Διελκυστίνδα συμφερόντων στη συριακή επικράτεια

Ιστορικά, κυρίως από την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσική Ομοσπονδία είχε προχωρήσει στην οικοδόμηση ενός συμμαχικού πλαισίου διεθνούς συνάντησης συμφερόντων και συνεργασίας με τη Συρία, πράγμα που κορυφώθηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του ιστορικού ηγέτη της χώρας, Χαφές Αλ Άσαντ. Αυτή η παράδοση συνεχίζεται και σήμερα εν μέσω του πολέμου στη Συρία και ανεξαρτήτως του γεγονότος της ευκαιριακής σύγκλισης συμφερόντων μεταξύ Ρωσίας και ερντογανικής Τουρκίας.

Η ανωτέρω διάσταση αποβλέπει στη διάρρηξη του υφιστάμενου ΝΑΤΟϊκού μετώπου από μέρους της Ρωσίας, κατάσταση που προκαλεί και μία σχετική κινητοποίηση των ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ. Παρά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τον χώρο της Μέσης Ανατολής, η ανησυχία της αμερικανικής ηγεσίας αναφέρεται στο γεγονός πως μπορεί η απώλεια της Τουρκίας και ο προσεταιρισμός της στη Ρωσία να προκαλέσει μια εκ βάθρων ανατροπή του ισοζυγίου δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η τουρκική πολιτική ηγεμόνευσης στον ως άνω χώρο βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει, επιχειρώντας μία διάρθρωση στρατηγικών που εκτείνονται από το κρατικό πολιτειακό μόρφωμα της Λιβύης, την με κάθε μέσο αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και όχι μόνον, την κατακτητική συνθήκη που επήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία και συνεχίζεται άνευ μεταβολών, μέχρι και τον συριακό χώρο, που παρά τη συμμαχική σχέση Δαμασκού - Μόσχας, εντούτοις η Άγκυρα αναπτύσσει ενεργό παρουσία και λόγο, χρησιμοποιώντας ως παράμετρο αποτρεπτικής πολιτικής το κουρδικό στοιχείο της Συρίας υπέρ των συμφερόντων και στρατηγικών προσανατολισμών της.

Προς τούτο πραγματοποίησε στρατιωτική επέμβαση στη συριακή επικράτεια, με την τακτικού επιπέδου ανοχή της Ρωσίας και τη συναινετική στάση της Ουάσιγκτον, όπου και κατέλαβε μέρος των περιοχών που τελούν υπό την κρατική οντότητα της Δαμασκού. Παρά την προγενέστερη προσέγγιση της Μόσχας με την Άγκυρα, εντούτοις οι σημερινές εξελίξεις αναδεικνύουν πως η σταθερότητα της σχέσης Ρωσίας - Συρίας υπερτερεί σαφώς της ευκαιριακής σχέσης Ρωσίας - Τουρκίας. Η εμπλοκή τουρκικών και συριακών δυνάμεων στην περιοχή Ιντλίμπ σηματοδοτεί και επερχόμενη ή και αναμενόμενη ενεργό εμπλοκή της Ρωσίας στην εν λόγω περιοχή. Τούτου δοθέντος εκτιμάται να υπάρξει διεύρυνση της σύγκρουσης με απρόβλεπτες τις εξελίξεις.

Ενώ συνήθως η Άγκυρα κινείται εκ του ασφαλούς, στην περίπτωση της Συρίας και της κατοχής μέρους της επαρχίας Ιντλίμπ, έχει αναλάβει ένα σχετικά υπολογισμένο ρίσκο, στον βαθμό που αφενός μεν η περιοχή αυτή τελεί υπό την προστασία και την άμεση κρατική επιρροή του καθεστώτος Άσαντ. Η Τουρκία αφού κατέλαβε περιοχές σε μια τρίτη χώρα, όπως η Συρία, δηλαδή τελούσα εν πλήρη παρανομία και κατακτητική ορμή, φρόντισε να υπογραμμίσει πως στο ενδεχόμενο απώλειας στρατιωτικών δυνάμεων, δηλαδή απώλειας ζωής στρατιώτη της, θα αντιδράσει αμέσως έναντι προπάντων εκείνων που κατά ταύτα δικαιούνται και νομιμοποιούνται να απελευθερώσουν τα κατακτηθέντα εδάφη τους από την Τουρκία, χρησιμοποιώντας, ως είθισται, και στρατιωτική βία.

Επ’ αυτού μάλιστα η κατακτητική δύναμη τόνισε κατά τρόπο που κινείται μεταξύ τραγωδίας και παράνοιας πως στο ενδεχόμενο, δηλαδή εάν παραστεί ανάγκη, θα επικαλεστεί το δικαίωμα νόμιμης άμυνας, δικαίωμα που κατέχουν οι χώρες που τελούν υπό κατοχή ή απειλείται η ακεραιότητά τους.

Εν τω μεταξύ, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των ΗΠΑ, που εκούσες άκουσες στηρίζουν τις τουρκικές επιδιώξεις στην περιοχή. Η Ουάσιγκτον διά του Υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, υπογράμμισε την πεποίθησή της ως προς το διεθνοπολιτικά οξύμωρο γεγονός πως η περιοχή του Ιντλίμπ δεν θα πρέπει να ελέγχεται από τις δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, παραγνωρίζοντας το γεγονός της διεθνοπολιτικής υπαγωγής της περιοχής στη Συρία. Η θέση αυτή των ΗΠΑ συνάγεται δεδομένης της παραδοσιακά αποτυπωμένης, ιδιαιτέρως μάλιστα στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αντίθεσης με τη Μόσχα.

Επομένως, διαπιστώνει κανείς πως η στάση των ΗΠΑ διακρίνεται από μία αντιφατικότητα, στον βαθμό που αφενός μεν ανησυχούν για το ανεξέλεγκτο του τουρκικού παράγοντα στην περιοχή, αφετέρου όμως η παραδοσιακή αντιρωσική προσέγγισή τους, τους οδηγεί σε μία στάση αντιπαράθεσης προς το καθεστώς Άσαντ και καθοριστική στήριξη της Άγκυρας στις παρανομίες της στην περιοχή αυτή.

Τούτων δεδομένων αναδεικνύεται πως η παραδοσιακή μετα-οθωμανική πολιτική της Άγκυρας επιφέρει μία διαδρομή της τελευταίας σε αυτήν τη χρονική στιγμή και σε αυτό το πλαίσιο, που υπενθυμίζει τη γνωστή στάση του τουρκικού καθεστώτος στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο χαρακτηρίστηκε ευστόχως ως πολιτική επιτήδειου ουδέτερου. Αυτό σημαίνει πως επιδιώκει η Τουρκία να λαμβάνει οφέλη από τις κατά περιόδους υπερδυνάμεις του κόσμου, χωρίς να έχει κόστος, πράγμα που αντανακλά την αντιπαλότητα στην διεθνοπολιτική σκηνή των άλλων δυνάμεων.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο