Ο ρεαλισμός, υπόθεση ισχύος

Με δεδομένη την ανυπαρξία διεθνούς συστήματος επιβολής συμπαντικής δικαιοσύνης, η ειρήνη και η υπόθεση κρατικής κυριαρχίας, όπως και της τήρησης εφαρμογής του διεθνούς νόμου, παραπέμπει αυτοδικαίως στα ίδια τα κράτη και στην ικανότητά τους να μπορούν να υπερασπίζονται την υπόσταση, την ιστορική και πολιτιστική τους πορεία με ίδιες δυνάμεις, μόνα και μετά συμμάχων.

Ένα ιστορικό παράδειγμα υπεράσπισης της αντίληψης περί κρατικής κυριαρχίας διά της ισχύος κατά τον 20όν αιώνα αποτελεί η περίπτωση της διαμάχης Αργεντινής – Μεγάλης Βρετανίας για την ευρισκόμενη σε μεγάλη εγγύτητα προς την Αργεντινή συστάδα των νήσων Φώκλαντ. Η προσάρτηση των Φώκλαντ στην Αργεντινή το 1982 αμφισβητήθηκε ενεργώς με πολεμική δράση από τη Βρετανία, που εξεστράτευσε στην άλλη άκρη του κόσμου και επανέκτησε την κυριότητά τους. Τούτο αντανακλά ανάγλυφα την αποφασιστικότητα και την προβολή ισχύος εκ μέρους της Βρετανίας για υπεράσπιση ιδίων συμφερόντων, έστω και εάν αυτά συγκρούονται με το διεθνές δίκαιο, όντας αποικιοκρατικά τοιούτα. Υπογραμμίζεται πως αν και το δίκαιο δεν αναγνωρίζει την αποικιοκρατία, παρά ταύτα η ισχύς επεβλήθη, όπως συμβαίνει στην ιστορική διαδρομή του σύγχρονου διεθνούς συστήματος.

Εξ αυτού συνάγεται πως η προβολή ισχύος είναι δεδομένη ως υποχρέωση κάθε κράτους, που καλείται να υπερασπιστεί την επικράτειά του, θαλάσσια, εναέρια και εδαφική. Τούτο δε γιατί εάν δεν προβληθεί αξιόπιστη αμυντική ισχύς, τότε είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μία κατάσταση που ωθεί τις εξελίξεις σε πολεμική αναμέτρηση. Αυτό εξηγείται από το γεγονός πως στον βαθμό που αφήνονται ελλειμματικά κενά στην άμυνα ενός κράτους, τούτα παρακινούν την αντίπαλη πλευρά σε επιθετικές ενέργειες κάλυψης των κενών αυτών, ιδίως μάλιστα εάν η εν προκειμένω πλευρά διακρίνεται από δομικό επεκτατισμό. Αυτό σημαίνει πως όσο πιο ισχυρός είσαι και όσο πιο αξιόπιστη αποτροπή προβάλλεις, τόσο περισσότερο εμπεδώνεις συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή. Σε αντίθετη περίπτωση, διευκολύνεις τους επεκτατικούς σχεδιασμούς της αναθεωρητικής δύναμης να προβεί άνευ αντιστάσεως σε υλοποίηση των στοχεύσεών της, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν κατάληψη τμημάτων της επικράτειας.

Το παράδειγμα της Κύπρου είναι αρκούντως ισχυρό, αποτυπώνοντας το περιεχόμενο του ρεαλισμού σε διάφορες χρονικές στιγμές. Κατά την περίοδο 11 - 19 Φεβρουάριου του 1959 και μεσούσης της εισέτι κυπροβρετανικής αντιπαράθεσης, οι πρωθυπουργοί των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας με την εν τέλει συμμετοχή εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων της Κύπρου προχώρησαν σε μία κατ’ αρχήν συνομολόγηση μιας sui generis ανεξάρτητης κρατικής δομής διά των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου. Σημειώνεται πως με την πρώτη ευκαιρία αποδυνάμωσης της κυπριακής άμυνας, την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας το 1967 και την επίκληση ενός κατ’ επίφαση προσχήματος κατά το 1974, που ήταν μία καλοδεχούμενη αφορμή, εφαρμόστηκε η προ πολλού σχεδιασμένη τουρκική εισβολή και κατάληψη της βόρειας περιοχής της νήσου. Πρώτιστο μέλημα κατά τα ανωτέρω του Ελληνισμού αποτυπώνεται στη διεκδίκηση της αποκατάστασης τής από το 1974 τρωθείσας κυπριακής ανεξαρτησίας.

Είναι άκρως απαραίτητο σε μία εποχή κατά την οποία οι έννοιες αποπνέουν περιεχόμενο και σημασία που τους αποδίδεται κατά την εκφορά των συμφερόντων των διαφόρων εμπλεκομένων σε συγκρουσιακά φαινόμενα, να τίθεται μία αποσαφήνιση των όρων και αποτύπωση του πραγματικού τους περιεχομένου, όπως η επιστήμη το αντιλαμβάνεται. Συνεπώς, η αντίληψη που επιχειρείται να προβληθεί ως πραγματικότητα, αντιλαμβάνεται τον ρεαλισμό ως αποδοχή των κατεχομένων ή των επελθουσών συνθηκών με χρήση δύναμης και παρανόμου πολεμικής δράσεως, όπερ αποτελεί εσφαλμένη προσέγγιση των συντελεσθέντων πολιτικών γεγονότων στην κυπριακή υπόθεση.

Κατόπιν τούτων, στο τραγικό για τον Ελληνισμό παράδειγμα της Κύπρου η ρεαλιστική προσέγγιση του φαινομένου κατοχή και εποικισμός, όπως καλλιεργείται εδώ και δεκαετίες στην κυπριακή γη, δεν αποτυπώνεται και δεν επέρχεται διά της διαπραγμάτευσης κατέχοντος και κατεχόμενου. Τούτο δε γιατί το περιεχόμενο της εν προκειμένω διαπραγμάτευσης παραπέμπει σε ένα εγχείρημα συνάντησης ανίσων, στον βαθμό που προδήλως ο κατέχων προβάλλει ως ο ισχυρότερος παράγων του πλαισίου διαπραγμάτευσης και επομένως διαδηλώνει το πλεονέκτημα μίας μετά βεβαιότητος απόδοσης χώρου και τρόπου, δηλαδή πολιτικής, υπέρ των διεκδικήσεών του.

Ο ρεαλισμός εκπέμπει την υπεροχή σε οποιαδήποτε φάση ή περίοδο διαπραγμάτευσης εκείνου που έχει την ισχύ, την στρατιωτική, την πολιτική, την πολιτιστική έναντι του άλλου. Επομένως εκκινεί από μία θέση ισχύος, η οποία προδιαγράφει και το αποτέλεσμα, δεδομένο, που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σταθερά στην ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Έχοντας κατά νουν παραδείγματα του ελληνικού έθνους, Ελλάδας και Κύπρου, ο ρεαλισμός δεν αποδέχεται τις συνθήκες κατοχής της Κύπρου, ούτε και είναι ρεαλιστική ως υπόθεση ειρήνης η αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο ή η προσπάθεια κατευνασμού της Τουρκίας, αλλά συνάδει προς την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους και την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην Κύπρο.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο