Διεθνή

Βαδίζοντας προς την Εντατική

Πίσω από τη μετατροπή της Ευρώπης σε πεδίο νεκρών από τον ιό βρίσκεται όχι τόσο ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, αλλά μια κατάσταση στην οποία υπήρχε συλλογικός εφησυχασμός και επικίνδυνη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων

Η Ευρώπη παραμένει το επίκεντρο της πανδημίας του κορωνοϊού, με τον απολογισμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και των θανάτων να αυξάνεται καθημερινά. Λόγω της κατάστασης η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου έχει παραλύσει, ενώ πάγωσε η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών τής ΕΕ. Από το ξέσπασμα της πολυεπίπεδης αυτής κρίσης πολλά έχουν γραφτεί, τόσο για το κομμάτι της υγείας, όσο και για το ζήτημα της οικονομίας. Σε πολιτικό επίπεδο, αντικείμενο ανάλυσης αποτελούν οι χειρισμοί όχι μόνο των Βρυξελλών αλλά και του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά. Ενώ τα γεγονότα βρίσκονταν σε εξέλιξη στην Κίνα, οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη απέτυχαν να ακούσουν τις προειδοποιήσεις των ειδικών για τα μέτρα, για τα συστήματα υγείας αλλά και για τη συνεργασία. Η αποτυχία αυτή συνοδεύτηκε όχι μόνο από μια «δικαιολογημένη» για πολλούς αμφιταλάντευση για λήψη «ακραίων» μέτρων αλλά και από έναν «εγκληματικό» εφησυχασμό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε την κατάσταση ως έχει σήμερα.

Η αργοπορημένη αντίδραση

Τα κράτη μέλη της ΕΕ, παρά τις διακηρύξεις για περισσότερη «ένωση», αντέδρασαν άτσαλα και χωρίς σύμπνοια όταν ο κορωνοϊός έφτασε για τα καλά στο σπίτι τους. Μάλιστα, οι εθνικές κυβερνήσεις παραπλάνησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχέση με την ετοιμότητά τους για την αντιμετώπιση του ιού αλλά και για τα αποθέματά τους στον προστατευτικό εξοπλισμό. Η Κομισιόν, η οποία έχει περιορισμένη αρμοδιότητα σε σχέση με θέματα υγείας στα κράτη μέλη, σύμφωνα με έγγραφα που επικαλείται το Reuters, από τον Ιανουάριο προσέφερε τη δυνατότητα υποστήριξης στα κράτη μέλη. Τα ίδια έγγραφα δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να επιδείνωσαν τη δύσκολη κατάστασή τους, υπερεκτιμώντας την ικανότητα αντίδρασής τους. Το κλίμα ανάμεσα στα κράτη μέλη δύο εβδομάδες μετά την καραντίνα που έθεσε η Κίνα σε περίπου 60 εκατομμύρια κατοίκους στην επαρχία του Χουμπέι, συμπυκνώνει η φράση αξιωματούχου ότι «όλα είναι υπό έλεγχον». Η θέση των αντιπροσώπων των κρατών μελών σε συνάντηση στις Βρυξέλλες 15 ημέρες πριν από τους πρώτους νεκρούς στην Ιταλία ήταν ότι υπήρχε έντονο επίπεδο ετοιμότητας και οι περισσότεροι είχαν λάβει μέτρα για να ανιχνεύσουν τον Covid-19. Όταν όμως οι κυβερνήσεις των κρατών μελών άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σοβαρότητα της κατάστασης τον Μάρτιο, αντί να επικεντρωθούν σε κοινή δράση, σε πολλές περιπτώσεις κατέφυγαν σε προστατευτικά μέτρα, αυξάνοντας τους εμπορικούς φραγμούς για να εμποδίσουν την εξαγωγή ιατρικού εξοπλισμού στους γείτονές τους. Αναλυτές επισημαίνουν ότι πίσω από την μετατροπή της Ευρώπης σε πεδίο νεκρών από τον ιό βρίσκεται όχι τόσο ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών αλλά μια κατάσταση στην οποία υπήρχε συλλογικός εφησυχασμός και επικίνδυνη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων. Οι πολιτικοί, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν τη διασπορά πανικού στις χώρες τους, παρέμειναν σε αδράνεια, αποτυγχάνοντας με αυτόν τον τρόπο να αναπτύξουν μηχανισμούς έγκαιρης διάγνωσης ή να αποθηκεύσουν ιατρικές προμήθειες δύο μήνες μετά την εμφάνιση του ιού στην Κίνα.

Οι προειδοποιήσεις που αγνοήθηκαν

Σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, τα μαθήματα από την Κίνα αγνοήθηκαν, ενισχύοντας το επιχείρημα ότι ο ιός αδικαιολόγητα έπιασε στον ύπνο τις δυτικές χώρες. Αρχικά, εκτός ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προσθέσουν άλλο ένα κομμάτι στο παζλ της μη έγκαιρης προετοιμασίας του Δυτικού κόσμου. Αρχικά, ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, νιώθοντας την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τους πρώην συγκατοίκους του στις Βρυξέλλες, αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο της «ανοσίας της αγέλης», χάνοντας πολύτιμο χρόνο, γεγονός το οποίο φαίνεται ότι συνέτεινε στη σημερινή κατάσταση που βρίσκεται η χώρα του. Από την άλλη ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αρχικά αρνήθηκε ότι ο ιός αποτελεί κίνδυνο, ενώ στη συνέχεια έριξε ένα κτύπημα κάτω από τη μέση στην Ευρώπη, εκδίδοντας μονομερή ταξιδιωτική οδηγία. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα μήνα πριν από την καταγραφή του πρώτου θανάτου στην Ιταλία, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μιλώντας στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, αναφέρθηκε εκτενώς στην κλιματική αλλαγή, ελάχιστα στον εμφύλιο της Λιβύης, ενώ στην αναφορά της στις επενδύσεις για πρόληψη των κρίσεων δεν έκανε καμιά μνεία στην υγειονομική κρίση που βρισκόταν σε εξέλιξη στην Κίνα. Την ίδια ημέρα στο Νταβός, ο Richard Hatchett, αξιωματούχος του Λευκού Οίκου για θέματα πρόληψης πανδημιών, προειδοποίησε ότι ο κορωνοϊός «δεν είναι πρόβλημα της Κίνας. Είναι παγκόσμιο πρόβλημα». Μάλιστα, κάλεσε τις κυβερνήσεις να αναγνωρίσουν ότι η διαχείριση της κατάστασης χωρίς συνεργασία δεν θα λύσει το πρόβλημα. Το ίδιο βράδυ, οι Αρχές της Κίνας επέβαλαν lockdown στην Ουχάν, αποκλείοντας από τον υπόλοιπο κόσμο την πόλη των 11 εκατομμυρίων, απ’ όπου άρχισε ο ιός. Την επόμενη ημέρα ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι οι ειδικοί δεν ήταν έτοιμοι να χαρακτηρίσουν τον κορωνοϊό ως «δημόσια απειλή» για το παγκόσμιο.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η πεποίθηση ότι το πρόβλημα του ιού αφορούσε μόνο στην Κίνα συνέτεινε στην επιβράδυνση των προετοιμασιών τόσο στην ΕΕ όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Ειδικότερα, οι κυβερνήσεις είχαν επικεντρωθεί περισσότερο στους επαναπατρισμούς των πολιτών τους, παρά στην πρόληψη για τη διασπορά του ιού. Εντούτοις, στις 29 Ιανουαρίου έλαβεν χώραν μια «άγνωστη» διάσκεψη υπό την Κύπρια Επίτροπο, Στέλλα Κυριακίδου, στην οποία εξήγγειλε ότι η Κομισιόν είχε ενεργοποιήσει τον μηχανισμό για τις διεθνείς κρίσεις. Η διάσκεψη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μια σχεδόν άδεια αίθουσα, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, αφού η προσοχή των ΜΜΕ ήταν στραμμένη στην τελευταία ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου συμμετείχαν για τελευταία φορά Βρετανοί βουλευτές. Η πληροφορία αυτή συνηγορεί στην εκτίμηση ότι η Κομισιόν αν και δεν μπορούσε να προβλέψει την επερχόμενη κρίση, είχε αρχίσει να αναλαμβάνει δράση από νωρίς. Εντούτοις, αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί και για τα κράτη μέλη. Σε μια συνάντηση στις 31 Ιανουαρίου, αντιπρόσωποι των Υπουργείων Υγείας των κρατών μελών δήλωσαν στην Επιτροπή ότι δεν χρειάζονταν βοήθεια για την απόκτηση ιατρικού εξοπλισμού. Σύμφωνα με τα έγγραφα του Reuters, μόλις τέσσερα κράτη μέλη είχαν προειδοποιήσει ότι ενδέχεται να χρειαστούν προστατευτικό εξοπλισμό σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης στην Ευρώπη. Ένα μήνα μετά την πρώτη προσφορά της για χορήγηση βοήθειας, και μετά την παρότρυνσή της στις κυβερνήσεις να διευκρινίσουν τις ανάγκες τους σε τουλάχιστον δύο ακόμη συναντήσεις, η Επιτροπή άρχισε ένα κοινό πρόγραμμα προμηθειών για μάσκες προσώπου και άλλα προστατευτικά εργαλεία. Επίσης, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είχαν διαβεβαιώσει τις Βρυξέλλες ότι το ιατρικό τους προσωπικό ήταν καλά ενημερωμένο για το πώς θα χειριστεί τους ασθενείς με κορωνοϊό, παρόλο που η Ιταλία απαίτησε από το ιατρικό προσωπικό να φορέσει μάσκες στην περίθαλψη κρουσμάτων μόλις στις 24 Φεβρουαρίου. Άλλο ένα παράδειγμα της υποτίμησης του κινδύνου όμως ήταν και η αναληθής δήλωση από εθνικούς εμπειρογνώμονες στον τομέα της υγείας ότι υπήρχαν οι δυνατότητες διάγνωσης. Ειδικοί επισημαίνουν ότι τα κράτη της ΕΕ αντιμετωπίζουν τεράστια έλλειψη διαγνωστικών κιτ, ενώ μόλις στις 18 Μαρτίου είχε τεθεί σε εφαρμογή ένα κοινό σύστημα προμήθειάς τους.

Το lockdown που «άργησε» να έρθει

Στην Κίνα το lockdown της Ουχάν άρχισε δύο ημέρες πριν τους εορτασμούς του νέου έτους, καταδεικνύοντας τους φόβους της κυβέρνησης ότι οι εορτασμοί θα γίνονταν εστία διασποράς του ιού. Ένα μήνα μετά όμως δεν υπήρχε παρόμοια ανησυχία στην Ευρώπη, με πολλούς Ευρωπαίους να συνεχίζουν τα ταξίδια και τις διακοπές τους. Μάλιστα, πολλά clusters μετάδοσης του ιού θα εντοπιστούν στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, μέσα στους οποίους και η αυστριακή πόλη Ischgl. Ο πρώτος θάνατος στην Ιταλία καταγράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου, με τον δεύτερο να ακολουθεί την επόμενη ημέρα. Τότε οι Ευρωπαίοι έγιναν μάρτυρες των «ακραίων» μέτρων που ελάμβανε η Ιταλία για να περιορίσει τον ιό. Στις 23 Φεβρουαρίου 11 πόλεις στη Λομβαρδία μπήκαν σε κατάσταση καραντίνας. Τότε άρχισαν οι εκδόσεις ταξιδιωτικών οδηγιών, με τις Αρχές της Αυστρίας να σταματούν τρένο από τη Βενετία για να διερευνήσουν δύο ύποπτα περιστατικά. Ακόμα και στις 25 Φεβρουαρίου όμως οι Υπουργοί Υγείας της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Σλοβενίας, της Ελβετίας, της Γερμανίας και της Κροατίας θεώρησαν ότι το κλείσιμο των συνόρων θα ήταν «δυσανάλογο και αναποτελεσματικό». Ακόμα και όταν λήφθηκε η απόφαση για κλείσιμο των συνόρων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Βρετανία αγνοούσε τις προειδοποιήσεις, αφήνοντας ανοιχτές τις καφετερίες και τα εστιατόρια, ζητώντας απλώς από τους πολίτες να παραμείνουν σπίτι. Η Σιγκαπούρη, η κυβέρνηση της οποίας αντέδρασε αστραπιαία στην απειλή του κορωνοϊού, κατηγόρησε χώρες όπως η Βρετανία και η Ελβετία ότι δεν ελάμβαναν κανένα μέτρο για να περιορίσουν τον ιό. Η μεγάλη ανησυχία όμως της ΕΕ δεν ήταν αδικαιολόγητη, αφού η απόφαση για lockdown θα συνοδευόταν από την «αρρώστια» της οικονομίας. Το κλείσιμο των συνόρων μεταφραζόταν σε απαγόρευση πτήσεων από και προς τις χώρες, τοποθετώντας στον αναπνευστήρα τον τουρισμό και κατ’ επέκτασιν τις οικονομικές δραστηριότητες πολλών χωρών.