Διεθνή

Η ΕΕ στέλνει πολεμικά πλοία στ’ ανοιχτά της Λιβύης

Η ΕΕ, ακόμα και αν καταφέρει με κάποιον τρόπο να αποτρέψει την άφιξη οπλισμού διά της θαλάσσης, δεν θα είναι σε θέση να ελέγξει τον εφοδιασμό διά της ξηράς, αφού αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη στρατού για να περιπολεί στα χερσαία σύνορα Αιγύπτου - Λιβύης

Σε κλίμα έντονων διαφωνιών το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ έφτασε σε συμφωνία για ανάπτυξη μιας νέας ναυτικής αποστολής στις λιβυκές ακτές με στόχο να επιτηρήσει το εμπάργκο όπλων στην εμπόλεμη χώρα. Μετά από βδομάδες άκαρπων διαπραγματεύσεων, στις οποίες η Αυστρία έθετε βέτο στη διαδικασία, θεωρώντας ότι μια ενδεχόμενη ναυτική αποστολή θα ενθάρρυνε τις μεταναστευτικές ροές, τελικά τα κράτη-μέλη έφτασαν σε συμβιβασμό και άναψαν το πράσινο φως να προχωρήσει η ευρωπαϊκή επιχείρηση. Η Αυστρία, η Ιταλία αλλά και η Ουγγαρία, οι οποίες εξέφρασαν επιφυλάξεις για τη νέα πρωτοβουλία, έλαβαν διαβεβαιώσεις ότι τα πολεμικά πλοία της ΕΕ θα πραγματοποιούν ελέγχους μακριά από μεταναστευτικές διαδρομές. Η λήψη αυτής της απόφασης, η οποία δεν είναι καταδικασμένη για να πετύχει, δεν απαντά σε ένα βασικό ερώτημα για τη θέση της ΕΕ στο σύνολό της απέναντι στο λιβυκό πρόβλημα. Από την άλλη, η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος κατηγόρησε τους Ευρωπαίους για «επέμβαση» στα εσωτερικά ζητήματα μιας τρίτης χώρας.

Ο θάνατος της «Σοφίας»

Οι Υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ συμφώνησαν να τερματίσουν την επιχείρηση «Σοφία» και να αρχίσουν μια νέα ναυτική αποστολή στις λιβυκές ακτές, η οποία θα έχει ως κύριο στόχο να εμποδίσει την προμήθεια οπλισμού τόσο στην Κυβέρνηση της Εθνικής Συμφωνίας του Φαγέζ αλ Σαράζ όσο και στις δυνάμεις του στρατάρχη Χαφτάρ. Η επιχείρηση «Σοφία» είχε τερματιστεί λόγω των διαφωνιών γύρω από την κατανομή των μεταναστών που διασώζονταν στη θάλασσα αλλά και των κατηγοριών ότι η παρουσία των πλοίων στην περιοχή ενθάρρυνε τις μεταναστευτικές ροές αντί να τις αποτρέπει. Αν και η εντολή για την επιχείρηση «Σοφία» παρατάθηκε μέχρι τις 31 Μαρτίου 2020, το ναυτικό σκέλος της επιχείρησης παρέμεινε ανενεργό με τα κράτη μέλη να αποσύρουν τα πλοία τους, εξαιτίας της άρνησης της Ιταλίας να επιτρέπει την επιβίβαση στο έδαφός της διασωθέντων στη θάλασσα, ελλείψει συμφωνίας με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποδοχή τους. Τη σκυτάλη της άρνησης όμως σε αυτήν τη γεμάτη ένταση συνεδρία των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ δεν πήρε η Ιταλία, η οποία μετά την απομάκρυνση του Ματέο Σαλβίνι ακολουθεί μια πιο «ήπια» ρητορική για το μεταναστευτικό, αλλά η Αυστρία, η οποία υποστήριξε ότι η επιχείρηση θα αποτελέσει ένα «εισιτήριο εισόδου στην Ευρώπη χιλιάδων παράνομων μεταναστών» και αρνήθηκε αρχικά να συμφωνήσει στην επιστροφή των ευρωπαϊκών πλοίων στην περιοχή ανοικτά της Λιβύης. Μάλιστα, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ, φαίνεται ότι έθεσε στα κράτη μέλη το δίλημμα είτε να αναλάβουν δράση διαδραματίζοντας ρόλο στις εξελίξεις είτε να αφήσουν τη Λιβύη στα χέρια της Τουρκίας και της Ρωσίας. Εντούτοις, η συμφωνία αυτή αποτελεί μόνο πολιτική απόφαση και το νομικό κείμενο με τις εντολές της νέας επιχείρησης θα διαμορφωθεί από ειδικούς και θα τεθεί το αμέσως επόμενο διάστημα ενώπιον του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων. Η βασική ιδέα είναι η επιχείρηση να στραφεί ανατολικότερα από τη Λιβύη προς την Αίγυπτο, μακριά από τους συνηθισμένους θαλάσσιους δρόμους που χρησιμοποιούν οι μετανάστες, μία απαίτηση που είχαν θέσει τόσο η Ιταλία, όσο και η Αυστρία.

Η ασάφεια των όρων εντολής

Εύλογα ο σκεπτικισμός και οι ανησυχίες κάποιων κρατών μελών δεν έλειψαν. Ενδεικτικά, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας, Alexander Schallenberg, κατά την ανακοίνωση ότι επετεύχθη συμφωνία, φρόντισε να στείλει το μήνυμα σε όσους τάσσονταν με επιφύλαξη απέναντι στη νέα αυτή προσπάθεια, τονίζοντας ότι «η Σοφία ανήκει στην ιστορία», ενώ σημείωσε ότι η νέα αποστολή θα έχει ξεκάθαρη εντολή τη διαφύλαξη του εμπάργκο όπλων. Η επανάληψη των «όρων εντολής» της ναυτικής επιχείρησης ουσιαστικά ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δεν θα επαναληφθεί το σενάριο του 2015 με τις διασώσεις προσφύγων. Εντούτοις, κάποια θέματα παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστα. Η Ιταλία είχε θέσει το ζήτημα τι θα γίνει εάν τα πολεμικά πλοία που θα αναπτύξει η ΕΕ στα ανατολικά της Λιβύης αποτελέσουν πόλο έλξης για μετανάστες, με τον Μπορέλ να απαντάει ότι τα πολεμικά πλοία θα στέλνονται σε ύδατα ανατολικά της Λιβύης, μακριά από τις θαλάσσιες οδούς της μετανάστευσης. Η απάντηση αυτή όμως στερείται σαφήνειας, αφού δεν καθορίζει σε ποιον αριθμό μεταναστών θα αρχίσει να θεωρείται η περιοχή «πόλος έλξης». Η Διεθνής Οργάνωση για τη Μετανάστευση εκτιμά ότι η συγκέντρωση πολεμικών και διασωστικών σκαφών σε μια περιοχή δεν είναι ξεκάθαρο εάν αποτελεί παράγοντα αύξησης των μεταναστευτικών ροών, γιατί δεν υπάρχουν προκαθορισμένοι παράγοντες για την αύξηση ή τη μείωση των αριθμών τους. Από την άλλη, όμως, μια έρευνα του Κέντρου για τη Διεθνή Ασφάλεια της Σχολής Hertie στο Βερολίνο υποστηρίζει ότι υπάρχει άμεσος συσχετισμός μεταξύ της προσπάθειας των μεταναστών να διασχίσουν τη θάλασσα και των μέτρων της ΕΕ. Συγκεκριμένα, δείχνει ότι από τότε που η ΕΕ άρχισε να επενδύει χρήματα στην ακτοφυλακή της Λιβύης το καλοκαίρι του 2017, διασώθηκαν πολλοί περισσότεροι μετανάστες σε σχέση με προηγούμενες περιόδους.

Πόσο αποτελεσματική

μπορεί να είναι

Παρά το κλίμα αισιοδοξίας, όμως, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν κρύβουν ότι η προσπάθεια να αποτρέψουν το εμπόριο όπλων στη Λιβύη δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Αρχικά η ΕΕ ακόμα και αν καταφέρει με κάποιο τρόπο να αποτρέψει την άφιξη οπλισμού διά της θαλάσσης, δεν θα είναι σε θέση να ελέγξει τον εφοδιασμό διά της ξηράς, αφού αυτό θα προϋπέθετε ανάπτυξη στρατού για να περιπολεί στα χερσαία σύνορα Αιγύπτου- Λιβύης. Την ίδια ώρα, αν και υπάρχει πρόνοια στο νέο αυτό σχέδιο για εναέρια επιτήρηση, αυτή θα περιορίζεται μόνο σε συλλογή πληροφοριών. Αυτό δείχνει ότι η ΕΕ για να σταματήσει πρακτικά όλες τις παραδόσεις όπλων στη Λιβύη θα πρέπει να αποστείλει στρατεύματα εδάφους και να ελέγχει πλήρως τον εναέριο χώρο της χώρας χρησιμοποιώντας μαχητικά αεροσκάφη. Μελέτη του Γερμανικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και Ασφάλειας (SWP) σημειώνει ότι «δεν υπάρχει εύκολη επιλογή για την ΕΕ, η οποία να απαιτεί λίγη δουλειά και να εγγυάται επιτυχία στην επιβολή του υφιστάμενου εμπάργκο όπλων. Όλες οι επιλογές έχουν σημαντικό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κόστος». Η ίδια μελέτη υποστηρίζει ότι αφού η ΕΕ δεν διαθέτει τα στρατιωτικά μέσα για να επιβάλει το εμπάργκο των όπλων, το μόνο εργαλείο για τη μείωση της ροής οπλισμού είναι οι οικονομικές κυρώσεις. Μάλιστα υπήρξαν έντονες επικρίσεις εντός των Βρυξελλών για την απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών, αφού πολλοί αξιωματούχοι θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις σε Τουρκία, Ρωσία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, υποστηρίζοντας τη θέση ότι μια αποστολή χωρίς να συνοδεύεται από οικονομικά μέτρα δεν είναι αρκετή.

Η επίθεση της Άγκυρας

Η εξαγγελία της ναυτικής αποστολής της ΕΕ στη Λιβύη πάντως δεν έτυχε θερμής υποδοχής από τον Τούρκο Πρόεδρο, ο οποίος κατηγόρησε τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι συμφώνησαν «σε μια επιχείρηση επέμβασης στην περιοχή». Συγκεκριμένα, μιλώντας στο τουρκικό κοινοβούλιο, τόνισε ότι «η ΕΕ δεν έχει δικαίωμα να λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν τη Λιβύη. Προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να επέμβει, ενώ δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει για τη Μεσόγειο, είτε αφορούν σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ηπειρωτική χώρα είτε με τη θάλασσα των κρατών που την περιβάλλουν». Η λεκτική επίθεση του Ερντογάν στις Βρυξέλλες πάντως δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη τις επικρίσεις που δέχεται στο εσωτερικό της χώρας και την προσπάθειά του να δικαιώσει τις αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική. Ήδη οι συνομιλίες με τη Ρωσία για το ζήτημα της Ιντλίμπ έχουν καταλήξει σε αδιέξοδο, ενώ η ένταση στην περιοχή δείχνει να οδηγείται σε κλιμάκωση. Με τα μέτωπα στην εξωτερική πολιτική ολοένα να διευρύνονται και την κατάσταση να ξεφεύγει από τον έλεγχό του, ο Τούρκος Πρόεδρος δεν δίστασε να ανασύρει «φήμες» για νέο πραξικόπημα, συνδέοντάς το με τις επιτυχίες» της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική και δη στη Μεσόγειο, τη Λιβύη και τη Συρία, οι οποίες «ενόχλησαν την οργάνωση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν».