Κενό ισχύος εκδηλούμενο στην κυπριακή ΑΟΖ

Ως παρεπόμενο της εν εξελίξει πανδημίας καταγράφεται κατακόρυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου, που στο παρόν στάδιο φαίνεται να λειτουργεί ως εμπόδιο και αναφορικά προς τον προγραμματισμό γεωτρήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ από εταιρείες γαλλικών, ιταλικών και αμερικανικών συμφερόντων. Τούτου λαμβανομένου υπόψη, αναστέλλεται η πραγμάτωση του ενδιαφέροντος για έναρξη γεωτρήσεων.

Η Τουρκία, γνωστού όντος πως ουδόλως συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, προετοίμασε και ανακοίνωσε την έναρξη παρανόμων γεωτρήσεων, μη υπολογίζουσα και στο ανθρώπινο κόστος ένεκα της πανδημίας, εν αντιθέσει προς χώρες όπως η Κύπρος και το Ισραήλ που ανέβαλαν κοινές ασκήσεις, αποδίδοντας προτεραιότητα στην υγεία του στρατιωτικού προσωπικού. Σε συνέχεια των ανωτέρω, η Άγκυρα δέσμευσε μέχρι και τα τέλη Ιουλίου τα νομίμως υπαγόμενα στην Κυπριακή Δημοκρατία θαλάσσια οικόπεδα 6 και 7, ενώ παραλλήλως εγείρει ξανά θέμα κυριαρχίας επί 23 ελληνικών νήσων, μεταξύ των οποίων νήσοι των Δωδεκανήσων, όπως η Ρόδος και η Πάτμος.

Ταυτοχρόνως, στο εσωτερικό της Τουρκίας, πέρα από τις επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά και τα πρώτα σημάδια μιας επερχόμενης ισχυρής οικονομικής κρίσης, λαμβάνει χώραν μία αναζωπύρωση του διαρκούς και ιστορικά δοκιμασμένου προβλήματός της, που είναι το Κουρδικό.

Επεξηγώντας τις αναφορές με τη σειρά, παρατηρούμε ότι δεδομένης της πανδημίας, οι διεθνείς πολυεθνικές πετρελαϊκές εταιρείες στέλλουν το μήνυμα ότι η παρουσία τους μετατίθεται μέχρι νεωτέρας. Αφήνουν κατά ταύτα χώρο δράσης στον τουρκικό παράγοντα, που τελούσε εν αναμονή μιας ευκαιρίας για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση και πραγμάτωση των απειλών του. Τούτο μεταφράζεται στο ότι δεν έχει κανέναν λόγο η Άγκυρα να αποσυρθεί, αφ’ ης στιγμής δεν υφίσταται πλαίσιο ανασφάλειας ως προς τις κινήσεις της και δεν θα αντιδράσει ουδείς ξένος παράγων στις πειρατικές πρωτοβουλίες της.

Για την Κυπριακή Δημοκρατία τούτο σημαίνει, δεδομένου πως οι προσφυγές στον ΟΗΕ και στην ΕΕ δεν αποδίδουν πέραν των λόγων τίποτα στην πράξη και της προς στιγμήν αδυναμίας εκδήλωσης ενδιαφέροντος υπεράσπισης του χώρου από τη Γαλλία, πως θα υποστεί τη μοίρα των αδυνάτων. Λόγω της απουσίας πολιτικών αποτροπής, που έπρεπε να είχαν οργανωθεί εγκαίρως, η Τουρκία θα προχωρήσει σε εμπέδωση ελέγχου και διά θαλάσσης, πέραν της κατοχής της βόρειας περιοχής της Κύπρου. Εν τοις πράγμασι επεκτείνεται η ούτως ή άλλως υφιστάμενη από το 1974 μερική απώλεια κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μόνο που θα μπορούσε να επιβληθεί στην Τουρκία προκαλώντας της κόστος, δεδομένης της ανυπάρκτου στρατιωτικής ικανότητας της ΕΕ, θα ήταν ένα βαρύ, ολοκληρωτικό και απόλυτο, δηλαδή από κοινού από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, οικονομικό εμπάργκο. Αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί, δεδομένων των διμερών συμφερόντων, που αρκετές ευρωπαϊκές χώρες διατηρούν με την Τουρκία.

Ως εκ τούτου και ένεκα της μειωμένης αντίδρασης στην Κύπρο, η Άγκυρα αναμένεται να καταστεί έτι επιθετικότερη και έναντι της Ελλάδας πλέον, καθώς ιστορικά, όπου και όταν κατάφερε να καταλάβει χώρο, οι διεκδικήσεις της πολλαπλασιάστηκαν. Η μηνυματική διάσταση των τουρκικών ενεργειών κατάληψης χώρου παραπέμπει σε κίνηση επιτυχή στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσομακροπρόθεσμου σχεδιασμού, δηλαδή βηματισμό μιας σειράς κατακτητικών δράσεων.

Η Ελλάδα σήμερα υποχρεούται να διδαχθεί από τα λάθη παρελθόντων κυβερνήσεων, κατανοώντας και εμπεδώνοντας αυτό που προέβλεπε η πολιτική του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, δηλαδή ότι ο τουρκικός επεκτατισμός ξεκινάει από την Κύπρο και αν δεν ανακοπεί εκεί, επεκτείνεται στο Αιγαίο.

Πρωτίστως, οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες, όχι μόνο υπεράσπισης του κυπριακού θαλάσσιου χώρου, ο οποίος, ούτως ή άλλως, εκλαμβάνεται ως ζωτικός χώρος ελληνικού ενδιαφέροντος, αλλά και της ευρύτερης ελλαδικής επικράτειας. Αυτό θα μπορούσε να παραπέμπει σε κινήσεις στρατιωτικής, δηλαδή εν προκειμένω ναυτικής υφής στην περιοχή, μόνης, αλλά και μετά συμμαχικών χωρών, που αντιμετωπίζουν, επίσης, την Τουρκία ως εχθρική δύναμη.

Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη ένα γνωστό δίδαγμα των διεθνών σχέσεων για αξιοποίηση υπαρχόντων εσωτερικών προβλημάτων, όπως είναι για την Τουρκία το Κουρδικό Ζήτημα, ο υπολογισμός του δεδομένου ζητήματος ως μέρους της στρατηγικής Κύπρου και Ελλάδας, ενισχύει τις αμυντικές δυνατότητες υπεράσπισης των δύο χωρών, που απειλούνται.

Αυτή η περίοδος συνιστά μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή στις διεθνείς σχέσεις της περιοχής, δηλαδή της μεσογειακής λεκάνης. Εάν Ελλάδα και Κύπρος, ομού και μετά συμμάχων δεν μπορέσουν να αξιοποιήσουν το ατελεύτητο οπλοστάσιο των διεθνών σχέσεων, ώστε να καταστεί δυνατή, όχι μόνο η υπεράσπιση του χώρου, αλλά και η δημιουργία πλήγματος στρατηγικού επιπέδου στην επιτιθέμενη Τουρκία, που να την οδηγήσει σε εσωτερικούς τριγμούς και αποδυνάμωση της ισχύος της, μπορεί να βρεθεί και η Ελλάδα, δεδομένης μιας δυνάμει αναδιάταξης του ενεργειακού σκηνικού, σε καθεστώς οιονεί υπονομευμένης κυριαρχίας.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο