Αναλύσεις

Σημερινή: 44 χρόνια στις επάλξεις της ελευθεροτυπίας και των εθνικών αγώνων

Κλείνουν αύριο 44 χρόνια από την πρώτη έκδοση της «Σημερινής». Ήταν η 3η Φεβρουαρίου 1976. Ημέρα που μπήκαν τα θεμέλια μιας άλλης δημοσιογραφίας, αδέσμευτης και ανεξάρτητης, ελεύθερης και μαχητικής, ακηδεμόνευτης από τα κελεύσματα των κάθε λογής ισχυρών

Ήταν σαν αύριο, πριν από 44 ολόκληρα χρόνια (3 Φεβρουαρίου 1976). Μέσα στα συντρίμμια της μεγαλύτερης εθνικής καταστροφής που γνώρισε, στη σύγχρονη ιστορία του, ο τόπος. Και μέσα σ’ ένα ασφυκτικά δυσοίωνο τοπίο απουσίας δημόσιου λόγου, κριτικής σκέψης, «θεσμοθετημένης» διαφωνίας, όπου κάθε... ακαλαισθησία του δημόσιου βίου χρεωνόταν στο «δίδυμο έγκλημα» του 1974.

Ήταν σαν ένα κάλεσμα της Ιστορίας που το ’φερναν οι μανιασμένοι αγέρηδες των Καιρών, «γαντζωμένο» στην ανάγκη ανόρθωσης του τόπου και των ανθρώπων του, το σάλπισμα για έναν αγώνα, άνισο, έστω, απέναντι στις Ερινύες και στις Συμπληγάδες της εποχής.

Αυτός, όμως, ο αγώνας δεν ήταν νοητός χωρίς την ύπαρξη ενός ανοικτού δημόσιου χώρου, που θα καθιστούσε δυνατή την ελευθερία της έκφρασης, απερίσταλτη τη διακίνηση των ιδεών, σεβαστή την εκφορά της αντίθετης γνώμης, αδιάβλητο τον έλεγχο της ανέλεγκτης εξουσίας, κατοχυρωμένη, πράξει και έργω, την άρθρωση λόγου και αντιλόγου.

Χωρίς την ύπαρξη, με άλλα λόγια, μιας άλλης δημοσιογραφίας, αδέσμευτης και ανεξάρτητης, ελεύθερης και μαχητικής, ακηδεμόνευτης από τα κελεύσματα των κάθε λογής ισχυρών.

Χρειαζόταν, λοιπόν, τόλμη, θάρρος, πνεύμα φιλαλήθειας και φρόνημα πατριδοφιλίας αδολίευτης για να αναλάβει κανείς το παράτολμο και ριψοκίνδυνο διάβημα να διακονήσει το αγώνισμα του κριτικού λόγου, να αποτολμήσει τη σύγκρουση με τις ποικιλώνυμες κατεστημένες εξουσίες, να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της απάθειας και του φίλαρχου βολέματος.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σ’ ένα σπίτι, από το οποίο η «Σ» δεν έλειψε ούτε μέρα από τότε που εκδόθηκε. Έτσι, γνώρισα τον κίνδυνο να διαβάζεις, αλλά και τη δύναμη να τον επωμίζεσαι, σε καιρούς που έννοιες όπως «ελευθερία της έκφρασης» και «δικαίωμα στην αντίθετη άποψη» ήταν πράγματα περίπου άγνωστα για την κυπριακή κοινωνία - μια κοινωνία που ομφαλοσκοπούσε, φιλήδονα, μπροστά στους παραπλανητικούς καθρέφτες των καθεστωτικών εκμαγείων της. Και, μαζί με αυτόν, τον άλλο κίνδυνο, τον διακυβευτικό της υπεύθυνης γνώμης, με τη βούληση να αναδειχθεί και να κριθεί η πραγματικότητα σε όλες τις πτυχές και διαστάσεις της, κυρίως στις δυσήλατες αγκυρώσεις της με την εξουσία.

Ευθύνη για τα Κοινά

Ίσως, η μεγαλύτερη προσφορά της «Σ» έγκειται σ’ αυτό: Ότι, με την τόλμη και το ακατάβλητο πάθος των δημοσιογράφων της, καθιέρωσε έναν νέο κώδικα εκφοράς του δημόσιου λόγου, διαμορφώνοντας έναν άλλο τρόπο τού δημοσιογραφείν, που άνοιξε δρόμους για την εξέλιξη της δημοσιογραφίας στον τόπο, συνδέοντάς την, άρρηκτα, με την ευθύνη για τα Κοινά.

Πράγματα «ξένα» για τους κυρίαρχους λόγους της καθεστωτικής μονομέρειας, που απλώνονταν, με επαναληπτική κακογουστιά, στο φαραωνικό στερέωμα της απρόσβλητης και διεφθαρμένης εξουσίας.

Συνέβαλε, έτσι -υποστηρίζοντας, μέχρις εσχάτων, σε μια περίοδο μισαλλόδοξου παραταξιακού οπαδισμού, το αγαθό της ελεύθερης ενημέρωσης-, στη διαμόρφωση της έννοιας του υπεύθυνου δημοκρατικού πολίτη. Ενός πολίτη προβληματισμένου και κριτικά σκεπτόμενου.

Ταυτόχρονα, με την ερευνητική, υπεύθυνη και μαχητική γραφίδα της έφερε τον αναγνώστη μπροστά στα προβλήματα της καθημερινότητας, βοηθώντας τον να σχηματίσει άποψη γι’ αυτά και να αγωνιστεί για την επίλυσή τους, έδωσε λόγο στους απαξιωμένους και φωνή στους μη «εισακουστούς», τους παρακίνησε να σκεφτούν, να διεκδικήσουν, να δράσουν.

Είναι αναντίλεκτο ότι η «Σημερινή», παρά τις όποιες -καλοπροαίρετες, πάντοτε-, αστοχίες και αβλεψίες της, ήταν εκείνη η εφημερίδα που, περισσότερο απ’ όλα τα δημοσιογραφικά έντυπα του τόπου, εδραίωσε στον δημόσιο βίο το ελευθέρως λέγειν και διανοείσθαι, εκείνη την αναπαλλοτρίωτη ελευθερία που ο Albert Camus θεωρούσε όρον εκ των ων ουκ άνευ για να υπάρξει Τύπος αντάξιος της αποστολής του: «Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός, αλλά χωρίς ελευθερία, είναι απόλυτα βέβαιον ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός». Και μετουσίωσε σε πράξη τη ρήση του Edward Bulwer-Lytton, ότι «η πένα είναι πιο δυνατή από το ξίφος».

Τροφείο μιας ασυνθηκολόγητης έγερσης

Αν, δημοσιογράφος, είναι αυτός που προχωρεί εκεί όπου όλοι σταματούν, αυτός που επιμένει εκεί όπου όλοι παραιτούνται, αυτός που γρηγορεί εκεί όπου όλοι εφησυχάζουν, η «Σ» υπήρξε το τροφείο μιας ασυνθηκολόγητης έγερσης, μια «μυρμηγκοφωλιά» ανυπότακτων γραφιάδων, που επιμένουν να λένε, κατά τα λόγια του ποιητή, «την ελευθερία ελευθερία, τον φόνο φόνο, την ενοχή ενοχή, μ' ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει στον τοίχο τ' όνομά του με τα νύχια» (Λεύκιος Ζαφειρίου).

Με τα λόγια του φίλου και δασκάλου Σάββα Ιακωβίδη: «Ήταν μέρες σκληρού Φεβρουαρίου του 1976. Μια ομάδα γνωστών δημοσιογράφων αποφάσισαν, τολμητίες και αμφισβητίες, να εκδώσουν μιαν ανεξάρτητη, σοβαρή εφημερίδα, πέρα από τα γνωστά, τότε, δημοσιογραφικά κατεστημένα, τα οποία έθυαν λίβανο και σμύρνα στους ισχυρούς. Και πότε; Σε μια εποχή, που απείχε μόλις 18 μήνες από την αποφράδα μέρα του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής. Δύσκολοι καιροί, πικρές μέρες, εξίσου δύσκολο εγχείρημα να εκδοθεί εφημερίδα στο στυλ, στο ύφος και στη γραμμή της ‘Σημερινής’. Αλλά υπήρχε το πάθος της ελεύθερης έκφρασης, επειδή για χρόνια πολλά υπήρχε η στέρηση και η καταπίεση αυτής της ελευθερίας. Υπήρχε το πάθος της δημιουργίας, αφού για χρόνια τα δημοσιογραφικά πράγματα βρίσκονταν σε αδιατάρακτο τέλμα. Και υπήρχε το πάθος της προσφοράς σ’ έναν πολύπαθο τόπο, που χάθηκε από τις φωτιές του Αττίλα»...

Και «η εφημερίδα αυτή αγαπήθηκε πολύ, επειδή ήταν γνήσια στις θέσεις και στις απόψεις της. Εκτιμήθηκε, επειδή ήταν θαρραλέα στην αρθρογραφία της. Ήταν σεβαστή, επειδή έλεγε εύτολμα και άφοβα όσα έπρεπε να λεχθούν για το συμφέρον του τόπου. Ήταν γνήσια στις προθέσεις της, γι’ αυτό και ήταν πικρή στις επισημάνσεις και σκληρή στις επικρίσεις της...».

Με αυτό το πνεύμα, 44 χρόνια μετά, συνεχίζει αλύγιστη την πορεία της ενάντια στους «νέους Αλεξανδρείς», φορτωμένη το άχθος της ιστορικής ευθύνης και πλήρως συνειδητοποιημένη γι’ αυτό. Γιατί ποτέ δεν υπέστειλε, ούτε θα υποστείλει, το αγλαό θησαύρισμα της προμετωπίδας της: «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».