως πλέον οι νέοι επενδυτές αποφεύγουν επενδυτικές ευκαιρίες, οι οποίες είναι ενάντια στις δικές τους πεποιθήσεις, ενσωματώνοντας πλέον ολοένα και περισσότερο το στοιχείο της «βιωσιμότητας» στο DNA του δικού τους οργανισμού. Οι διαχειριστές των περιουσιακών τους στοιχείων καλούνται να πράξουν το ίδιο στο αναδυόμενο μοντέλο βιωσιμότητας. Επιπλέον, οι πολιτικές τους σχετικά με τη βιωσιμότητα εξελίσσονται με τέτοιους ρυθμούς, σε σημείο που υποσκέλισαν την παρούσα υποδομή δεδομένων, δεξιοτήτων και τεχνολογίας. Το πρόβλημα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν γενικά συμφωνημένες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το τι συνιστά μια «καλή» ή «κακή» εταιρεία.

Οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές καλούνται να «αναρριχηθούν» σε μια (απότομη) καμπύλη εκμάθησης, λόγω κυρίως της έλλειψης των απαιτούμενων στοιχείων για τις τρεις θεμελιώδεις έννοιες της «βιώσιμης» επένδυσης: σημαντικότητα, σκοπιμότητα, προσθετικότητα. Την ίδια στιγμή, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές επιδιώκουν να αξιολογήσουν τους εξής προβληματισμούς: τη σημαντικότητα των διάφορων παραγόντων βιωσιμότητας για τις οικονομικές επιδόσεις μιας επιχείρησης (έτσι ώστε να γίνεται ορθή διαχείριση των εγγενών κινδύνων που απορρέουν από αυτούς), την πρόθεση της επιχείρησης να αλληλεπιδράσει με την ευρύτερη κοινωνία μέσω των προϊόντων και των υπηρεσιών της, και τον βαθμό που θα μπορεί η επιχείρηση να παράγει κοινωνικά οφέλη, πέραν των οικονομικών οφελών προς τους επενδυτές.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η παρούσα γενιά επενδυτών προς «βιώσιμες» επιχειρήσεις είναι ικανοποιημένη με τις αποδόσεις μέχρι στιγμής. Παρόλα αυτά, η διεθνής αγορά έρχεται αντιμέτωπη με άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα, το κατά πόσον ένα «βιώσιμο» στοιχείο μιας επιχείρησης αποτελεί παράλληλα έναν καινούργιο/επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου.

Η ιστορία στον χώρο των επενδύσεων μάς δίδαξε πως η πραγματική δοκιμασία και αξιολόγηση των κινδύνων της αγοράς, και στην προκειμένη περίπτωση του παράγοντα κινδύνου της βιωσιμότητας, δεν θα πρέπει να κρίνεται από τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν προσελκύσει τέτοιες επιχειρήσεις σε ένα χρονικό σημείο, αλλά από το πόσο ανθεκτικές θα είναι αυτές οι ροές κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Στο εγγύς μέλλον η «βιωσιμότητα» των επιχειρήσεων ενδεχομένως να μεταμορφωθεί σε νέο πρότυπο, καθώς η νέα τάξη πραγμάτων στον τομέα των επενδύσεων παρουσιάζει στροφή προς καινούργιες επενδυτικές ευκαιρίες. Η πρόοδος που παρουσιάζουν μέχρι στιγμής οι «βιώσιμες» επιχειρήσεις επιβεβαιώνει ότι η πορεία προς τη βιωσιμότητα είναι ένα μακρύ ταξίδι βιωματικής εκμάθησης, το οποίο αναμένεται να δοκιμαστεί σε μεγάλο βαθμό τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου, οι εξελίξεις δείχνουν πως οι θεσμικοί παράγοντες ήδη προσαρμόζονται σε αυτήν την αλλαγή πλεύσης.

*Assistant Manager, KPMG Limited