Διεθνή

Ο συριακός εμφύλιος δεν έχει τελειώσει, αλλά κλιμακώνεται

Ρωσία και Τουρκία θα επιβιώσουν αυτής της έντασης, αφού έχουν ανεκπλήρωτους γεωπολιτικούς στόχους, τους οποίους χρειάζονται αλληλοϋποστήριξη για να τους επιτύχουν

Η εντεινόμενη κρίση στην Ιντλίμπ είναι μια υπενθύμιση ότι ο συριακός εμφύλιο όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά τείνει να οδηγηθεί σε μια νέα κλιμάκωση. Η πόλη Ιντλίμπ, η οποία βρίσκεται βορειοδυτικά της Συρίας και συνορεύει με την Τουρκία, αποτελεί το τελευταίο προπύργιο της αντιπολίτευσης και των τζιχαντιστών, αλλά και το τελευταίο εμπόδιο για την ολοκληρωτική επικράτηση του Προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ. Εντούτοις, οι επιχειρήσεις που διεξάγει στην περιοχή, οι οποίες τελούν υπό τις ευλογίες και τη στρατιωτική υποστήριξη της Ρωσίας, βρίσκουν μπροστά τους τον στενό σύμμαχο του Βλαντιμίρ Πούτιν, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Με τους δύο ισχυρούς άντρες να βρίσκονται απέναντι γι’ ακόμα μια φορά στη μάχη για αύξηση της επιρροής στη Μέση Ανατολή, τίθεται το ζήτημα πώς θα καταφέρουν να αναδιπλωθούν, ώστε να λήξει «αναίμακτα» αυτή η απόκλιση συμφερόντων. Την ίδια στιγμή στο πεδίο της μάχης κάνει την επανεμφάνισή του το ιρανικό στοιχείο, θέτοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας πιο σύνθετης κατάστασης στην ήδη βυθισμένη στο χάος συριακή επικράτεια.

Η αντεπίθεση της Τουρκίας
Δημόσια η Άγκυρα διακήρυξε την αναγκαιότητα να προστατεύσει το στρατιωτικό της προσωπικό στη Συρία. Διά μέσου μάλιστα της τουρκικής προεδρίας επισημάνθηκε ότι, «εάν η Ρωσία δεν μπορεί να ελέγξει το καθεστώς Άσαντ από το να μας επιτίθεται, δεν θα διστάσουμε να απαντήσουμε σε κάθε απειλή». Την ίδια ώρα οι τελευταίες εξελίξεις ανάγκασαν την Τουρκία να αλλάξει τη στρατηγική ασφάλειας Ιντλίμπ, αφού υπάρχουν αναφορές ότι οι στρατιωτικές της δυνάμεις έχουν μετακινηθεί από τις θέσεις τους και αναπτύχθηκαν γύρω από περιοχές κλειδιά που επιδιώκει να καταλάβει ο συριακός στρατός. Σύμφωνα με αναλυτές, η βασική ανησυχία της Τουρκίας είναι ότι οι δυνάμεις του Άσαντ θα ανακαταλάβουν τα παρατηρητήρια που διατηρεί στην περιοχή μετά τις συμφωνίες του Σότσι και της Αστάνα με τη Ρωσία, ενώ δεν παραβλέπει ότι η νέα κλιμάκωση θα προκαλέσει προσφυγικές ροές, οι οποίες θα μετακινηθούν προς τα ήδη βαρυφορτωμένα σύνορά της. Έτσι ο Ερντογάν, ανεβάζοντας τους τόνους με την απειλή στρατιωτικής απάντησης, φαίνεται ότι επιδιώκει να αποκτήσει ένα σημαντικό αντίβαρο σε ενδεχόμενες συνομιλίες με τη Ρωσία, η οποία κατά γενικήν ομολογίαν αποτελεί τον ρυθμιστή του παιχνιδιού στον συριακό εμφύλιο. Όπως όλα δείχνουν, όμως, τις εξελίξεις θα καθορίσει το πόσο φιλόδοξη είναι η ατζέντα του Ερντογάν. Εάν επιδιώξει με τη στρατιωτική της αντεπίθεση να περιορίσει απλώς τα κτυπήματα στους στρατιώτες του στην Ιντλίμπ, δεν αναμένεται να υπάρξει ουσιαστική αντίδραση από τη Ρωσία. Εάν όμως προσπαθήσει να ανακόψει την πορεία του Άσαντ, ειδικοί επισημαίνουν ότι το Κρεμλίνο δύσκολα θα δείξει κατανόηση.

Γιατί ο Ερντογάν χρειάζεται τη Ρωσία
Την ημέρα που οι υποστηριζόμενες από τη Ρωσία δυνάμεις του Άσαντ σκότωσαν στην Ινλτίμπ οκτώ Τούρκους στρατιώτες, ο Τούρκος Πρόεδρος είχε επισκεφθεί την Ουκρανία για συνομιλίες με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι σχετικές με εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη χώρα δεν δίστασε να αναπτύξει μιαν αντιρωσική ρητορική με εμφανείς αναφορές στη μάχη ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ δεν έχασε ευκαιρία να ρίξει λάδι στη φωτιά, υπογραμμίζοντας ότι δεν αναγνωρίζει «την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας». Διαχωρίζοντας όμως την επικοινωνιακή τακτική από τη ρεαλιστική πολιτική, ειδικοί αναφέρουν ότι Ρωσία και Τουρκία θα επιβιώσουν αυτής της έντασης, αφού έχουν ανεκπλήρωτους γεωπολιτικούς στόχους, τους οποίους χρειάζονται αλληλοϋποστήριξη για να τους επιτύχουν. Έτσι κι αλλιώς οι δύο χώρες αντιμετώπισαν μια σοβαρή κρίση πριν από πέντε χρόνια, όταν οι τουρκικές δυνάμεις είχαν καταρρίψει ένα ρωσικό μαχητικό στα σύνορα με τη Συρία. Η ένταση στις σχέσεις Ρωσίας- Τουρκίας τότε είχε κρατήσει για μήνες, με τις δύο πλευρές να επιδίδονται σε έναν λεκτικό πόλεμο και να περιορίζουν τους διπλωματικούς τους δεσμούς. Την άποψη ότι δεν θα φτάσουν στα άκρα οι σχέσεις Ρωσίας με την Τουρκία ενισχύουν μια σειρά από λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν δεν θα ρίσκαρε να απομακρυνθεί από τη ρωσική επιρροή. Αρχικά, η Άγκυρα έχει μεγάλες οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι στη Μόσχα για την αγορά των ρωσικών S400, η αξία των οποίων ανέρχεται στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά δεύτερο, με τον αγωγό TurkStream, η Ρωσία θα προμηθεύει την Τουρκία με σημαντικές ποσότητες φυσικού αερίου, παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση όμως οι εξελίξεις στη Συρία δείχνουν ότι οι αποφάσεις στη διεθνή πολιτική έχουν κόστος και η Τουρκία στην περίπτωση αυτή το μαθαίνει από πρώτο χέρι, ειδικά σε μια γεωπολιτικά και οικονομικά μεταβαλλόμενη αρένα μάχης, όπως αυτή της Μέσης Ανατολής. Από την άλλη όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι ενώ ο Πούτιν δεν τρέφει καμιά συμπάθεια για τις υποστηριζόμενες από την Τουρκία ισλαμικές δυνάμεις στην Ιντλίμπ, δεν μπορεί να αδιαφορήσει για τη θέση της Άγκυρας. Δίχως αμφιβολία, έχει επενδύσει πολλά στη σχέση του με τον Ερντογάν, ενώ η Τουρκία έχει καταστεί ένας πολύτιμος εμπορικός και ενεργειακός εταίρος για τη χώρα του. Παράλληλα, ο «αμήχανος» πολιτικά ρόλος που αποκτά η Τουρκία εντός του ΝΑΤΟ θεωρείται για το Κρεμλίνο στρατηγικής σημασίας.

Το ανεφάρμοστο της συμφωνίας του Σότσι
Παρακολουθώντας την κατάσταση στην Ιντλίμπ θεωρείται δεδομένο ότι η συμφωνία του Σότσι που υπεγράφη τον Σεπτέμβρη του 2018 δεν έχει πλέον καμιά πρακτική εφαρμογή. Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία, η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να περιορίσει την οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (HTS), μια συμμαχία τζιχαντιστών που συνδέεται με την αλ Κάιντα. Εντούτοις, η ομάδα αυτή όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά απέκτησε επιρροή σε σημαντικές περιοχές σε κύριες οδικές αρτηρίες, οι οποίες συνδέουν μεγάλες συριακές πόλεις με την Τουρκία. Σύμφωνα με αναλυτές, η Ρωσία είχε δώσει προθεσμία στην Τουρκία περίπου ενάμιση χρόνο για να διαχειριστεί τη Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ. Έχοντας αποτύχει να το πράξει, το καθεστώς Άσαντ με την υποστήριξη της Ρωσίας εξαπέλυσε σφοδρές επιθέσεις, καταλαμβάνοντας τη Σαρακέμπ, η οποία βρίσκεται στον κόμβο των δύο κεντρικών αυτοκινητοδρόμων που ο συριακός στρατός επιχειρεί να θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό του. Η συγκεκριμένη πόλη, όντας 15χλμ. ανατολικά της Ιντλίμπ, θεωρείται στρατηγικής σημασίας στη στρατιωτική εκστρατεία της Δαμασκού να καταλάβει το ύστατο προπύργιο τζιχαντιστών και ανταρτών στη Συρία. Οι εκατέρωθεν παραβιάσεις της συμφωνίας πάντως καταδεικνύουν ότι δεν είναι κάτι περισσότερο από μια προσωρινή συνθήκη, αφού ο στόχος του Πούτιν ήταν και παραμένει η επικράτηση του Άσαντ σε όλη την επικράτεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ρήξη στις σχέσεις του με τον Ερντογάν, αφού, όπως σημειώνουν διεθνείς αναλυτές, χρειάζεται ο ένας τον άλλο, ώστε να διατηρήσουν τη στρατιωτική τους ισχύ στη Συρία. Για παράδειγμα, η Τουρκία έχει ανάγκη τη Ρωσία για να διαφυλάξει τα στρατιωτικά οφέλη που αποκόμισε στα ανατολικά του Ευφράτη. Η Μόσχα από την άλλη θέλει να κρατήσει όσο γίνεται πιο κοντά της την Άγκυρα, ώστε να μην ενεργοποιήσει μια νέα προσέγγιση από την Ουάσιγκτον, η οποία δείχνει ότι τη στηρίζει στις κινήσεις της εντός της Ιντλίμπ.

Η σημειολογία της ιρανικής παρουσίας στην Ιντλίμπ
Ενώ οι επιχειρήσεις στην Ιντλίμπ βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, η βρετανική εφημερίδα Daily Telegraph αποκάλυψε ότι τις δυνάμεις του Άσαντ συνδράμουν οι υποστηριζόμενοι από το Ιράν Αφγανοί μαχητές της οργάνωσης Fatemiyoun. Τις προηγούμενες ημέρες υπήρχαν επίσης αναφορές στον τουρκικό Τύπο για διάφορες άλλες ομάδες που υποστηρίζονταν από το Ιράν και είχαν παρεισφρήσει στο πεδίο της μάχης στην Ινλτίμπ και στο Χαλέπι. Μάλιστα, ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, είχε ασκήσει έντονη κριτική στις «συνδυασμένες επιθέσεις στην Ινλτίμπ από τους Ρώσους, τους Ιρανούς, τη Χεζμπολάχ και το καθεστώς Άσαντ». Η υποστήριξη του Ιράν στη συγκεκριμένη επιχείρηση θεωρείται μεγάλης σημασίας για πολλούς αναλυτές. Ο λόγος είναι ότι, παρά τη συνεχιζόμενη στρατιωτική και πολιτική στήριξη που παρείχε στον Άσαντ, η Τεχεράνη απείχε από επιχειρήσεις του συριακού στρατού που πραγματοποιούνταν στα βορειοδυτικά της χώρας. Οι κινήσεις αυτές φαίνεται έχουν να κάνουν με τη δολοφονία του υποστράτηγου Κασέμ Σουλεϊμανί από τους Αμερικανούς. Αν και ο στόχος της εξόντωσης ήταν ο περιορισμός της επιρροής του Ιράν στη Μέση Ανατολή, τελικά έθεσε σε κινητοποίηση το καθεστώς Άσαντ, ώστε να έρθει σε επαφή με την Τεχαράνη «για συντονισμό των επόμενων βημάτων». Έτσι η εμπλοκή του Ιράν στην Ιντλίμπ μπορεί να ερμηνευτεί από τη μια ως απάντηση στους αντιπάλους του ότι η δύναμη και η επιρροή του παραμένει ανεπηρέαστη παρά την απώλεια του Σουλεϊμανί, ενώ παράλληλα επαναβεβαιώνει τη στήριξη της Τεχεράνης στον Άσαντ, όπου και όποτε τη χρειάζεται.