Αναλύσεις

Αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό η 27η Νοεμβρίου του 1998

Τον Νοέμβριο του 1993, επιδιώκοντας την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος της ασφάλειας, υιοθετήθηκε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου, γνωστό και ως «ενιαίο αμυντικό δόγμα Θράκης, Αιγαίου, Κύπρου»

Μετά τον μαύρο Ιούλη του 74’, το αίσθημα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας εγκαθιδρύεται πλέον στις συνειδήσεις των Ελλήνων της Κύπρου, αφού το ισοζύγιο μεταξύ των ελληνοκυπριακών και τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί ήταν συντριπτικά ανισομερές υπέρ των δεύτερων. Το ελεύθερο τμήμα της Μεγαλονήσου έμεινε, πραγματικά, όμηρος μπροστά στο ανοιχτό ενδεχόμενο μιας νέας τουρκικής προέλασης. To status quo αυτό καθιστούσε τους ελλαδικούς στρατιωτικούς σχεδιασμούς, λίγο-πολύ, άκυρους, λόγω του ότι η Τουρκία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να στραφεί κατά του εκτεθειμένου λαού της Κύπρου.

Έτσι, λοιπόν, τον Νοέμβριο του 1993, επιδιώκοντας την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος της ασφάλειας, υιοθετήθηκε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου, γνωστό και ως «ενιαίο αμυντικό δόγμα Θράκης, Αιγαίου, Κύπρου». Το Δόγμα ανακοινώθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο κρατών και προέβλεπε την ένταξη του αμυντικού χώρου της ελεύθερης Κύπρου στον ελλαδικό, καθώς επίσης και την ενεργοποίηση ασφαλείας των δύο κρατών σε περίπτωση οποιασδήποτε τουρκικής απειλής και την ενοποίηση των δυνάμεών τους, κατά αυτής. Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο του σχεδίου, βασιζόταν στο δικαίωμα συνεργασίας σε στρατιωτικό επίπεδο, δύο ανεξάρτητων κρατών του ΟΗΕ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μία κοινή απειλή. Σημαντικό να αναφερθεί είναι ότι, η διακήρυξη του Δόγματος συνοδεύτηκε και από ένα εναργές casus belli από πλευράς Ελλάδος. Σε κοινή συνέντευξη που έδωσε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Γ. Παπανδρέου με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκο Κλ., τον Νοέμβριο του 94’, ο πρώτος τόνισε πως εάν υπάρξει προέλαση τουρκικών στρατευμάτων, αυτό θα οδηγούσε σε πόλεμο και, συγκεκριμένα, θα ίσχυε σε περίπτωση προελάσεως των τουρκικών στρατευμάτων στις ελεύθερες περιοχές. Η δήλωση αυτή συνιστούσε την πρωτόγνωρη περίπτωση μετά την τουρκική εισβολή, όπου η Ελληνική Δημοκρατία τοποθετήθηκε με τόσο διαυγή τρόπο επί του θέματος. Η όλη περίπτωση προκάλεσε την αναπτέρωση του φρονήματος και εξύψωση του ηθικού των Ελληνοκυπρίων.

Ωστόσο, το Δόγμα αυτό πλήγηκε σημαντικά, κατά τη διάρκεια προσπάθειας της ανάπτυξης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου, όταν στην επιφάνεια ήρθε το θέμα του αντιαεροπορικού εξοπλισμού και η άμυνα της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό, το ελλαδικό Υπουργείο Εθνικής Αμύνης πρότεινε στην κυπριακή Κυβέρνηση την αγορά του ιδιαίτερου ρωσικού αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-300, γνωστού στην ορολογία του ΝΑΤΟ ως SA-20. Το μεγάλο στοίχημα, δε, ήταν στο αν θα κατάφερνε ένα τόσο μικρό κράτος να μπορέσει να εγκαταστήσει ένα πυραυλικό σύστημα, το οποίο διέθετε ραντάρ βεληνεκούς μέχρι και 300 χιλιομέτρων, πράγμα που απογύμνωνε τις γύρω περιοχές, αφού θα είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί ολόκληρο τον Λίβανο, τμήματα της Συρίας και του Ισραήλ, μεγάλο τμήμα της Τουρκίας και, επιπλέον, υπερκάλυπτε τις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο. Κοντολογίς, η ισχύς του συγκεκριμένου όπλου ήταν ικανή να αλλάξει τις ισορροπίες στην περιοχή. Σίγουρο είναι, πως, η εγκατάσταση του συστήματος αυτού, ενοχλούσε έντονα εκτός από την Τουρκία, και το Ισραήλ, αφού το τελευταίο είναι πλέον παραδεχτό ότι εκπαίδευε μυστικά Τούρκους αξιωματικούς με σκοπό την καταστροφή των πυραύλων. Τον Γενάρη του 97’, υπεγράφη συμφωνία μεταξύ Κύπρου-Ρωσίας για την αγορά των S-300.

Στην άλλη πλευρά του πλανήτη, οι ΗΠΑ, με την πρόφαση ότι οι πύραυλοι θα λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά για την περιοχή, εξέφρασαν δημόσια τη διαφωνία τους για την αγορά αυτών. Επίσης, ισχυρίζονταν ότι, μια τέτοια αγορά, θα προκαλούσε όξυνση στον προϋπάρχοντα ανταγωνισμό οπλικών συστημάτων που ελάμβανεν χώραν στο νησί, με αποτέλεσμα να κατέρρεαν οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες διεξάγονταν για τη λύση του Κυπριακού. Στην πραγματικότητα, οι Αμερικανοί ενοχλήθηκαν διότι οι S-300 ήταν το τεχνολογικό αντίπαλον δέος του αντίστοιχου αμερικανικού πυραυλικού συστήματος «Πάτριοτ». Ακόμη ένας σημαντικός λόγος της εναντίωσης των Αμερικανών, ήταν ότι στη συμφωνία Κύπρου-Ρωσίας, για ένα χρονικό διάστημα, μετά την εγκατάσταση των πυραύλων, και μέχρι να εκπαιδευτούν καταλλήλως οι Ελληνοκύπριοι, το πυραυλικό σύστημα και κυρίως το ραντάρ θα τα διαχειρίζονταν Ρώσοι. Πράγμα που σημαίνει ότι η Ρωσία θα είχε εικόνα για τις στρατιωτικές δραστηριότητες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Μοιραία αποδείχθηκε, όμως, η κάκιστη συνεννόηση Αθήνας-Λευκωσίας, αφού δεν υπήρχε καν η κοινή αντίληψη επί του θέματος. Ο δε Κληρίδης θεωρούσε την απόκτηση των πυραύλων ως απόλυτο δικαίωμα στην αυτοάμυνα, με απώτερο πρακτικό σκοπό την αποτροπή του ισοζυγίου δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στο νησί μετά το 74’ και είναι γεγονός ότι μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιήσει το όπλο και ως διπλωματικό χαρτί, δηλαδή την αποστρατιωτικοποίηση της νήσου από τα κατοχικά στρατεύματα του Αττίλα, με αντάλλαγμα την μη εγκατάσταση των πυραύλων. Η ελληνική Κυβέρνηση, από την άλλη, αν και αρχικά ήταν αυτή που πρότεινε την αγορά των πυραύλων, στη συνέχεια υπαναχώρησε. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ελληνοκύπριου τότε Υπουργού Άμυνας, Γιαννάκη Ομήρου, ο οποίος ήταν παρών στην κομβική σύσκεψη της 27ης Νοεμβρίου του 1998, στο Μέγαρο Μαξίμου, όπου ισχυρίζεται πως ήταν φανερό ότι, παρά την ισχυρότατη θέση που είχε διαμορφώσει η ελληνική Κυβέρνηση για το θέμα των πυραύλων, δεν ήθελε να χρεωθεί το κόστος της τελικής απόφασης. Ο ΥΠΑΜ Α. Τσοχατζόπουλος υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι οι πύραυλοι δεν θα αναπτυχθούν, δεν θα λύσουν το αμυντικό πρόβλημα της Κύπρου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ανέφερε, η λύση της Κρήτης είναι προτιμότερη, γιατί οι πύραυλοι θα καλύπτουν τον κρίσιμο χώρο στον αέρα, μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου (μαρτυρία Γ. Ομήρου 20 χρόνια μετά - 2018). Στην πραγματικότητα, η σύσκεψη της 27ης Νοεμβρίου έθεσε τέρμα στην υπόθεση έλευσης των πυραύλων στην Κύπρο. Ο Πρόεδρος Κληρίδης δεν εξέφρασε δημοσίως καμιά διαφωνία, ούτε παραιτήθηκε, όπως έπραξε ο Γ. Ομήρου (κατηγορήθηκε από την αντιπολίτευση για ένα ‘προεκλογικό πυροτέχνημα’).

Το χάσμα αντιλήψεων μεταξύ ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας εμπόδιζε τη χάραξη και σχεδίαση μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής, η οποία ήταν αναγκαία είτε για την εγκατάσταση των πυραύλων στο νησί είτε για τη διπλωματική εκμετάλλευσή τους για μία πρώτη αντίκρουση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής. Αντί αυτού, με κατ’ ελάχιστα ερασιτεχνικό τρόπο θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τις διπλωματικές διαβουλεύσεις των δύο ημέτερων χωρών, αφού ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος εισηγήθηκε την αναστολή της εγκαταστάσεως των πυραύλων με αντάλλαγμα την πλήρη απαγόρευση πτήσεων μαχητικών αεροσκαφών εντός του εναερίου χώρου της Κύπρου, με εγγυητή της απαγόρευσης αυτής το ΝΑΤΟ. Αναπόφευκτο επακόλουθο της στάσης αυτής, ήταν το αποτέλεσμα ενός σαφούς μηνύματος προς τη διεθνή κοινότητα και την Τουρκία, ότι οι πιέσεις έφερναν ουσιαστικά αποτελέσματα. Επιπλέον, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, η ελλαδική τοποθέτηση είχε εκμηδενίσει τη διαπραγματευτική αξία του οπλικού συστήματος, αφού δήλωσε επισήμως ότι η εγκατάστασή του επροορίζετο μόνο για διαπραγματευτικούς σκοπούς. Η στάση αυτή μεταφράστηκε στη γλώσσα των διεθνών σχέσεων ως υποχωρητική και δειλή. Το ασταμάτητο φιάσκο συνεχίστηκε αδιάλειπτα, αφού η Ρωσία, σε απειλή της τουρκικής κυβέρνησης ότι θα εμπόδιζε τα πλοία που θα μετέφεραν τους πυραύλους, έκανε ξεκάθαρο πως μια τέτοια ενέργεια καθίστατο casus belli, κάτι που η ελληνική πλευρά άφησε εγκληματικά ανεκμετάλλευτο.

Ευθύς, κι αφού υπεγράφη η συμφωνία που δημιούργησε την «κρίση των πυραύλων», ο Τούρκος Πρόεδρος τάχθηκε σθεναρά εναντίον της εγκατάστασής τους στο νησί, αφού «η ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο θα απειλείτο, όπως και η ζωή των Τουρκοκυπρίων πολιτών σε περίπτωση αντίδρασης γειτονικής χώρας, χρέος μας ήταν να τους προστατεύσουμε» (Νταβούτογλου Α. 2001). Ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δήλωσε ευθαρσώς πως εάν συνεχιστούν οι προσπάθειες για αλλαγή ισορροπιών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στην Κύπρο, και τεθεί η ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων σε κίνδυνο, θα ληφθούν στρατιωτικά και πολιτικά μέτρα, χωρίς δισταγμό. Επιπλέον, η Τουρκία κινήθηκε με διπλωματικούς ελιγμούς και προσπάθησε να σαμποτάρει το ενταξιακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβάλλοντας τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε η ένταξη ενός κράτους, με άλυτο ένα διαχρονικό εθνικό πρόβλημα. Η απειλητικότητα της τουρκικής Κυβέρνησης, όσο περνούσαν οι μήνες, εγίνετο ολοένα και πιο συγκεκριμένη, με στρατιωτικές ασκήσεις στα κατεχόμενα και με έλεγχο των ρωσικών πλοίων που περνούσαν από τα Στενά. Προς το τέλος του καλοκαιριού του 98’, κι όταν πλέον η τουρκική πλευρά αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα ήθελε να απομακρυνθεί από την όλη κατάσταση της «κρίσης των πυραύλων», αμέσως σκλήρυνε τη στάση της επί του θέματος και απείλησε ευθέως για χτύπημα των πυραύλων, με την επαύριον της εγκατάστασής τους στο νησί. Εν συνεχεία, και δεδομένης της στάσης του ελληνικού μετώπου, η Τουρκία αντιτάχθηκε με απόλυτο τρόπο σε οποιαδήποτε συμβιβαστική πρόταση. Η θέση της ήταν ότι «οι πύραυλοι δεν αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και το όλο θέμα θα έπρεπε να λυθεί από την ελληνική πλευρά, που το είχε αρχικά δημιουργήσει».

Το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα επιβάλλεται ως εθνική στρατηγική

Τα παραπάνω αποτελούν την αμείλικτη πραγματικότητα πέρα από ψευδαισθήσεις, ευσεβοποθισμούς και ωραιοποιήσεις, και θα συνεχίσουν να μας συνοδεύουν ως λάθη του παρελθόντος στο μέλλον. Τουλάχιστον, όσο το Κυπριακό παραμένει άλυτο και εξακολουθούν να ισχύουν τα βάρη της κηδεμονίας και των λεγόμενων εγγυήσεων. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου, επιβάλλεται να ενταχθεί στο πλαίσιο μίας ευρύτερης εθνικής στρατηγικής, που διεκδικεί κι επιδιώκει ρόλο για τον Ελληνισμό στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου και δη της Ανατολικής. Το δόγμα υπενθύμιζε σε όλους ότι υπήρχε μία αδικία που όχι μόνον δεν είχε επιλυθεί, αλλά μπορούσε να κάνει την περιοχή εξαιρετικά εύφλεκτη. Η διαιώνιση της τουρκικής κατοχής θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή όλο και περισσότερο. Συνεπώς, με το δόγμα, η ελληνική πλευρά θα προσπαθούσε να επαναφέρει το Κυπριακό στη διεθνή ατζέντα των προς επίλυση θεμάτων.

Αποτέλεσμα ήταν η διπλωματική νίκη της Τουρκίας, η οποία, με τη ματαίωση της εγκαταστάσεως των πυραύλων S-300 στην Κύπρο, είχε πολλαπλές συνέπειες αφού το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου δέχθηκε καίριο πλήγμα με την έμμεση παραδοχή ανικανότητας της Ελλάδας να προστατεύσει τη Μεγαλόνησο, με επακόλουθο την καταρράκωση του φρονήματος των Ελλήνων της Κύπρου. Τέλος, τροφοδοτήθηκε η τουρκική αντίληψη που ταλανίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και σήμερα, ότι, δηλαδή, η πολιτική της κλιμακούμενης εντάσεως μπορούσε να αποφέρει αποτελέσματα και να δικαιώσει τα βίαια και εγκληματικά τετελεσμένα.

Τις αποφράδες ημέρες του νου, δεν πρέπει ποτέ να τις ξεχνούμε. Επιβάλλεται να τις θυμόμαστε, πάντα. Να τις μελετούμε και να τις αναλύουμε με σοβαρότητα εάν πραγματικά θέλουμε αποφυγή δημιουργίας καινούργιων. Είναι στο χέρι της Νέας Γενιάς. Είναι το μεγάλο στοίχημα..

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 06/12/2020)