Κυπριακό

Δέσμιοι αστόχαστων δεσμεύσεων

Η κυπριακή πολιτική ταλανιζόταν επί χρόνια ανάμεσα στο βασανιστικό διάζευγμα ευκταίου και εφικτού, πριμοδοτώντας ανελλιπώς το δεύτερο ως αδήριτη ιστορική επιλογή, χωρίς να προσδιορίζει, ωστόσο, το περιεχόμενο και τη μορφή του

Η Ιστορία μας είναι χρεωμένη την προδοσία και την ήττα του ’74, η πολιτική μας τις Συμφωνίες Κορυφής του ’77 και του ’79.

Από εδώ εκπηγάζει η δυσχέρεια διαμόρφωσης μιας ιστορικής πολιτικής, που να αποκρίνεται στην αναγκαιότητα άρσης των κατοχικών δεδομένων και διατήρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ως τέτοιες, οι δύο συμφωνίες αποτελούν το απαραβίαστο θέσφατο της πολιτικής μας, ένα αμετάθετο όριο το οποίο συνομολογήσαμε ότι δεν μπορούμε να υπερβούμε.

Αποδειχθήκαμε ανίκανοι, ωστόσο, να στοχαστούμε τις ιστορικές συνεπαγωγές τους:

Πού θα οδηγούσε, δηλαδή, η ύστατη υποχώρησή μας 43 χρόνια μετά. Πώς, με άλλα λόγια, η διαρροή του ιστορικού χρόνου, θα διαφοροποιούσε τόσο την τροχιά, την κατεύθυνση αλλά και το περιεχόμενό της.

Κατέστημεν αδέξιοι να σκεφτούμε ότι η δυναμική αλληλοδιείσδυση ιστορίας και πολιτικής γεννά αποτελέσματα, συχνά απρόβλεπτα για έναν κοντόθωρο και περιορισμένο στα στενά όρια της συγκυρίας υπολογισμό.

Η υποχώρηση του ’77, δυστυχώς, έχει άλλο νόημα σήμερα, απ’ ό,τι όταν έγινε.

Να υπομνησθεί εδώ ότι, όχι πολλά χρόνια πριν, δύο εξέχοντες πολιτικοί άνδρες, με αδιαμφισβήτητα πειστήρια ήθους και κρίσης, οι Ανδρέας Αγγελίδης και Γιώργος Κολοκασίδης, έκαναν λόγο για άνευ όρων αυτοδέσμευση στον ιστορικό εκείνο συμβιβασμό, ο οποίος εξέθρεψε την τουρκική διεκδικητικότητα, υποδεικνύοντας ότι είναι καιρός να αποϊεροποιήσουμε τις παραχωρήσεις μας και να εγκύψουμε στα σφάλματα της σημερινής διαπραγματευτικής μας πορείας.

Ανεξαρτήτως του αν συμφωνεί κανείς ή όχι με τη λογική ενός ολικού ή μερικού αναθεωρητισμού - πράγμα που δεν έκαναν ούτε ο κ. Αγγελίδης, ούτε ο κ. Κολοκασίδης - θα ήταν χρήσιμο να αξιοποιήσει το ιστορικο-κριτικό απόθεμα που εγκαινιάζει ένας τέτοιος προβληματισμός, επιχειρώντας να αποδεσμεύσει πολιτικές επιλογές, που έγιναν, όντως, μέσα σε εξαιρετικά δυσχερείς περιστάσεις, από τη μυθοποιημένη διάσταση της ιστορικής αναγκαιότητας. Η οποία χρησιμοποιείται ως το ατράνταχτο άλλοθι μιας άρνησης για κριτική αποτίμηση του παρελθόντος. Ίσως θα μπορούσε τότε κάποιος να δει, ότι η επιλογή εκείνη δεν επεβλήθη από την αδήριτη λογική των περιστάσεων, αλλά ήταν ένας λάθος υπολογισμός.

Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι ότι, απ’ εδώ και στο εξής, είναι δύσκολο να πείσεις ότι από ένα ιστορικό λάθος θα προκύψει ένα «καλό» τέλος, και, ακόμη πιο δύσκολο, να εμπνεύσεις ένα όραμα για το οποίο αξίζει τον κόπο να αγωνιστείς.

«Ανυποψίαστοι» στον γυάλινο πύργο των ψευδαισθήσεων

Το Κυπριακό φαίνεται να εισέρχεται, πλέον, σε μια σχεδόν αμετάτρεπτη πορεία καθοριστικών ιστορικών επιλογών, οι οποίες θα κρίνουν την «τύχη» του τόπου στον παρόντα και στον μέλλοντα χρόνο.

Αυτήν τη φορά, ούτε οι επί δεκαετίες αναμένοντες τη διαύγαση των… προθέσεων της Άγκυρας μπορούν να κλείσουν το όμμα στη γυμνή και ωμή καθαρότητα των τουρκικών διεκδικήσεων. Αν και, διαπρύσιοι εραστές, πριν και πάνω απ’ όλα, της όποιας λύσης, αδυνατούν ή δεν φαίνονται πρόθυμοι να εγγράψουν την προοπτική αυτής της τελευταίας στον ορίζοντα της μαξιμαλιστικής αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής. Στο πλαίσιο της οποίας, η Κύπρος δεν αντιμετωπίζεται ως τίποτε άλλο από ένα προγεγραμμένο ιστορικό κεκτημένο, για το οποίο το μόνο που απασχολεί τους Τούρκους είναι η διεθνής επικύρωση. Γι’ αυτό, ενώ οι Τούρκοι κλιμακώνουν στον υπέρτατο, από το 1974, βαθμό κλιμάκωσης, συνεχίζοντας και μονιμοποιώντας την πειρατεία στις κυπριακές θάλασσες, ανοίγοντας την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου και αποπειρώμενοι αλλαγή της βάσης λύσης του Κυπριακού (δύο κράτη, συνομοσπονδία κ.λπ.), υπό το κράτος του έσχατου εκβιασμού της ενσωμάτωσης των κατεχομένων, καλούν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναλάβει… πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της λύσης, να αχθεί στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων χωρίς… όρους και προϋποθέσεις -τη στιγμή που εκείνοι οι οποίοι θέτουν, εκβιαστικά και στην πράξη, υπό μορφήν νέων τετελεσμένων, όρους και προϋποθέσεις, είναι οι Τούρκοι -, και να… πείσει την άλλη πλευρά πως πράγματι επιθυμεί και εργάζεται ειλικρινώς για την επίτευξη «οριστικής» λύσης του κυπριακού προβλήματος. Οποία κατάντια! Να πειστεί ο κατ’ εξακολούθησιν εισβολέας, ο διαρκώς και απαραμείωτα καταπατητής του διεθνούς δικαίου και ο και στην πράξη αρνητής της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι το… θήραμα έχει αποκτήσει, πλέον, την εχεφροσύνη και την «ωριμότητα» να αποδεχθεί τους όρους της υποτέλειάς του, ως επιβάλλει η θέληση και ο νόμος του θηρευτή του. Αυτός ο άνευ ορίων και όρων ιστορικός εξευτελισμός διερμηνεύεται ποικιλωνύμως - άλλοτε ως… πατριωτικός ρεαλισμός, άλλοτε ως ρεαλιστική πολιτική, άλλοτε ως «λογική προσαρμογή» στην πραγματικότητα, την οποίαν αντιμάχεται ο ανερμάτιστος συναισθηματισμός μιας εθνοπατριωτικής τύφλωσης.

Ο μη ρεαλιστικός «ρεαλισμός»

Φευ, όμως! Πώς θα μπορούσε όλα αυτά να ανταποκρίνονται στους όρους μιας στοιχειώδους λογικής ή ενός «ρεαλιστικού» ρεαλισμού όταν παραγνωρίζουν το υπέρτατο διακύβευμα της ιστορικής στιγμής, που δεν είναι απλώς η επιβίωση, αλλά το ελευθέρως ζην, σε μια «κανονική» πολιτική κοινωνία, χωρίς απεμπόληση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς επεμβατικές χειραγωγήσεις και χωρίς ξένους επιτηρητές και επικυρίαρχους;

Ούτε το ελάχιστο μιας ευλόγως βάσιμης πολιτικής δυσπιστίας δεν φαίνονται διατεθειμένοι να προβάλουν οι υπέρμαχοι της «όποιας λύσης τώρα» έναντι της κραυγαλέας νεο-οθωμανικής επιθετικότητας, αναθεματίζοντας την ε/κ πλευρά για την έλλειψη προόδου και τη μη επίτευξη λύσης! Μια στάση, ωστόσο, που επιβάλλεται, υπό τις περιστάσεις, και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα στο προσίδιο πολιτικό βάρος της.

Γιατί, αν οι Τούρκοι, όπως κατ’ επανάληψιν λένε και δείχνουν, επιδιώκουν, στην πραγματικότητα, λύση συνομοσπονδίας ή δύο κρατών, ως προθάλαμο για την επανάκτηση ολόκληρης της Κύπρου, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την έννοια διζωνικότητα, τότε, μοναδικός οδηγητικός γνώμονας μέσα στους δυσήλατους μαιάνδρους του Κυπριακού και έναντι της διαμόρφωσης νέων τουρκικών τετελεσμένων, είναι το κέντρισμα ενός προβληματισμού έξω από τα καθιερωμένα σχήματα πρόσληψης και κατανόησης της πραγματικότητας.

Η κυπριακή πολιτική ταλανιζόταν επί χρόνια ανάμεσα στο βασανιστικό διάζευγμα ευκταίου και εφικτού, πριμοδοτώντας ανελλιπώς το δεύτερο ως αδήριτη ιστορική επιλογή, χωρίς να προσδιορίζει, ωστόσο, το περιεχόμενο και τη μορφή του. Και αναγορεύοντας, έπειτα από μια θλιβερή πορεία συνεχών ολισθήσεων και υποχωρήσεων, τη λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδία σε πανάκεια και σημαία του αγώνα όχι πια της απελευθέρωσης, αλλά της επανένωσης.

Μένοντας, έτσι, μονολιθικά εγκλωβισμένη μέσα στην αρχιτεκτονική της διζωνικότητας, χωρίς να αντιλαμβάνεται τις μοιραίες συνεπαγωγές αυτού του αθρόου προσεταιρισμού, βρίσκεται σήμερα παντελώς αμήχανη μπροστά στη δραματική μετατόπιση του αρχικού της διαζεύγματος.

Γιατί, πλέον, και η λύση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, στην οποία επένδυσε τα πάντα ως τον ύστατο οδυνηρό ιστορικό συμβιβασμό, προβάλλει, πια, ως μία από τις μορφές του ιστορικώς ευκταίου και όχι ως ορίζοντας του εφικτού.

Καθώς, όπως φαίνεται να την αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μία από τις ιστορικές εκδηλώσεις του ανέφικτου. Και τότε, θα πρέπει να διερωτηθούμε: Τι είναι, πλέον, για μας, εφικτό;