Η ελληνοτουρκική σύγκρουση υπό τον φακό των ΗΠΑ

Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεδομένου του γεγονότος της εκδήλωσης του Ψυχρού Πολέμου ως νέας μορφής παγκόσμιας σύγκρουσης, Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν τον Φεβρουάριο του 1952 ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ. Η ταυτόχρονη αυτή διεργασία, που αφορούσε στις δυο χώρες, αποσκοπούσε πέραν της εμπέδωσης συνθηκών ασφάλειας και δυτικής κυρίαρχης παρουσίας στην Μεσόγειο, στην πραγμάτωση συμμαχικών και εκ τούτων φιλικών μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας σχέσεων. Παρά ταύτα, η Τουρκία, ούσα εν κλειστώ συνόρω με τη Σοβιετική Ένωση, μέγα αντίπαλο του δυτικού κόσμου, συνιστούσε για τις ΗΠΑ και το δυτικό στρατόπεδο παράγοντα εξόχως ιδιαίτερης στρατηγικής σπουδαιότητας.

Η Ελλάδα ως μεσογειακή δύναμη, παρά το ότι ανήκε στις νικήτριες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ η Τουρκία ήταν ο κατά Frank Weber Επιτήδειος Ουδέτερος, αντιμετωπίστηκε από τις ΗΠΑ ως συμπληρωματικής της Τουρκίας στρατηγικής σπουδαιότητας χώρος. Η προσδοκώμενη από τους Αμερικανούς συμμαχική σχέση που θα εμπέδωνε και φιλικούς δεσμούς μεταξύ των δυο χωρών διαρρήχθηκε με την εκδήλωση του Κυπριακού Προβλήματος, όπερ συνιστούσε σημαντική υπόθεση πατριωτικής σημασίας για τον Eλληνισμό ευρύτερα, στον βαθμό που η Κύπρος διεκδικούσε το δικαίωμά της για αυτοδιάθεση και ένωση με τον ελληνικό μητρικό κορμό. Πάρα τα συγκρουσιακά ζητήματα που εμφιλοχωρούσαν μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας, οι ΗΠΑ δεδομένου του μεγίστης σπουδαιότητας ενδιαφέροντός τους για ανάσχεση του «σοβιετικού επεκτατισμού» έβλεπαν τον χώρο Ελλάδας - Τουρκίας ως ενιαίο και εξ αυτού συνέχιζαν να προσβλέπουν στην εμπέδωση φιλικών και συμμαχικών δεσμών μεταξύ των δυο χωρών.

Σήμερα, και παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τις διαφοροποιημένες συνθήκες που αυτονοήτως έλαβαν χώρα στην περιοχή, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αποδίδουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα στον τουρκικό παράγοντα, στον βαθμό που η μεσογειακή λεκάνη παραμένει στρατηγικά αναβαθμισμένη, ενώ ταυτόχρονα η Τουρκία συνιστά τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό του ΝΑΤΟ, συνορεύουσα επίσης με τον εχθρό των ΗΠΑ, το Ιράν.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μακράς διαδρομής των δυο χωρών στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία διακρινόταν από την εμπέδωση ενός μονολιθικού συστήματος λήψης αποφάσεων που άπτετο ευθέως του εθνικού συμφέροντος της χώρας, έστω και αν αυτό βρισκόταν ενίοτε σε αντιπαράθεση με τις τακτικές των ΗΠΑ στην περιοχή. Παράδειγμα αυτού είναι η γνωστή σύγκρουση του 1964 μεταξύ Λίντον Τζόνσον και Ισμέτ Ινονού για το Κυπριακό και η περίφημη απαγόρευση από τους Αμερικανούς προς την Τουρκία να εισβάλουν στην Κύπρο. Το γεγονός αυτό, που συνιστούσε τραυματική εμπειρία για το τουρκικό πολιτικό σύστημα, υπενθύμισε παραδειγματικά το 1974 ο επικεφαλής της τουρκικής ηγεσίας, Μπουλέντ Ετσεβίτ, κατά την εισβολή στην Κύπρο, υπογραμμίζοντας την επιτυχή έκβαση της τουρκικής στρατηγικής δέκα χρόνια μετά.

Στην σημερινή εποχή, όπου η Τουρκία εξακολουθεί να εκδηλώνεται κατά μείζονα πλέον τρόπο ως ανεξάρτητη μεταβλητή στο περιβάλλον ασφάλειας στην περιοχή, απειλώντας Ελλάδα και Κύπρο παντί τρόπω, όχι μόνο λόγοις, αλλά και έργοις, οι ΗΠΑ, ενώ αντικρίζουν την Ελλάδα ως δεδομένη, προσκολλημένη στο δυτικό στρατόπεδο προβλέψιμη κρατική οντότητα, βλέπουν την Τουρκία ως έναν δύσκολο εταίρο, του οποίου η συμμετοχή στη δυτική συμμαχία παραμένει ζωτικής σημασίας.

Ταυτόχρονα δε ανησυχούν για απρόβλεπτες και τραυματικές, ενδεχομένως, κινήσεις εις βάρος του δυτικού στρατοπέδου από τον Τούρκο Πρόεδρο. Προτεραιότητα για τις ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και την Τουρκία αποτελεί η αποτροπή, παντί τρόπω, ενδεχόμενου πολεμικού επεισοδίου μεταξύ των δυο χωρών, που θα έπληττε συνεπακόλουθα τη συνοχή του ΝΑΤΟ και θα επηρέαζε αρνητικά τη στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή. Τούτου δοθέντος, προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη συγκρουσιακή διάσταση μεταξύ των δυο χωρών, η Ουάσιγκτον πιέζει πρωτίστως την Ελλάδα, θεωρώντας την ως προσφορότερη σε καθοδηγητικές παρεμβάσεις απ’ ό,τι η τα μάλα ανεξέλεγκτη πολιτική πραγματικότητα του Ερντογάν.

Κατά ταύτα και υπό τον φακό των ΗΠΑ, μια ελληνοτουρκική συνεργασία στα ενεργειακά θα εξυπηρετούσε κατά μείζονα λόγο τα ευρύτερα συμφέροντα της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Τούτο δε ανεξαρτήτως του αν η Ελλάδα υποχρεωθεί να προσαρμοστεί σε ένα καθεστώς εθνικών υποχωρήσεων χάριν των ούτω καλούμενων δυτικών συμφερόντων, συνθήκη που για τις ΗΠΑ παραμένει γεγονός αδιάφορο, όσο η οπτική τους για τις δύο χώρες παραπέμπει στην παράσταση των συγκοινωνούντων δοχείων.

Στην ως άνω αμερικανική οπτική του χώρου δεν συνυπολογίζεται το ιστορικό πλαίσιο που αναφέρεται σε μια ιστορική διαδρομή κατ’ εξακολούθησιν επαναλαμβανόμενου τουρκικού δομικού επεκτατισμού, που εκδηλώνεται πολλαπλασιάζοντας τις διεκδικήσεις του εκεί όπου υπάρχει απουσία αντίστασης και χώρος πρόσφορος στις επεκτατικές του επιδιώξεις. Κατόπιν τούτων, οφείλει κανείς να επισημάνει πως νομοτελειακά στη διαδρομή των διεθνών σχέσεων, ο εν αμύνη ευρισκόμενος και διαρκώς απειλούμενος, όπως η Ελλάδα εν προκειμένω, είτε θα ακολουθήσει το απευκταίο παράδειγμα Τσάμπερλεν ή θα υποχρεωθεί να αντιδράσει.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο