Φτωχοποίηση και Χλιδή ΙΙ

Σήμερα κανονικά διαθέτουμε ένα κράτος ευημερίας, όπου κανένας δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης. Εκεί κι όπου παρουσιάζεται κάποια εξαίρεση στον κανόνα αυτό, σημαίνει ότι κάποιο λάθος έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση

Η παροχή δημοσίου βοηθήματος από μέρους του Κράτους σε άπορους πολίτες εισήχθη από την Αποικιοκρατική Κυβέρνηση. Το Τμήμα Ευημερίας, που είχε τη διαχείριση του προγράμματος αυτού, ήθελε από την εποχή της Ανεξαρτησίας να το καλύψει νομοθετικά, έτσι ώστε η βοήθεια να μην παρέχεται απλά ως ‘φιλανθρωπία’ αλλά δικαιωματικά. Παρόλο που αναλάβαμε να το μελετήσουμε στo πλαίσιo του Δεύτερου Πενταετούς Σχεδίου Ανάπτυξης, 1967-1971, ο φόβος μας ήταν μήπως με την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος σε κάθε άτομο, που διαμένει στην Κύπρο, ανοίγαμε τον ασκό του Αιόλου κι ωθούσαμε πολλούς στο περιθώριο και την απραξία, όπως έγινε σε άλλες αναπτυγμένες χώρες. Στο επόμενο Σχέδιο ήμασταν ακόμη πιο επιφυλακτικοί: απορρίπταμε την ιδέα της παραχώρησης τέτοιου δικαιώματος και υιοθετούσαμε τη βελτίωση του υφιστάμενου συστήματος παροχής δημοσίου βοηθήματος και των υπηρεσιών περίθαλψης κι αποκατάστασης. «Επί του παρόντος η επικρατούσα άποψη είναι η συνέχιση λειτουργίας του σχεδίου στη βάση διοικητικών κανονισμών με παράλληλη επανεξέταση των κριτηρίων και των ποσών δημοσίων βοηθημάτων», έλεγε το Τρίτο Σχέδιο, 1972-1976.

Με την καταστροφή που επισώρευσε η τουρκική εισβολή, ο αριθμός των εξαρτημένων από τη βοήθεια του Κράτους ατόμων πήρε μέσα σε λίγες μέρες τρομακτικές διαστάσεις. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός κατέστη εξαρτημένος από το κυβερνητικό πρόγραμμα περίθαλψης και αποκατάστασης εκτοπισθέντων και παθόντων. Στην αρχή το όλο έργο αναλήφθηκε από το Τμήμα Ευημερίας σε συνεργασία με άλλα αρμόδια Τμήματα, ανάλογα με την πτυχή του θέματος, σαν φυσική συνέχεια στις δραστηριότητές του. Δυστυχώς, πολύ νωρίς το Τμήμα σήκωσε τα χέρια ψηλά μπροστά στο τεράστιο όγκο δουλειάς που απαιτείτο, ίσως γιατί το ίδιο δεν ήταν κατάλληλα στελεχωμένο και διαρθρωμένο. Και τη θέση του πήρε η νεοσυσταθείσα προς τούτο Υπηρεσία Μέριμνας κι Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων και Παθόντων με βασικά στελέχη το προσωπικό του Κέντρου Παραγωγικότητας Κύπρου, που υπό τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν έχασε προσωρινά το αντικείμενο εργασίας του, υπό τον τότε Διευθυντή του Κέντρου Γιώργο Ιακώβου.

Η Υπηρεσία αυτή, σε συνεργασία με άλλες, επιτέλεσε ομολογουμένως ένα εξαίρετο έργο παρά τις απειρίες όλων στην αντιμετώπιση τέτοιου τύπου προβλημάτων. Oι πρόσφυγες, που από τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τα πάντα, βρίσκονταν σε μια κατάσταση σύγχυσης και ήθελαν προσεκτική και ειδική μεταχείριση. Παρατηρήθηκαν τότε περίεργες συμπεριφορές σε κυβερνητικούς καταυλισμούς, που μόνο ειδικοί κοινωνιολόγοι/ψυχολόγοι θα μπορούσαν να χειριστούν. Αλλά κι οι αλλαγές που συντελέστηκαν στον κοινωνικό ιστό της Κύπρου, λόγω της εισβολής και του ξεριζωμού, έπρεπε να παρακολουθούνται και να αντιμετωπίζονται από ειδικούς. Ήταν λάθος που το πιο αρμόδιο Τμήμα της Κυβέρνησης, το Τμήμα Ευημερίας, περιορίστηκε στα προηγούμενα καθήκοντά του, λειτουργώντας μόνο ως σύμβουλος της Υπηρεσίας Μέριμνας.

Το Γραφείο Προγραμματισμού τότε έδωσε έμφαση στην επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας. Παράλληλα, υπό την ιδιότητά του ως Συντονιστή του ευρύτερου αναπτυξιακού κυβερνητικού έργου, παρακολουθούσε και υποβοηθούσε το έργο της μέριμνας. Η αναστάτωση στην κοινωνία κι οι ανακατατάξεις που επήλθαν είχαν τις αρνητικές επιπτώσεις τους και στο ευρύτερο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Προβήκαμε σε διάφορες ενέργειες στα πλαίσια αυτά. Το θέμα μας εδώ είναι η κοινωνική ευημερία.

Με τις διαστάσεις που πήραν μετά την εισβολή οι ανάγκες για δημόσια βοηθήματα, οι παλιοί μας ενδοιασμοί για τη νομοθετική κατοχύρωση του σχεδίου ήρθησαν εκ των πραγμάτων. Τι ειρωνεία! Προσπαθούσαμε να προστατεύσουμε τη κοινωνία από τους λίγους που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το δικαίωμά τους σε δημόσιο βοήθημα και ελέω τουρκικού στρατού ο μισός πληθυσμός της Κύπρου κατέστη αναγκαστικά δικαιούχος από τη μια μέρα στην άλλη. Έτσι η παροχή δημοσίου βοηθήματος σε δικαιούχους μετατράπηκε από φιλανθρωπική χειρονομία και διοικητική πράξη της Κυβέρνησης σε δικαίωμα του κάθε πολίτη που βρίσκεται κάτω από ένα καθορισμένο επίπεδο διαβίωσης. Ένα μακροχρόνιο όραμα του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας έγινε πραγματικότητα. Έκτοτε το κατώτατο επίπεδο διαβίωσης αναθεωρήθηκε πολλές φορές και οι παροχές εμπλουτίστηκαν, ώστε να καλύπτουν τις βασικές βιοτικές/βιωματικές απαιτήσεις.

Σήμερα κανονικά διαθέτουμε ένα κράτος ευημερίας, όπου κανένας δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα μίνιμουμ επίπεδο διαβίωσης. Εκεί κι όπου παρουσιάζεται κάποια εξαίρεση στον κανόνα αυτό, σημαίνει ότι κάποιο λάθος έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ως Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχα κηρύξει την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, 1990-2000, ως δεκαετία ανάπτυξης κοινωνικής ευημερίας. Στο σχετικό πρόγραμμα δράσης αναφέρεται ότι «στόχος είναι στο τέλος του απερχόμενου αιώνα να έχει εδραιωθεί ένα κράτος ευημερίας, στο οποίο ο κάθε πολίτης θα είναι με ενεργητικό τρόπο κοινωνός στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και στα αγαθά της, και μια κοινωνία αυτορρυθμιζόμενη, βασιζόμενη στην αμοιβαία στήριξη των μελών της και σ' εκείνους τους θεσμούς και αξίες που αναπτύσσουν κι εξυψώνουν τον άνθρωπο και προσδίδουν ποιότητα στη ζωή».

Βέβαια την κοινωνική ευημερία δεν τη διασφαλίζουν από μόνα τους ούτε το δημόσιο βοήθημα (Τμήμα Ευημερίας), ούτε η κοινωνική σύνταξη (Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων), ούτε τα διάφορα στεγαστικά σχέδια (Τμήμα Πολεοδομίας/Οίκησης, Οργανισμοί Χρηματοδότησης Στέγης και Ανάπτυξης Γης), ούτε ο Φορέας Ισότιμης Κατανομής των Βαρών της Εισβολής. Χωρίς να εισηγούμαι ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες θα έπρεπε να υπαχθούν σε ένα φορέα, πιστεύω ότι θα έπρεπε να συντονίζονται περισσότερο, ώστε πιο αποτελεσματικά να προωθείται ο κοινός σκοπός τους, η συστηματική ανύψωση του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών.

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού