Αναλύσεις

Αστυνομικός φύλακας των αγωνιστών

Ανάμεσα στους αδικημένους αυτούς αγωνιστές και ο Όμηρος Σωκράτους, από την Τάλα της Πάφου

Πολλοί ήταν οι αγωνιστές που αδικήθηκαν κατάφωρα από την Πολιτεία, για τη δημιουργία της οποίας έβαλαν κι αυτοί από ένα λιθαράκι. Αμάρτημά τους ένα και μοναδικό: Έμειναν πιστοί στον όρκο της ΕΟΚΑ. Αρνήθηκαν να ενταχθούν σε κόμμα, ενώ είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή.

Ανάμεσα στους αδικημένους αυτούς αγωνιστές και ο Όμηρος Σωκράτους, από την Τάλα της Πάφου. Φίλος παλιός ο Όμηρος από το 1957. Αστυνομικός αυτός στην Ευρύχου κι εγώ μαθητής Δ΄ τάξης του Γυμνασίου Σολέας. Από τη συμπεριφορά του, όταν κάναμε αντιβρετανικές διαδηλώσεις, διέκρινα ότι περισσότερο μάς ενθάρρυνε αντί να μας εμποδίζει. Δεν είχα καμιά επαφή μαζί του για υποθέσεις την Οργάνωσης, αλλά η συμπεριφορά του ήταν φιλική και πολλές φορές προστατευτική απέναντί μας.

Μετά τον Αγώνα ο Όμηρος είχε μετατεθεί στη Λευκωσία και κατά σύμπτωση γίναμε γείτονες. Ο γιος του, Διγενής κι ο Γιάννος μου ήταν συμμαθητές στο Δημοτικό Αγίου Δομετίου και πολύ καλοί φίλοι. Τότε έμαθα ότι ο μικρός Διγενής ήταν γιος του φίλου μου Όμηρου και της συμμαθήτριάς μου Μαρίας. Πριν από λίγες ημέρες πήρα ένα τηλεφώνημα απ’ εκεί που δεν το περίμενα. Ήταν από τον Όμηρο. Κι εκεί που μιλούσαμε για τα τα παλιά, ξεπρόβαλε και το θέμα των διωγμών σε βάρος αγωνιστών. Τότε μου μίλησε ο Όμηρος και για τη δική του περίπτωση. Αυθόρμητα του πρότεινα να του πάρω μια συνέντευξη, τώρα που πλησιάζει η 1η Απριλίου. Δέxθηκε και, χωρίς να χάσω καιρό, αμ’ έπος αμ’ έργον, πήρα τη συνέντευξη που ακολουθεί:

- Από πού είσαι και πώς μπήκες στην Οργάνωση, Όμηρε;

- Κατάγομαι από την Τάλα της Πάφου και αποφοίτησα από το Κολέγιο της πόλης το 1955. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα αστυνομιικός. Με έστειλαν, με άλλους που είχαν περάσει, στο Νοσοκομείο Πάφου για ιατρικές εξετάσεις και μέτρησαν το ύψος και το βάρος μας. Στη συνέχεια πήρα εντολή να μεταβώ στην Αστυνομική Σχολή Στροβόλου για προφορικές εξετάσεις. Όσους περάσαμε μάς είπαν να πάμε να ορκιστούμε αστυνομικοί στις 9 Σεπτεμβρίου. Εγώ, επειδή ήθελα πρώτα να γίνω μέλος της ΕΟΚΑ και μετά να ορκιστώ αστυνομικός, δεν πήγα. Κι εκεί που προσπαθούσα να βρω έναν αγωνιστή να με ορκίσει, έγινε το θαύμα. Πέρασε από το χωριό ο διάκος του Αγίου Νεοφύτου, Λαυρέντιος. Με ζήτησε και με βρήκε. Άρχισε να μου μιλά για τον Αγώνα. Με βολιδοσκοπούσε για να δει τις αντιδράσεις μου, και έφυγε. Την άλλη μέρα ήρθε στο σπίτι. Ήμουν μόνος και μου είπε: «Έχω εξ άνωθεν εντολή να σε ορκίσω στην ΕΟΚΑ».

«Εν ο Θεός που σ’ έστειλε», του είπα. «Ήθελα να γίνω μέλος της ΕΟΚΑ και δεν ήξερα ποιαν πόρτα να κτυπήσω». Εκείνος τότε έβγαλε την Αγία Γραφή και τον όρκο, έβαλα το χέρι στο Ευαγγέλιο και ορκίστηκα. Του ανέφερα ότι πέρασα αστυνομικός και έπρεπε να ορκιστώ στις 9 Σεπτεμβρίου, αλλά δεν πήγα διότι ήθελα πρώτα να γίνω μέλος της ΕΟΚΑ. «Να πας», μου είπε, «και από μέσα στην Αστυνομία θα εξυπηρετείς καλύτερα τον Αγώνα». Σε λίγο με βρήκε ο ξάδελφός μου ο Παναγιώτης Προκοπίου και μου είπε ότι, αν δεν πάω να ορκιστώ, θα με συλλάβουν. Έτσι, την άλλη μέρα, 15 Σεπτεμβρίου, πήγα στην Αστυνομική Σχολή και με όρκισε ένας Τούρκος δεκανέας. Οι άλλοι είχαν ορκιστεί από τις 9 του Σεπτέμβρη. Ξέχασα να σου πω ότι στην ομάδα της Τάλας που ορίστηκα, τα άλλα μέλη ήταν ο Μιλτιάδης Στυλιανού, ο Δανιήλ Χρυσοστόμου, ο ξάδερφός μου ο Δανιήλ Χαριλάου κι ακόμα ένας που δεν τον θυμάμαι. Τέλη 1955 τέλειωσα την Αστυνομική Σχολή και τοποθετήθηκα στη Λεύκα, αλλά έμενα με άλλους στο σπίτι του Θεραπή του Χασάπη, στο Ξερό.

Μια μέρα με πλησίασε ο Παλλάδιος Νικολάου, καθηγητής του Γυμνασίου Μόρφου, και μου πρότεινε να μπω στην Οργάνωση. Δεν του είπα ότι ήμουν μυημένος, αλλά από τη στάση μου ίσως να το κατάλαβε και μου είπε: «Όταν έχεις πληροφορίες ότι θα γίνουν έρευνες ή θα στήνονται οδοφράγματα, να μας ενημερώνεις έγκαιρα, για να παίρνουμε τα ανάλογα μέτρα». Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε πάλι ο Παλλάδιος και μου είπε: «Να κάνεις το παν για να μάθεις ποια αυτοκίνητα υποπτεύονται οι Άγγλοι ότι μεταφέρουν αντάρτες και πυρομαχικά, για να παίρνουμε έγκαιρα τα μέτρα μας». Δεν πέρασε πολύς καιρός και μετατέθηκα από τη Λεύκα στο Ξερό. Με είχε ζητήσει ο λοχίας Τάκης Κουδουνάς, διότι γνώριζα καλά αγγλικά, για να συνοδεύω τους Βρετανούς στρατιώτες που έστηναν οδοφράγματα στην Πεντάγυια και ερευνούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Στη Λεύκα, που ήταν το κέντρο της περιοχής, υπήρχαν δυο υπολοχαγοί και δυο διμοιρίες στρατιώτες. Όταν πήγαμε για πρώτη φορά στην Πεντάγυια για να στήσουν οδόφραγμα, εμένα με έβαλαν σε τεθωρακισμένο με τους αξιωματικούς. Το όχημα είχε εσωτερικό φωτισμό και είχε μια μικρή πινακίδα με τους αριθμούς των εφτά αυτοκινήτων, που είχαν πληροφορίες ότι μετακινούσαν αντάρτες και οπλισμό. Με προφυλάξεις έγραψα σ’ ένα πρόχειρο χαρτί τους αριθμούς. Έξω από το νοσοκομείο της Παντάγυιας έστησαν το οδόφραγμα με συρματοπλέγματα. Επί αρκετή ώρα ερευνούσαν διερχομένους και οχήματα, αλλ’ ευτυχώς δεν συνέλαβαν κανέναν. Το βράδυ ήρθε ο Παλλάδιος, του έδωσα τους αριθμούς των εφτά υπόπτων αυτοκινήτων, μιλήσαμε λίγο και έφυγε. Μετά ήρθε στο σωματείο «Νέοι Σόλοι» Ξερού και ο αγωνιστής Χριστόδουλος Εγγλέζος. Με κέρασε και, αφού ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες για τις κινήσεις των Βρετανών, έφυγε. Ενώ πήγαινα στο σπίτι μου αντιλήφθηκα στον δρόμο τη Μαρούλλα του Θεραπή να ρίχνει φυλλάδια της ΕΟΚΑ. Την προσπέρασα και προσποιήθηκα πως δεν την είδα.

Το κλάμα του Κουδουνά

Τον Ιούλιο του 1956 μού ζήτησε ο λοχίας Τάκης Κουδουνάς να τον συνοδεύσω στη Λευκωσία, όπου θα έπαιρνε για επιδιόρθωση τη μοτοσικλέτα του σταθμού. Αργήσαμε στο μηχανουργείο και φθάσαμε αργά τη νύκτα στο Ξερό. Ο Κουδουνάς μού είπε να πάω σπίτι να ξεκουραστώ και εκείνος θα πήγαινε στο γραφείο για ενημέρωση του δελτίου κινήσεως. Μετά από δέκα λεπτά ήρθε στο δωμάτιό μου κλαίοντας. Επειδή είχε ένα μικρό παιδί με κοίλη, φοβήθηκα και τον ρώτησα τι συμβαίνει. «Χάνω το παιδί μου», μού είπε. Κι εγώ τον καθησύχασα λέγοντας: «Έχω κάπου 400-500 λίρες στο αρμαρούδι να σου τις δώσω να κάνει εγχείρηση το μωρό, και όποτε μπορείς να μου τα επιστρέψεις». Κι εκείνος μου απάντησε: «Εσύ είσαι το παιδί μου».Τότε του είπα: «Λοχία μου, είμαι καλά. Είμαι εδώ». «Όμηρέ μου», μού είπε, «πήρα επείγουσα διαταγή από το Αρχηγείο να μετατεθείς αμέσως στην Ευρύχου». «Πώς θα πάω τέτοιαν ώρα;», τον ρώτησα και μου είπε: «Θα ξυπνήσω τον Τζιοβάννη της ΚΕΜ να σε πάρει». Πράγματι, σε λίγο ήρθε ο Λοχίας με τον Τζιοβάννη, φορτώσαμε τη λιτή οικοσκευή μου στο αυτοκίνητο και με πήρε στην Ευρύχου.

- Έτσι, μες στα βαθιά μεσάνυχτα, χωρίς να ειδοποιηθεί ο σταθμός της Ευρύχου; Οι Βρετανοί στρατιώτες που επάνδρωναν τον σταθμό δεν αιφνιδιάστηκαν;

- Δεν ήξεραν τι συμβαίνει και άρχισαν να φωνάζουν από τον εξώστη. Ρωτούσαν ποιος είμαι και τι γύρευα. Ευτυχώς δεν πυροβόλησαν. Ήρθε κοντά μου ο φρουρός, μέσα από το συρματόπλεγμα, και με ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα: «Αστυνομικός Όμηρος Σωκράτους, αριθμός 1501». Μου είπε να περιμένω να πάρει τον αστυνόμο. Επικοινώνησε με τον αστυνόμο Λιβέρα και τον διαβεβαίωσε ότι μετατέθηκα εκεί.

- Τι έγινε την άλλη μέρα;

- Βρέθηκα άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Ο λοχίας Πούλλος μού είπε να πάω με άλλο συνάδελφο, με τη μοτοσικλέτα, στα χωριά που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του σταθμού μας. Κάναμε βόλτα στα χωριά Καλλιάνα, Σινά Όρος, Τεμπριά, Κοράκου, Φλάσου, Λινού, Άγιος Επιφάνιος και Άγιος Θεόδωρος. Μιλήσαμε με κοινοτάρχες και αγροφύλακες και γυρίσαμε στην Ευρύχου.

- Μετά την περιοδεία έμεινες στον σταθμό;

- Όχι. Πήγα έξω στην Ευρύχου για να γνωρίσω το χωριό. Ενώ περπατούσα, είδα έξω από την εκκλησία πολύν κόσμο και ρώτησα τι συμβαίνει. Μου είπαν ότι ήταν της Αγίας Μαρίνας και γιόρταζε το χωριό. Όταν γύρισα στον σταθμό είδα τον ταξιτζή Κυριάκο Κούλα και του είπα να με πάρει στο Ξερό, να δω τους φίλους μου. Με είδε ο λοχίας από μέσα που μπήκα στο αυτοκίνητο και έτρεξε αμέσως και το σταμάτησε. Βγήκα και ρώτησα τον Λοχία τι συμβαίνει. Είπε στον ταξιτζή να φύγει και προχωρήσαμε προς το σταθμό, οπότε μου αποκάλυψε ότι: Πήρε επιστολή από τον αστυνόμο Λιβέρα ότι τελούσα υπό αυστηρή παρακολούθηση και δεν μπορούσα να εγκαταλείψω την ακτίνα δικαιοδοσίας του σταθμού Ευρύχου, χωρίς ειδική άδεια.

- Πώς αντέδρασες;

- Ευχαρίστησα τον λοχία που μου αποκάλυψε τις οδηγίες που είχε, αλλά του τόνισα πως είμαι ελεύθερος και θα πηγαίνω στο Ξερό, ό,τι κι αν συμβαίνει, αλλά μόνο εκείνος θα το ξέρει. Ο Πούλλος ανακουφίστηκε όταν του είπα ότι κανείς άλλος δεν θα μάθει ποτέ ότι θα πηγαίνω στο Ξερό. Μού εξήγησε ότι θα έχει συνέπειες αν συνέβαινε κάτι, λέγοντάς μου: «Όμηρε, είμαι φτωχός κι έχω δυο κόρες, αντιλαμβάνεσαι τι θα γίνει αν μάθουν οι άλλοι ότι πηγαίνεις στο Ξερό». «Μη φοβάσαι», του είπα. Κι έτσι κυκλοφορούσα ελεύθερα με την κάλυψη του λοχία.

Στον σταθμό της Ευρύχου γνώρισα και τον Τομεάρχη Φρίξο Δημητριάδη. Ήταν υπό περιορισμό στην Τεμπριά κι ερχόταν κάθε απόγευμα να δώσει το «παρών» του. Πολλές φορές, χωρίς να έρθει, τον κάλυπτα. Άλλες φορές πήγαινα με τον Πούλλο και κάναμε εικονικό έλεγχο στο σπίτι του. Φώναζα έξω από το σπίτι του «Φρίξο, είσαι μέσα» και απαντούσε ο πατέρας του Γιώρκος Δημητριάδης, «είμαι μέσα».

«Φύλακας» των διαδηλωτών

Σε μια μαθητική διαδήλωση συνελήφθησαν, μεταξύ άλλων, ο αείμνηστος ήρωας Ανδρέας Αβρααμίδης και η μαθήτρια Αντρούλλα Ταμπρή-Ηλιάδου. Τους ρώτησα ποιους ν’ αφήσω, εκτός από αυτούς, από την πίσω πόρτα και μου ανέφεραν τα ονόματα και άλλων, τους οποίους και φυγάδευσα. Μια μέρα ήρθε ο διαβόητος ανακριτής Σέιβορι από τις Πλάτρες και μπήκε στο γραφείο του Πούλλου. Αντιλήφθηκα ότι κάτι θα συμβεί και πέρασα κρυφά έξω από το γραφείο. Έλεγε στον λοχία να πάει αστυνομικός στο Γυμνάσιο και να συλλάβει τους μαθητές Νίκο Παναγιώτου-Πογιατζή και Αντρέα Χαραλάμπους Γιαννάκη. Χωρίς να χάσω καιρό, πήρα το ποδήλατό μου και έτρεξα στο Γυμνάσιο. Βρήκα τον Νίκο και τον ενημέρωσα. Επειδή ο Γιαννάκης δεν ήταν εκεί, είπα στον Νίκο να τον ενημερώσει. Αργότερα ο Γιαννάκης βγήκε καταζητούμενος.

Άγγλος πληροφοριοδότης

Έναν περίπου μήνα προτού σκοτωθεί ο Μάρκος Δράκος, ήρθε ο Εγγλέζος λοχαγός και μας είπε: «Ζητώ τον Όμηρο Σωκράτους». Σηκώθηκα και παρουσιάστηκα. Διέταξε τους άλλους να βγουν έξω και μου είπε: «Όμηρε, τι με θεωρείς εχθρό ή φίλο;». Του απάντησα: «Με τη συμπεριφορά σου απέναντί μου, σε θεωρώ καλό φίλο», οπότε μου λέγει: «Άκουσέ με όχι ως φίλο, αλλά ως αδελφό. Απόψε Άγγλοι στρατιώτες θα περικυκλώσουν το σπίτι του Χρίστου Ιωαννίδη στην Κοράκου και θα κάνουν έρευνες. Έχουν πληροφορίες ότι εκεί κρύβεται ο Μάρκος Δράκος με την ομάδα του. Κάμε ό,τι νομίζεις. Δεν θέλω να μάθω αν είσαι της ΕΟΚΑ, ούτε τι θα κάνεις», κι έφυγε.

- Τι έκανες;

- Έγραψα στο βιβλίο κινήσεων ότι αναχώρησα στην Κοράκου για επίδοση δικαστικών κλήσεω. Έξω από την Ευρύχου συνάντησα τον Χρ. Ιωαννίδη στη γέφυρα έξω από το ελαιοτριβείο. Του είπα τι έμαθα και με ρώτησε από πού πήρα την πληροφορία. Του απάντησα πως δεν έχει σημασία ποιος μου την έδωσε. Γονάτισε και μου φιλούσε τα πόδια. Όπως έμαθα αργότερα, βρήκε τον Δράκο σε σπίτι στα Κατύδατα κι ο ήρωας τού ζήτησε να διευθετήσει μια Κυριακή να με γνωρίσει και να μ’ ευχαριστήσει μαζί με τους αντάρτες του. Δυστυχώς, η συνάντηση δεν έγινε ποτέ. Στις 19 Γενάρη 1957 ο Δράκος πέταξε στην αθανασία.

Μετά τον Αγώνα

- Όταν τέλειωσε ο Αγώνας ήσουν στην Ευρύχου;

- Ναι. Κι εκεί με περίμενε μια έκπληξη. Ήρθε ο αστυνόμος Κιαζίμ Ναμί. Με τράβηξε παράμερα και μου είπε: «Ήρθα αποκλειστικά για να σου πω κάτι που πρέπει να το μάθεις και να προσέχεις, διότι εγώ θα φύγω με την οικογένειά μου στην Αγγλία. Το 1956 οι αστυνόμοι Λιβέρας, Γουίλιαμς κι εγώ, μαζί με τον βασανιστή Σέιβορι συνεδριάσαμε για σένα. Θέμα η σύλληψή σου και η μεταφορά σου στις Πλάτρες για ανάκριση, διότι θεωρήσουν μέλος της ΕΟΚΑ. Εγώ διαφώνησα. Είπα ότι ήσουν πάντα κοντά μου, πολύ υπεύθυνος και νομοταγής. Είναι αδικία να συλληφθείς. Σε εγγυήθηκα και ματαιώθηκε η σύλληψή σου». Συγκινημένος τον ρώτησα: «Σε βύζαξε Ελληνίδα;». Δεν απάντησε, αλλά είδα τα μάτατια του να δακρύζουν. Με χαιρέτησε κι έφυγε. Όταν υπηρετούσα στη Λεύκα, η μάνα του αστυνόμου Κιαζίμ ερχόταν καθημερινά στον σταθμό και μιλούσε στα Ελληνικά με τον γιο της. Λίγες μέρες μετά το περιστατικό αυτό μετατέθηκα στη Λεύκα και το 1961 στον σταθμό Σεραγίου στη Λευκωσία. Τέλη του 1963 με κάλεσε με άλλους στη Πύλη Πάφου ο αστυνόμος Παναγιώτης Αριστοκλέους. Ήμασταν 300. Μας είπε ότι η πολιτική κατάσταση είναι επικίνδυνη και όσοι αγαπούμε την πατρίδα μας πρέπει να καταταχθούμε σε ένοπλες ομάδες. Βγήκα πρώτος και είπα παρών. Με ακολούθησαν άλλοι 13-14. Τελικά, όταν ξέσπασε η τουρκική ανταρσία, πήγα με τις ομάδες του Σαμψών στην Ομορφίτα.

- Με τόση προσφορά στην πατρίδα κατά τον Αγώνα και την τουρκική ανταρσία, πώς και δεν πήρες καμιά προαγωγή;

- Μετά τον Αγώνα ενδιαφέρθηκε ο συναγωνιστής Παλλάδιος, είχε και επαφή με τον αστυνόμο Δημοσθένη Ρήγα, αλλά δεν έγινε τίποτε. Δεν είχα κανένα μέσο. Πέτυχα σε εξετάσεις λοχία και αξιωματικού, αλλά και πάλι αδικήθηκα. Τα εθνικά μου φρονήματα ήταν εμπόδιο στην προαγωγή μου. Έκανα προσφυγή και δικαιώθηκα νομικά, αλλά παρέμεινα απλός αστυνομικός. Έκανα δεύτερη προσφυγή και πάλι δικαιώθηκα, αλλά και πάλι δεν πήρα προαγωγή. Επί Σπύρου Κυπριανού, δυο αστυνόμοι στους οποίους υπέβαλα γραπτώς παράπονο, μου συνέστησαν να βγάλω ταυτότητα του ΔΗΚΟ και να προαχθώ. Ο ένας, μάλιστα, μου είπε: «Έχω εντολή να σε προβιβάσω σε λοχία και σε έξι μήνες σε υπαστυνόμο, αν μου φέρεις ταυτότητα του ΔΗΚΟ». Ο άλλος μού είπε: «Δεν κανεί που δεν βγάζεις ταυτότητα του ΔΗΚΟ, έβγαλες τον γιο σου Διγενή και ζητάς προαγωγή. Η επιστολή σου δεν θα προωθηθεί στην ηγεσία, διότι θα έχεις συνέπειες». Εγώ επέμενα και η επιστολή μου στάληκε. Ο Αρχηγός Σάββας Ανατωνίου μού απάντησε: «Η επιστολή σου προωθήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών». Πήρα σύνταξη, αλλά ούτε βαθμό πήρα, ούτε απάντηση από τον Υπουργό. Δυστυχώς, αυτά συμβαίνουν ακόμη και σήμερα στη δημόσια υπηρεσία. Χωρίς μέσον δεν προσλαμβάνεσαι, ούτε προάγεσαι.

Πόσο δίκαιο έχει ο φίλος συναγωνιστής Όμηρος Σωκράτους!