Οθωμανικού νεοαποικιοκρατικού προτύπου πολιτικές

«Η διείσδυση της Άγκυρας στις χώρες της Αφρικής συνάδει προς την εφαρμογή δομικών εξαρτήσεων, κατά το πρότυπο της λιβυκής πολιτικής συνομολόγησης μνημονίων, που οδηγούν σε πολυεπίπεδες δεσμεύσεις»

Η πολιτική της Άγκυρας στις διεθνείς της σχέσεις, μετά την ανάδειξη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κατά το 2002 στην εξουσία, ιδιαιτέρως μάλιστα του επικεφαλής του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος περιεβλήθη κατόπιν του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016 με αυταρχικής δομής, απολυταρχικές εξουσίες, διακρίνεται από μία βασική στόχευση που παραπέμπει στην παρανόμως ή νομίμως κυριαρχική επιβολή της θέλησης της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή.

Προς τούτο επιχειρεί να αξιοποιήσει και το στοιχείο του Ισλάμ, δηλαδή της θρησκευτικής εγγύτητας. Ειδικότερα, αυτήν την περίοδο ο Τούρκος Πρόεδρος πραγματοποιεί μία σειρά επισκέψεων πολιτικής σκοπιμότητας σε χώρες της Αφρικής, όπως η Αλγερία, η Γκάμπια και η Σενεγάλη, κρατικές οντότητες τις οποίες θεωρεί a priori ως φίλα προσκείμενες προς τον τουρκικό μεγαλοϊδεατικό σχεδιασμό και οι οποίες διακρίνονται και από την ισλαμική τους παράδοση.

Όντας οργανωμένος σε μία στρατηγική μεγιστοποίησης της επιρροής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης των χωρών που επισκέπτεται, ο Ερντογάν συνοδεύεται από Τούρκους επιχειρηματίες, διπλωμάτες και κρατικούς παράγοντες, επιχειρώντας την αύξηση της διείσδυσης και τη διασφάλιση των πολιτικών κερδών για τη χώρα του σε μία σταθερή βάση μακράς πνοής, έτσι ώστε η ικανότητα της παρουσίας σε αυτές τις περιοχές του κόσμου να αποκτήσει μια μονιμότητα επικερδή για την Άγκυρα.

Πρέπει να σημειώσουμε πως οι εν λόγω χώρες διαθέτουν έναν πλούτο σε πρώτες ύλες ενεργειακού επιπέδου και άλλων χρησίμων προς την οικονομία και την βιομηχανία πηγών και ταυτόχρονα είναι περιορισμένες σε επίπεδο οικονομίας και υλικών απολαύσεων του πληθυσμού, που διάγει μία διαδρομή φτώχιας και ενίοτε εξαθλίωσης. Το τελευταίο γεγονός το αξιοποιεί κατά κόρον ο Τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος εμφανίζεται ως ευεργέτης, διαθέτων τις δυνατότητες να τους αποδώσει τον πλούτο και την ανάπτυξη που τους λείπει, όπερ κατά γενική εκτίμηση διαδηλώνεται ως ψευδαίσθηση που καλλιεργεί η Άγκυρα στους λαούς των περιοχών αυτών.

Η πολιτική αυτή αναπτύσσεται με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και παρεμβατικές διαδρομές, που αναφέρονται σε έργα υποδομής και κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, σχολεία και εν γένει εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία είναι ενταγμένα στο τουρκικό πρότυπο γλώσσας και πολιτιστικής παράδοσης, έτσι ώστε οι χώρες να υπαχθούν στην άμεση επιρροή και καθοδηγητική στρατηγική της Άγκυρας.

Η γεωστρατηγική σημασία μιας χώρας, που επεκτείνεται συνεχώς και θέτει υπό την εξουσία και την επιρροή της περιφερειακές προς αυτήν περιοχές, που βρίσκονται σε αναζήτηση προστασίας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις της οικοδόμησης ενός νεο-αυτοκρατορικού προτύπου, το οποίο σημαίνει υπαγωγή του χώρου στη δική της έμμεση εξουσία. Πρόκειται για μία νεοαποικιοκρατικού επιπέδου αντίληψη πολιτικής, η οποία εφαρμόζεται κατά τρόπο προσλαμβανόμενο από αυτούς τους οποίους αφορά ως επιθυμητή και απηχούσα μια ευτυχή διαδρομή των κρατικών αυτών οντοτήτων. Επομένως, πέραν του νεο-οθωμανικού αποικιακού προτύπου, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές απηχούν την έννοια στρατηγικής ήπιας ισχύος, πράγμα που δημιουργεί την αίσθηση του «κατακτημένου» ότι συμπράττει επ’ ωφελεία του ιδίου και της χώρας του σε αυτές τις πολιτικές δράσεις της Άγκυρας.

Σημειώνουμε πως παρά το γεγονός πως ο ΟΗΕ δεν έχει τη σημασία και τις δυνατότητες που οι ιδρυτές του θέλησαν να του αποδώσουν, δηλαδή να λειτουργεί εν είδει παγκόσμιας ισχύος πολιτική επιβολή έναντι αδικοπραγούντων και παρανομούντων, εντούτοις η πληθώρα των κρατών που ως μονάδες και ως σύνολα ή ενώσεις θα τελούν δυνάμει υπό επιρροή σε ακολουθία των τουρκικών σχεδιασμών, προσδίδουν σε επίπεδο διεθνούς κοινωνίας μια ικανότητα στην τουρκική στρατηγική να οικοδομήσει έναν ευνοϊκό χώρο και συγκριτικό πλεονέκτημα εξαιρετικά θετικό για την Άγκυρα ως παρουσία στον κόσμο και στο διεθνοπολιτικό γίγνεσθαι.

Οι κινήσεις Ερντογάν προς την Αφρική θα πρέπει να αναγνωστούν στη μεγάλη εικόνα και ως συμπληρωματική συνέχεια σχετικής υπογραφής των δύο μνημονίων με τη Λιβύη, τα οποία προϋποθέτουν στρατιωτική και ευρύτερη στήριξη της κυβέρνησης Σάρατζ από την Άγκυρα, που βρίσκεται σε αντίθεση με τις προελαύνουσες δυνάμεις του Στρατηγού Χαφτάρ. Σε έναν τέτοιο ορίζοντα, η διείσδυση της Άγκυρας στις χώρες της Αφρικής συνάδει προς την εφαρμογή δομικών εξαρτήσεων, κατά το πρότυπο της λιβυκής πολιτικής συνομολόγησης μνημονίων, που οδηγούν σε πολυεπίπεδες δεσμεύσεις.

Επομένως, η Τουρκία οργανώνει την επιρροή της στην ανωτέρω ευρύτερη περιοχή διαβαθμίζοντάς την σε θρησκευτικό, πολιτικό, πολιτιστικό, εμπορικό, οικονομικό επίπεδο, παράγοντες που ολοκληρώνουν ένα δεδομένο εγχείρημα μεγιστοποίησης της ικανότητας και παρουσίας της. Η διεθνοπολιτική εξέλιξη τρέχουσας δράσης της Άγκυρας σημαίνει πως επικρατούσης της Τουρκίας σε χώρους κρίσιμους για τη διεθνή πολιτική δημιουργεί προϋποθέσεις ενίσχυσης της δεδομένης αναθεωρητικής πολιτικής της έναντι Ελλάδος και Κύπρου, καθώς τυχόν επιτυχής μεγιστοποίηση της επιρροής της στην Αφρική θα ενδυναμώσει πιθανότατα τη διεκδικητικότητά της, αισθανόμενη κατά ταύτα ισχυρότερη.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο