Διεθνή

Ο γόρδιος δεσμός μεταξύ Τουρκίας - Ρωσίας

Όλο και πιο δύσκολες μοιάζουν να γίνονται οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία και η επαρχία Ιντλίμπ αναδεικνύεται σε γόρδιο δεσμό μεταξύ των δύο πλευρών που, ενώ έχουν συμμαχήσει, έχουν διαφορετικά εθνικά συμφέροντα

Όλο και πιο έντονες, αλλά και πιο συχνές, είναι οι ανταλλαγές κατηγοριών μεταξύ της ηγεσίας της Ρωσίας και της Τουρκίας με αφορμή τα όσα οι δύο πλευρές, που μετά από συμφωνία περιπολούν τις ζώνες της Συρίας από κοινού, εξυπηρετούν.

Η Τουρκία, που εδώ και καιρό «παίζει» με την πολιτική του εκκρεμούς, ήταν δεδομένο πως κάποια στιγμή θα ερχόταν ενώπιον των ευθυνών της, ενώ πριν από αυτό με κάποιον τρόπο θα ξεσκεπάζονταν τα «βρόμικα» παιχνίδια της.

Είναι πλέον «κοινό μυστικό» πως όλα αυτά τα χρόνια, πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας με τη Ρωσία, ο στρατός της Συρίας απελευθέρωνε εδάφη, με την υποστήριξη της Ρωσίας, ενώ ο Ερντογάν έστελνε στρατεύματα στην επαρχία Ιντλίμπ με την υποστήριξη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μετά τη συμφωνία για εκεχειρία με τη Συρία, τον περασμένο Ιανουάριο, τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα καθώς η Ρωσική Αρκούδα δεν αστειεύεται για το μέλλον της Συρίας και δεν εγκαταλείπει τον σύμμαχο Μπασάρ Αλ Άσαντ. Ως εκ τούτου, η διοχέτευση τρομοκρατών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Από την άλλη ο Ερντογάν θέλει να υλοποιήσει τους δικούς του στρατηγικούς στόχους και δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήσει μέχρις εσχάτων την παρουσία στην περιοχή Ιντλίμπ, των δέκα χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών και των δύο χιλιάδων αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων οχημάτων.

Καλοστημένη παγίδα;

Κάποιοι κάνουν λόγο για καλοστημένη παγίδα, που οι Αμερικανοί έστησαν προκειμένου να ξεκολλήσουν τον νεοσουλτάνο από την αγκαλιά της Ρωσικής Αρκούδας και να τον οδηγήσουν πίσω στην αγκαλιά του ΝΑΤΟ και του αμερικανικού άρματος. Γι’ αυτό, ισχυρίζονται αναλυτές, οι Αμερικανοί έκαναν πίσω την υστάτη από το ζήτημα της Συρίας και «επέτρεψαν» στον Ερντογάν να συνάψει συμφωνία εκεχειρίας για τη Συρία με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, οι Αμερικανοί βασίστηκαν στον χαρακτήρα του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εύκολα θα μπορούσε να παρασυρθεί από την έπαρσή του και τον μακροπρόθεσμο στόχο της αναβίωσης μιας νέου τύπου οθωμανικής αυτοκρατορίας. Να παρασυρθεί τόσο ώστε, πέρα από τις ήδη γνωστοποιημένες αναφορές του των τελευταίων ημερών, να αρχίσει επιχείρηση εναντίον του συριακού στρατού, αν μέχρι το τέλος του μήνα δεν αποσυρθεί από τα εδάφη που απελευθέρωσε από τους τρομοκράτες ισλαμιστές, συμμάχους της Τουρκίας.

Επιστροφή στην παραδοσιακή αγκαλιά;

Βεβαίως, ότι αργά ή γρήγορα η Τουρκία θα επιστρέψει στην αγκαλιά των Ηνωμένων Πολιτειών είναι γεγονός κοινής παραδοχής για όλους τους αναλυτές. Ωστόσο, αυτό που δεν υπογραμμίζεται, είναι το ένα ειδικό μέρος των εξελίξεων που αφορά στα τεκταινόμενα στην επαρχία Ιντλίμπ και τον αντίκτυπο στα εθνικά ζητήματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Τα τελευταία χρόνια οι δύο χώρες είχαν μια «χρυσή» ευκαιρία σύσφιγξης των σχέσεών τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθότι θεωρούνται ιδιαιτέρως χρήσιμες για τα εθνικά συμφέροντα των Αμερικανών στην περιοχή. Ωστόσο, άλλη η αξία της Κύπρου και της Ελλάδας για την Ουάσιγκτον, και άλλη η αξία της Τουρκίας, που και μεγάλη χώρα είναι και πολεμική βιομηχανία κατέχει και είναι μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ΝΑΤΟ.

Αυτήν την εξέλιξη, αν και την γνωρίζουν καλά οι δύο κυβερνήσεις, δείχνουν να μην την αγγίζουν και αντί οι Έλληνες διπλωμάτες να σπεύσουν να εκμεταλλευτούν το ορόσημο, προκαλώντας ακριβό αντίτιμο σε ενδεχόμενη τουρκική επιστροφή, παρακολουθούν εκ του μακρόθεν και δεν αποκλείεται σύντομα να βρεθούν ενώπιον νέων ανταλλαγμάτων, αντί κόστους, που τελικά θα έχει εξασφαλίσει η Τουρκία για την επιστροφή της στο άρμα της Δύσης.

Οι διδαχές ενός Αμερικανού

Σύμφωνα με τον πρώην αξιωματούχο του αμερικανικού Πενταγώνου, Μάικλ Ρούμπιν, στις 19 Φεβρουαρίου 2020, «ο Ερντογάν απέρριψε συμμαχία δεκαετιών με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια σύντομη σχέση με τη Μόσχα, μόνο για να ανακαλύψει ότι η επαγγελματική προσφορά αγάπης του Πούτιν ήταν για πιο περιορισμένους στόχους. Αλλά, αφού σκόπιμα απορρίπτει τη σχέση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, είναι ώρα η Ουάσιγκτον να παίξει σκληρά. Εκείνοι που λένε ότι πέρα από τον Ερντογάν, η Τουρκία είναι πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ για να της γυρίσουν την πλάτη, πιθανότατα υποτιμούν τον διαβρωτικό αντίκτυπο 17 χρόνων Ερντογανισμού, την υποκίνηση και την κατήχηση που μεταδίδονται μέσω των μηνυμάτων ή τη διδασκαλία στα σχολεία της Τουρκίας και τη δημογραφική αλλοίωση. Αν ο Ερντογάν κάνει έναν ρεαλιστικό υπολογισμό ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί τη Μόσχα και θέλει μεγαλύτερη εξισορρόπηση με την Ουάσιγκτον, τότε ο Λευκός Οίκος, το Κογκρέσο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επιτρέψουν στην Τουρκία να γυρίσει πίσω στην ομάδα αλλά μόνο με ένα αντίτιμο».

Υπογραμμίζει λοιπόν την αναφορά του στη δύναμη που κατέχουν η Κύπρος και η Ελλάδα, γράφοντας πως «έχουν περάσει περισσότερα από 45 χρόνια από τότε που οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο. Ο στόχος της Τουρκίας ήταν να εμποδίσει την κυπριακή κυβέρνηση και το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να σχεδιάσουν την Ένωση, που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική τουρκική μειονότητα της Κύπρου. Ακόμα κι αν αυτό το κίνητρο ίσχυε, η κρίση πέρασε σύντομα. Η ελληνική χούντα κατέρρευσε και η Ελλάδα πέρασε στη δημοκρατία τον Νοέμβριο του 1974. Οποιοσδήποτε λόγος για να παραμείνουν στην Κύπρο οι τουρκικές δυνάμεις εξέλιπε. Ωστόσο, η Τουρκία είχε άλλα σχέδια. Αυτό που ξεκίνησε ουσιαστικά ως αποστολή διάσωσης μιας πολιορκημένης μειονότητας, μετατράπηκε σε μιαν ανοικτή και ιμπεριαλιστική αρπαγή γης που σήμερα χαρακτηρίζεται από τη μεταφορά μη Κύπριων εποίκων στην τουρκική ζώνη, αυτοανακηρυγμένη ως ανεξάρτητη ‘Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’, την οποία μόνο η Άγκυρα αναγνωρίζει και την κλοπή των κυπριακών πόρων που, εάν αφεθούν στα κυπριακά χέρια, θα μπορούσαν να ωφελήσουν και να ενώσουν όλους τους Κύπριους, ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνότητας». Αφού αναφέρεται λοιπόν ακροθιγώς και σε άλλες παρανομίες που διέπραξε η Τουρκία εναντίον της Συρίας και του Ιράκ, την προσπάθεια εθνοκάθαρσης των Κούρδων, εξηγεί τι θα έπρεπε η διπλωματία της Κυπριακής και της Ελληνικής Δημοκρατίας να απαιτήσει ως διπλωματικό τίμημα για την επιστροφή της Τουρκίας.

Εξηγώντας λοιπόν πως είναι η Τουρκία που χρειάζεται τις ΗΠΑ πλέον και όχι οι ΗΠΑ την Τουρκία, καταλήγει στο συμπέρασμα πως αυτό που πρέπει να ζητηθεί δεν πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο από «την πλήρη απόσυρση όλων των τουρκικών δυνάμεων και των εποίκων από την Κύπρο, το Ιράκ και τη Συρία».