Ρωσοτουρκικές προσεγγίσεις σκοπιμότητας

Για τη ρωσική ηγεσία η υπόθεση της σημερινής σχέσης της Τουρκίας με το συριακό καθεστώς και την εν γένει αντιπαράθεση στην κατά τα ανωτέρω περιοχή, παραπέμπει στη θέληση και προσδοκία της Ρωσίας να επιτύχει σταδιακή απομάκρυνση ή εξασθένηση της σχέσης Αγκύρας – ΝΑΤΟ και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ευρύτερα

Οι σχέσεις του ρωσικού παράγοντα με την Άγκυρα στην ιστορική τους διαδρομή επί οθωμανικού κράτους και τσαρικής αυτοκρατορίας, όσο και σήμερα με την μετακεμαλική Τουρκία και την μετασοβιετική Ρωσία διακρίνονται από μια παλαιόθεν αντιπαραθετική διάσταση και σύγχρονη καχυποψία, έστω και αν στο πλαίσιο τακτικών κινήσεων και ελιγμών οι δύο χώρες πορεύονται προβάλλοντας προς τα έξω την εικόνα μιας ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας διαπνεόμενης από σαφή πολιτική σκοπιμότητα.

Κατά ταύτα, η τουρκική ηγεσία αγοράζει από τη Μόσχα οπλικά συστήματα εξαιρετικά προηγμένα, όπως οι πύραυλοι S400, σχεδιάζει με τον ρωσικό παράγοντα πυρηνικό σταθμό στο Άκιουγιου, που βρίσκεται έναντι της Κύπρου, καθώς επίσης διαπραγματεύεται και την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου, όπερ καταδεικνύει πως οι σύγχρονες οικονομικές σχέσεις εν προκειμένω είναι αντιστρόφως ανάλογες της ιστορικής τους αντιπαράθεσης.

Το 2016 οι Τούρκοι προέβησαν σε μια τακτικής υφής κίνηση προσέγγισης προς τη Μόσχα, προκειμένου να ενεργοποιήσουν το πολιτικό ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον για να ικανοποιήσει βασικά στρατηγικά αιτήματα της Άγκυρας στην περιοχή, που αφορούν, τόσο στο κουρδικό ζήτημα, όσο και στην τουρκική οικονομία. Τούτων δοθέντων, μια περαιτέρω διεκδικητική παράσταση της Άγκυρας προς τις ΗΠΑ παραπέμπει στην επιμόνως και αδιαλείπτως διεκδικούμενη παράδοση του ιμάμη, Φετουλάχ Γκιουλέν. Είναι πασιφανές πλέον πως σήμερα η Τουρκία κατάφερε να λειτουργεί υπό την τωρινή της ηγεσία ως ανεξάρτητη μεταβλητή, που σημαίνει πως δεν αποδέχεται υποδείξεις και παρακινήσεις από τον ξένο παράγοντα και δη την Ουάσιγκτον για το πώς πρέπει να υπηρετήσει εν τοις πράγμασι το εθνικό της συμφέρον.

Παρά το γεγονός πως οι Τούρκοι κατέρριψαν τον Νοέμβριο του 2015 το ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος SU24, ενέργεια που καταγράφεται για τη Μόσχα ούτως ή άλλως ως εχθρική, εντούτοις και παρά ταύτα η Μόσχα ανταποκρίθηκε στο τακτικής υφής άνοιγμα της Άγκυρας διά της απολογητικής επιστολής του Τούρκου Προέδρου κατά τον Ιούνιο του 2016, καθώς για τη Ρωσία η Τουρκία καταγράφεται ως εκείνος ο στρατηγικός παράγοντας που θα μπορούσε να διαρρήξει την ενότητα της δυτικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, η προσέγγιση της Άγκυρας προς τη Μόσχα παρακινείται σαφώς και από το συριακό ζήτημα, που βρίσκεται εν εξελίξει, εν γνώσει του γεγονότος πως η επιρροή της Ρωσίας προς το καθεστώς Άσαντ είναι καθοριστική.

Τούτου δοθέντος, η πρόσφατη νικηφόρα παρουσία των συριακών δυνάμεων στην περιοχή του Ιντλίμπ, θύλακα των αντικαθεστωτικών στη Συρία, ενέργεια που προκάλεσε και τουρκικές απώλειες, καθώς η Τουρκία είχε ενεργό παρουσία στηρίζοντας τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις στην κρίσιμη αυτή περιοχή, ανάγκασε τον Τούρκο Πρόεδρο σε μια τακτικής υφής προσέγγιση προς τον Πρόεδρο Πούτιν, προκειμένου να μπορέσει να διατηρήσει μέρος της επιρροής του στην εν λόγω περιοχή, συμβιβαζόμενος με τις νέες πραγματικότητες που κατεγράφησαν επί του εδάφους.

Για τη ρωσική ηγεσία η υπόθεση της σημερινής σχέσης της Τουρκίας με το συριακό καθεστώς και την εν γένει αντιπαράθεση στην κατά τα ανωτέρω περιοχή, παραπέμπει στη θέληση και προσδοκία της Ρωσίας να επιτύχει σταδιακή απομάκρυνση ή εξασθένηση της σχέσης Αγκύρας – ΝΑΤΟ και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ευρύτερα.

Συναφώς, θα πρέπει να θεωρείται ως μια καταγραφή, αφού σφραγίζει τη ρωσική παρουσία στην περιοχή η σχέση της Ρωσίας με το καθεστώς Άσαντ, καθώς πέραν των ιστορικών δεσμών μεταξύ των δυο χωρών, που ανάγονται στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, σήμερα εκδηλώνεται και στρατηγική διάσταση που εμφανίζει ανάγλυφα τη Συρία ως το προπύργιο της Μόσχας στην εξαιρετικά κρίσιμη περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Το κατά τα ανωτέρω παίγνιο διεθνούς πολιτικής που παραπέμπει στο εναλλασσόμενο τρίγωνο Άγκυρας - Μόσχας - Ουάσιγκτον και Δαμασκού - Μόσχας - Άγκυρας προβλέπεται να συνεχιστεί δεδομένων των ενεργών και οιονεί παρόντων εκδηλούμενων εκατέρωθεν συμφερόντων.

Η τρέχουσα προσέγγιση των ρωσοτουρκικών σχέσεων, όπως εκδηλώνονται ως εναλλασσόμενες στρατηγικές, προβλέπεται ότι θα διατηρηθεί στο παρόν στάδιο μετά και την προσωρινής υφής εκεχειρία στο Ιντλίμπ, που συνιστά απόρροια της συνάντησης Ερντογάν – Πούτιν. Η ανωτέρω εξέλιξη αποτελεί μία ανακωχή, που δεν αποτυπώνει επερχόμενη κατάσταση ειρήνης, ενώ εν προκειμένω και οι δύο κερδίζουν χρόνο για τους επόμενους βηματισμούς τους.

Σε αυτό το πλαίσιο η Ρωσία διατηρεί και ενισχύει τις δυνάμεις της στη Συρία, συναφώς δε και τη θέση της συμμάχου της Δαμασκού, αποτρέποντας στο παρόν στάδιο απευθείας σύγκρουση με την Τουρκία, ενώ η Άγκυρα κερδίζει χρόνο, παραμένοντας ενεργή στο γεωπολιτικό πλαίσιο της περιοχής και επιδιώκοντας σε βελτίωση της θέσης της στο προσεχές μέλλον. Ταυτόχρονα, δε, διασφαλίζει την επιδιωκόμενη παλαιόθεν περιθωριοποίηση και αποδυνάμωση του κουρδικού παράγοντα στον ευρύτερο χώρο.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο