Διαλόγου εθνικές προϋποθέσεις

Σε μια κρίσιμη περίοδο, όπως η τωρινή, όπου οι διεθνείς εξελίξεις δρομολογούν στο πλαίσιο και κατ’ εφαρμογήν διακρατικών συμφερόντων, μια ροή πιέσεων προς την Ελλάδα για να προσέλθει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, προβάλλοντας τον διάλογο αυτόν καθ’ εαυτόν ως μια συνθήκη άκρως απαραίτητη για την υπόθεση της ειρήνης, ενώ οι προϋποθέσεις του διαλόγου τίθενται ενσυνειδήτως σε δεύτερη μοίρα, η Αθήνα βρίσκεται σε μια κατ’ ανάγκην συνθήκη υποχρέωσης να αντιστρέψει το κατά τα ανωτέρω υφιστάμενο πλαίσιο, προσδιορίζοντας έναντι πάντων όρους και προϋποθέσεις ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου, που να συνάδουν προς το ελληνικό εθνικό συμφέρον, ενταφιάζοντας την αντίληψη που καλλιεργείται από τρίτους περί διεξαγωγής διαλόγου ως συνθήκη ούσα μεθόδευση αυτοσκοπού.

Οι σημερινές διεθνείς συνθήκες που επιβάλλουν ή επιτρέπουν διάλογο μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας δεν μπορούν να είναι απαλλαγμένες από τη γένεση των διαδικασιών επίτευξης διαλόγου, που παραπέμπει στο ιστορικό πλαίσιο της Κλασικής Ελλάδας και του περίφημου διαλόγου Αθηναίων – Μηλίων, όπου ο Θουκυδίδης καταγράφει και αναδεικνύει τις προϋποθέσεις της διεξαγωγής διάλογου, οικοδομώντας την αντίληψη πως ο διάλογος ως πλαίσιο, εάν δεν διεξάγεται ως διαδικασία ίσων και ισοδυνάμων τότε οδηγείται τούτος στην επιβολή του ισχυρού επί του ασθενέστερου.

Η Αθήνα, έχοντας ως γνώμονα το ανωτέρω φιλοσοφικοπολιτικό πλαίσιο και αφού παρήλθε μια άκαρπη, άγονη κατά ταύτα μακρά περίοδος, όπου το εγχείρημα μετατροπής των ελληνοτουρκικών προβλημάτων σε ευρωτουρκικών τοιούτων, προσέκρουσε στις πραγματικότητες των εθνικών συμφερόντων κρατών - μελών της Ένωσης, που κατά τα αναμενόμενα υπερίσχυσαν μιας ουτοπικά προσδοκώμενης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης επί θεμάτων που άπτονται εθνικής κυριαρχίας, υποχρεούται να δρομολογήσει διαδικασίες και μεθοδεύσεις, που να στηρίζουν και να υποστηρίζουν το ελληνικό εθνικό συμφέρον κατ’ εφαρμογήν δικαιωμάτων και συνθηκών, που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, έτσι ώστε η χώρα να είναι σε θέση προσερχόμενη σε οποιασδήποτε μορφής διάλογο ή διαπραγμάτευση, να το πράξει από θέση ισχύος, τελούσα εν προκειμένω εν επιγνώσει της θουκυδίδειας θεώρησης περί του δικαίου της ισχύος στη διαδικασία διαπραγμάτευσης ισοδυνάμων.

Η Τουρκία, στην περίοδο των τελευταίων τεσσάρων ετών και δη από το σημείο διακοπής διεξαγωγής ενός «προθαλάμου» ελληνοτουρκικού διαλόγου, εκείνου των κατά ταύτα διερευνητικών επαφών, όχι μόνο δεν κινήθηκε στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας κατά τρόπο που να επιτρέπει την επανέναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας διαλόγου, αλλά φρόντισε να δημιουργήσει τετελεσμένα παραβιάζοντας κατάφωρα, όχι μόνο την κυπριακή ΑΟΖ, την οποία κατέστησε «διάτρητη», άνευ κατά τα επιβαλλόμενα αντιδράσεων της Ελλάδας, ούσης και εγγυήτριας δύναμης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά παραβιάζει

κυριαρχικά δικαιώματα και των Αθηνών, είτε μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο, όντας μεν παράνομο, παραμένει κατά ταύτα εν ισχύ, είτε πραγματοποιώντας έρευνες εντός θαλάσσιας περιοχής που άπτεται κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας.

Εν κατακλείδι και κατά τα ανωτέρω, η Αθήνα δεν έχει καμία υποχρέωση να επείγεται να προσέλθει σε επανέναρξη διαλόγου με την Άγκυρα εν είδει διερευνητικών επαφών υπακούουσα στις παροτρύνσεις τρίτων χωρών, όπως η Γερμανία κατά ταύτα, των οποίων τα συμφέροντα δεν συμπίπτουν με τα ελληνικά, αλλά αντιθέτως επιβάλλεται να συνεχίσει υπακούοντας στο ελληνικό εθνικό συμφέρον τη σύναψη και ενίσχυση συμμαχιών με κρατικές οντότητες, των οποίων τα συμφέροντα συμπλέουν κατά την τρέχουσα περίοδο με τα ελληνικά, με στόχο την οικοδόμηση ενός πλέγματος συμμαχιών προβολής ισχύος σε όλα τα επίπεδα που να της ανοίγει δρόμους εφαρμογής και προβολής του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από αυτό πριν από οποιαδήποτε κίνηση διερευνητικών ή άλλων επαφών με τη γείτονα.