Αναλύσεις

Γιατί δεν (πρέπει να) υπάρχει «Συνοριοφυλακή» στα οδοφράγματα

Η παρουσία της Εθνικής Φρουράς σε όλο το μήκος της «Πράσινης Γραμμής» είναι η πιο σκληρή απόδειξη πως δεν αποδεχτήκαμε ούτε την διχοτόμηση, ούτε τα δύο κράτη

Με βάση τα μέτρα που λαμβάνονται διεθνώς για πρόληψη μετάδοσης του κορωνοϊού, η κυβέρνηση Αναστασιάδη αποφάσισε στις 29 Φεβρουαρίου το προσωρινό κλείσιμο τεσσάρων οδοφραγμάτων για εφτά ημέρες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ομάδα πολιτών με σύνθημα την «Ενωμένη Κύπρο» διαδήλωσε την αντίθεσή της σε αυτήν την απόφαση στο οδόφραγμα της Οδού Λήδρας στη παλιά Λευκωσία, θεωρώντας πως το μέτρο προάγει τη διχοτόμηση. Εκεί βρίσκονταν αστυνομικοί, καθώς και δύο στρατιώτες, δυνάμεις με τις οποίες ήρθαν σε σύγκρουση. Ένας εκ των διαδηλωτών φέρεται να επιτέθηκε σε κληρωτό στρατιώτη της Εθνικής Φρουράς, συμβάν για το οποίο συνελήφθη από την Αστυνομία.

Με αφορμή την πιο πάνω απαράδεκτη ενέργεια, ξεκίνησε η διακίνηση ενός αφηγήματος το οποίο σκοπό είχε να μετατοπίσει τη συζήτηση. Με βάση το εν λόγω αφήγημα, αμφισβητείται η ανάγκη της γενικότερης στρατιωτικής παρουσίας στα οδοφράγματα και σε άλλες περιοχές που εφάπτονται της λεγόμενης «Πράσινης Γραμμής» και μάλιστα προβάλλεται και ως μέτρο που προάγει τη διχοτόμηση.

Ουδέν αναληθέστερον. Το αντίθετο, μάλιστα. Όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω, η απαίτηση για μη-παρουσία στρατού στη γραμμή αντιπαράταξης όχι μόνο δεν συμβάλλει στην «επανένωση», αλλά βαθαίνει τη διχοτόμηση.

Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός

Η «Πράσινη Γραμμή» ή «Νεκρή Ζώνη» ή «Ουδέτερη Ζώνη» ή «Ζώνη Ασφαλείας», γνωστή και ως «γραμμή Αττίλα» ή «γραμμή αντιπαράταξης», δεν αποτελεί σύνορο. Αρχικά, η «Πράσινη Γραμμή» ή επίσημα «Παρεμβαλλόμενη Γραμμή του ΟΗΕ στην Κύπρο» ονομάστηκε ο διαχωρισμός της Λευκωσίας που χαράχθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1963. Την τράβηξε, μετά από διαπραγματεύσεις των πολιτικών αντιπροσώπων, με πράσινο μολύβι ο Βρετανός Υποστράτηγος Peter Young, της «Κοινής Δύναμης Ανακωχής» (την οποία αντικατέστησε στις 27 Μαρτίου 1964 η UNFICYP), με σκοπό να αποτρέψει την κλιμάκωση της έντασης μετά την έναρξη των γεγονότων της 21ης Δεκεμβρίου 1963.

Η σημερινή «Πράσινη Γραμμή» είναι στην πραγματικότητα «Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός» (ΓΚΠ) μεταξύ των αντιμαχόμενων στρατιωτικά μερών και χωρίζει οριζόντια την Κύπρο. Είναι, δηλαδή, το εδαφικό σημείο όπου σταμάτησαν οι εχθροπραξίες και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση «σύνορο» μεταξύ κρατών, διότι δεν έχει υπογραφεί και επικυρωθεί συμφωνία ειρήνης και, συνεπώς, είναι μια ντε φάκτο κατάσταση.

Στη Διάσκεψη της Γενεύης μεταξύ των «τριών εγγυητριών και των δύο κοινοτήτων» από 8 έως 13 Αυγούστου 1974, δηλαδή μεταξύ 1ης και 2ης εισβολής, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Turan Güneş απαίτησε τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ δύο περιοχών, μεταξύ άλλων, πράγμα που δεν έγινε δεκτό με αποτέλεσμα την έναρξη του δεύτερου Αττίλα στις 14 Αυγούστου. Όπως αναφέρει η Ειρηνευτική Δύναμη, στις 16 Αυγούστου 1974 «οι τουρκικές δυνάμεις κήρυξαν κατάπαυση του πυρός. Η UNFICYP σημείωσε τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός και ανέλαβε την ευθύνη περιπολίας της ουδέτερης ζώνης (“buffer zone”) μεταξύ τους». Αυτή η ζώνη μπορεί να θεωρηθεί και ως «Γραμμή Εκεχειρίας» («Armistice Line»), αν και στην κυπριακή περίπτωση δεν υπήρχε πρότερη συνεννόηση των μερών προς αυτήν την κατεύθυνση, ωστόσο συνάγεται ως τέτοια από την πρακτική των μερών για τερματισμό των εχθροπραξιών.

Υπό το φως των ανωτέρω και, σύμφωνα με το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, «η παύση των εχθροπραξιών δεν σημαίνει ότι υπήρξε ολοκλήρωση της ένοπλης σύρραξης, εφόσον δεν υπήρξε συνθήκη ειρήνης, ενώ συνεχίζεται η στρατιωτική κατοχή», όπως μας εξήγησε ο Δρ Νικόλας Ιωαννίδης, ειδικός στο Διεθνές Δίκαιο. «Αυτό σημαίνει εν εξελίξει στρατιωτική σύρραξη», συμπλήρωσε.

Άρα, στην περίπτωσή μας, οι μόνοι που θεωρούν την ΓΚΠ ως «σύνορο» είναι η κατοχική Τουρκία και η υποτελής σε αυτήν παράνομη τουρκοκυπριακή διοίκηση, που κήρυξε μονομερώς «ανεξαρτησία» στις 15 Νοεμβρίου 1983.

Στην κυπριακή περίπτωση, η ΓΚΠ είναι το βόρειο όριο που χωρίζει την «ουδέτερη ζώνη» με τα κατεχόμενα από τον τουρκικό στρατό εδάφη. Η «ουδέτερη ζώνη» ή «νεκρή ζώνη» είναι έδαφος των ελεύθερων περιοχών που παραχωρήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία για να ελέγχεται στρατιωτικά από την UNFICYP και να αστυνομεύεται προσωρινά από την UNPOL μέχρι την επίλυση του προβλήματος. Υπό αυτές τις συνθήκες, το νότιο όριο αυτής της ζώνης αποτελεί την «Προκεχωρημένη Γραμμή Αμύνης» της Εθνικής Φρουράς, όπου ακόμα ασκεί πλήρη κυριαρχία το νόμιμο Κράτος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, και σε διεθνές επίπεδο, είθισται να ελέγχει ο στρατός, διότι αν ελέγχει μόνο η πολιτική αστυνομία ή άλλο Σώμα Ασφαλείας, όπως χωροφυλακή ή συνοριοφυλακή, τότε μπορεί θεωρηθεί σύνορο.

Άλλωστε, η παρουσίαση των οδοφραγμάτων ως «συνοριακών σταθμών» είναι πάγια θέση του τουρκοκυπριακού αποσχιστικού καθεστώτος, όπως φαίνεται και στις πινακίδες που «καλωσορίζουν» τους επισκέπτες στην «ΤΔΒΚ».

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τον Κανονισμό του Συμβουλίου στις 28 Απριλίου 2004 (γνωστό ως «Κανονισμό για την Πράσινη Γραμμή»), επαναβεβαιώνεται πως «η προαναφερόμενη γραμμή δεν αποτελεί εξωτερικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Έλεγχος Συνόρων

Η απαίτηση για απόσυρση της Εθνικής Φρουράς από οποιοδήποτε μέρος της ΓΚΠ, και η άφεση του ελέγχου μόνο στην Αστυνομία ενέχει σοβαρούς κινδύνους να θεωρηθεί πως την έχουμε αποδεχθεί ως «σύνορο».

Και αυτό διότι είναι διεθνής πρακτική η άσκηση ελέγχου των νόμιμων συνόρων, και κυρίως των συνοριακών σταθμών, να γίνεται από Σώματα Ασφαλείας. Αυτά περιλαμβάνουν Αστυνομία, Χωροφυλακή, Λιμενικό και Ακτοφυλακή, αν και υπάρχουν περιπτώσεις που τον έλεγχο ασκεί ο Στρατός, ή τα Σώματα Ασφαλείας υπάγονται σε Υπουργείο Άμυνας.

Στην Ελλάδα, η Διεύθυνση Προστασίας Συνόρων υπάγεται στον Κλάδο Αλλοδαπών & Προστασίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Συνοριοφύλακες των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης δρουν σε όλους τους ακριτικούς νομούς της Ελλάδας και είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των χερσαίων συνόρων. Όσον αφορά τα θαλάσσια σύνορα, αυτά ελέγχονται από το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή. Και σε αυτήν την περίπτωση είναι Σώμα Ασφαλείας, στρατιωτικά συγκροτημένο. Το Αρχηγείο του υπάγεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής και είναι επιφορτισμένο με τη φρούρηση των λιμένων και τον έλεγχο των χωρικών υδάτων.

Στο Ισραήλ, η ασφάλεια των συνόρων του είναι καθήκον της Ισραηλινής Συνοριακής Αστυνομίας (Israel Border Police). Πρόκειται για στρατιωτικοποιημένο Σώμα Ασφαλείας, τύπου Χωροφυλακής, το οποίο συνεπικουρεί και τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (Israel Defense Forces), όπου και όταν χρειάζεται. Στην ισραηλινή συνοριοφυλακή υπηρετούν και εθελοντές.

Στις ΗΠΑ, η Συνοριοφυλακή (US Border Patrol) υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας (Department of Homeland Security) και είναι το μεγαλύτερο ομοσπονδιακό Σώμα Ασφαλείας, επιφορτισμένο με καθήκοντα εντοπισμού παράνομων μεταναστών, λαθρεμπόρων και τρομοκρατών, μεταξύ άλλων.

Τέλος, στην ευρωπαϊκή FRONTEX (European Border and Coast Guard Agency), που θεσπίστηκε το 2004, συμμετέχουν Σώματα Ασφαλείας από ευρωπαϊκές χώρες, όπως Χωροφυλακές, Λιμενικά, Ακτοφυλακές, Αστυνομίες και Συνοριοφυλακές, και όχι Ένοπλες Δυνάμεις. Από πλευράς Κυπριακού Κράτους, συμμετέχει η Αστυνομία Κύπρου.

Έλεγχος «Παγωμένων» Γραμμών

Σε αντίθεση με τα διεθνώς αναγνωρισμένα σύνορα, σε χώρες όπου η σύγκρουση έχει «παγώσει» και υπάρχει γραμμή κατάπαυσης του πυρός ή γραμμή αντιπαράταξης, υπάρχει παρουσία Ενόπλων Δυνάμεων, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει και παρουσία Σώματος Ασφαλείας.

Για παράδειγμα, στην κορεατική «DMZ» («αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη», “demilitarized zone”), που χωρίζει τη Βόρεια Κορέα από τη Νότια Κορέα, υπάρχει στρατός και στις δύο πλευρές, με περίπολα και φυλάκια. Ακόμα και στο «Joint Security Area», το μόνο κοινό σημείο επαφής στη ζώνη αυτή, η στελέχωση και από τις δύο πλευρές είναι από Ένοπλες Δυνάμεις, κυρίως την Στρατονομία, σύμφωνα με ρητή αναφορά στη συμφωνία εκεχειρίας του Panmunjom που υπογράφτηκε τον Ιούλιο του 1953.

Άλλο παράδειγμα είναι τα υψώματα Golan, τα οποία θεωρούνται κατεχόμενη περιοχή από πλευράς Συρίας. Εκεί υπάρχει από το 1974 παρουσία της UNDOF (United Nations Disengagement Observer Force), της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Στους όρους εντολής της είναι η διατήρηση της κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Συρίας και Ισραήλ. Τον Αύγουστο του 2018, η Ρωσία, σύμμαχος της Συρίας, ανέπτυξε δυνάμεις Στρατονομίας (και όχι πολιτικής Αστυνομίας) για επιτήρηση, σε συνεργασία με την UNDOF, της γραμμής αντιπαράταξης από την πλευρά της Συρίας.

Απόσυρση ΕΦ = «Δύο Κράτη»

Το κλείσιμο των τεσσάρων οδοφραγμάτων στις 29 Φεβρουαρίου 2020 έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η απόφαση για αναστολή της λειτουργίας τους έγινε το απόγευμα της Παρασκευής. Τόσο το Αρχηγείο Αστυνομίας, όσο και το ΓΕΕΦ, εξέδωσαν αμέσως τις σχετικές διαταγές για υλοποίηση των υπουργικών αποφάσεων. Σε αυτές τις διαταγές συμπεριλαμβανόταν και η επάνδρωση του χώρου των οδοφραγμάτων από στρατιώτες, πράγμα που γινόταν και πριν από τη διάνοιξή τους.

Υπενθυμίζουμε πως παρόμοια συζήτηση είχε γίνει και για τις κοινές περιπολίες μεταξύ Αστυνομίας και Εθνικής Φρουράς, που είχαν αποφασιστεί στις αρχές Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την αντιμετώπιση ζητημάτων εγκληματικότητας, τρομοκρατίας και παράνομης μετανάστευσης.

Όπως γράφαμε («SigmaLive», 05/12/2019), τα μέτρα εκείνα ήταν προσαρμοσμένα στην «ιδιάζουσα κατάσταση» που προκαλεί η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, όπως μας δήλωσε χαρακτηριστικά τότε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, Γιώργος Σαββίδης. Ο ΥΔΔΤ δήλωσε ότι «εννοείται, βεβαίως, πως δεν είναι συνοριοφυλακή» καθώς «δεν υπάρχουν σύνορα».

Αυτή η πολιτικο-διπλωματική παράμετρος ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιούσε το πρώτο μέτρο (μεικτές στρατιωτικές – αστυνομικές περιπολίες) από το δεύτερο (καθαρά αστυνομικές περιπολίες) σε άλλες προβληματικές περιοχές της Λευκωσίας.

Συνεπώς, η στρατιωτική παρουσία της Εθνικής Φρουράς σε όλο το μήκος της «Πράσινης Γραμμής» κρίνεται επιβεβλημένη. Πέραν της επιχειρησιακής διάστασης (άμυνα, επιτήρηση και συλλογή πληροφοριών που ωφελούν και τις υπόλοιπες Αρχές), συμβάλλει αποφασιστικά στο να μην εντυπωθεί διεθνώς η πολιτικο-διπλωματική αίσθηση δημιουργίας «συνοριοφυλακής» και να παγιωθούν τα τετελεσμένα της παράνομης τουρκικής εισβολής και κατοχής.

Παρά τις όποιες ενδεχομένως καλοπροαίρετες πασιφιστικές προθέσεις, γίνεται σαφές πως η απαίτηση για απόσυρση προσωπικού της Εθνικής Φρουράς από την «Πράσινη Γραμμή», συμπεριλαμβανομένων και των οδοφραγμάτων, όχι μόνο δεν οδηγεί σε «επανένωση» της πατρίδας μας, αλλά συμβάλλει επικίνδυνα στην παγίωση της διχοτόμησης και εμβάθυνση της ιδέας των «δύο κρατών».

*Αστυνομικές Σπουδές, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου