Εθνικές στιγμές ανεξίτηλου παρελθόντος

Υπάρχουν ορισμένες στιγμές στην ιστορία των λαών, των εθνών και εθνοτήτων, που στο διάβα τους χαράζουν παραδειγματικά και ανεξίτηλα την ιστορία τους, φωτίζοντας τη διαδρομή και το αγωνιστικό τους παρόν, διδάσκοντας ταυτόχρονα το επερχόμενο μέλλον των γενεών που έρχονται ως εθνική συνέχεια. Τούτο συνιστά ή πιο σωστά οφείλει να προβάλλεται διά των θεσμών κοινωνικοποίησης ως πνευματική ισχύς ικανή να διαμορφώνει την ταυτότητα και τη συνείδηση του έθνους. Μια τέτοια εθνική, αγωνιστική επέτειος προβάλλει στην ιστορική διαδρομή του Eλληνισμού η 1η Απριλίου 1955.

Τούτη υπήρξε μια παραδειγματική δράση του Eλληνισμού της Κύπρου για τους λαούς που αγωνίζονται για πανανθρώπινες έννοιες, όπως η ελευθερία και η δικαιοσύνη, που στόχευε στην αυτοδιάθεση και την Ένωση με την ελληνική πατρίδα. Η ώρα της ηρωικής εποποιίας 1955-1959 και το περιεχόμενό της δεν σφράγισε μόνο την πορεία του Eλληνισμού γενικότερα, αλλά απoτέλεσε και παράδειγμα για τους λαούς που βρίσκονταν υπό ξένη κατοχή ή διεκδικούσαν την ελευθερία τους ως υπόδειγμα αυτοδιάθεσης εν είδει jus cogens των αποικιοκρατούμενων λαών του κόσμου, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων υπήρξαν ο Φιντέλ Κάστρο και ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, οι οποίοι διαδήλωσαν την προσήλωση και θαυμασμό τους στον νικηφόρο επί του εδάφους αγώνα, δηλαδή τον ανταρτοπόλεμο των Κυπρίων.

Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ασκείτο σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ιδίως μάλιστα στην Αφρική και στην Ασία, όπου στην εφαρμογή του πραγματοποιείτο διά της δημοκρατικής αρχής ένας άνθρωπος - μία ψήφος.

Η παράσταση που διαμορφώθηκε και που οφείλουμε να μεταδίδουμε διά της σημερινής μας αναφοράς της εποχής εκείνης παρέπεμπε σε δύο εικόνες. Η πρώτη ήταν ενός λαού που ήταν αποφασισμένος να αγωνιστεί για την ελευθερία και την Ένωση με τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, αξίωση που ήταν εντασσόμενη στην κοινή ιστορία και εθνικό πεπρωμένο. Η δεύτερη ήταν εκείνη των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, οι οποίοι πορεύονταν στο ικρίωμα, δηλαδή την αγχόνη, αλύγιστοι και περήφανοι ψέλνοντας τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε αυτήν την παράσταση της εθνικής διαδρομής της Κύπρου, γιατί η ιστορία της εποχής εκείνης πρέπει να διδάσκεται, κυρίως δε να ενσωματώνεται στην παιδεία και στην αντίληψη ζωής των νέων γενεών της Κύπρου και της Ελλάδας.

Υπενθυμίζεται πως στην ιστορική διαδρομή των λαών, ιδιαίτερα των εθνών που έχουν παρελθόν και διεκδικούν μέλλον, εκείνο που καθορίζει την πορεία τους είναι η ενσωμάτωση της ιστορίας τους στην καθημερινότητά τους. Ένας λαός, όπως ο κυπριακός Ελληνισμός, που ως βασικό υπαρξιακό γνώρισμα εξέφραζε την ελληνικότητά του σε συνδυασμό με την ορθοδοξία και τη συμφιλίωση με τις διαδρομές της παραδόσεως, στάθηκε όρθιος και επιβίωσε ως ταυτότητα εν μέσω μιας αδιάλειπτης διαδρομής κατακτητών, οι οποίοι όσα μέσα και αν χρησιμοποίησαν, άμεσης ή έμμεσης βίας, δεν μπόρεσαν να αλλάξουν ούτε την πίστη, ούτε τον εθνικό του χαρακτήρα, πράγμα που αποτελεί μία παραδειγματικά αξιέπαινη κατάκτηση του κυπριακού Ελληνισμού.

Τα στοιχεία αυτά της Ορθοδοξίας, της ελληνικότητας και της γλώσσας συνιστούν την ταυτότητα, η οποία ούσα ισχυρή, ενδυναμωμένη μέσα από τη διαδρομή της ιστορίας, είναι σε θέση σήμερα, σε ώρες κρίσεως, που μπορεί να συνιστούν και υπαρξιακό δεδομένο, να συνδράμουν καθοριστικά στην αντοχή και την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, όχι μόνο ως φυσική παρουσία, αλλά και ως υπόβαθρο πολιτιστικής προοπτικής. Αυτά τα στοιχεία αντανακλούν τη δύναμη του Ελληνισμού της Κύπρου.

Στον προβληματισμό που τίθεται ενίοτε από τρίτους και που παραπέμπει στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν η Κύπρος να επιλέγει εγκατάλειψη του βρετανικού λέοντα και να προσχωρεί στην αντίληψη ή πιο σωστά τη διεκδίκηση πάση θυσία για ένωση με τη φτωχή και αποδεκατισμένη Ελλάδα της δεκαετίας του 1950, δηλαδή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, απαντούν οι αναρίθμητοι αγωνιστές του κυπριακού Ελληνισμού. Η απάντησή τους παραπέμπει σε μία ιστορική συνείδηση του Ελληνισμού, που υπερβαίνει τα υλικά αγαθά και την οικονομική ευημερία, αλλά ταυτίζει την ελευθερία με την πράξη, το αγαθό της ενσωμάτωσης με τον υπόλοιπο μητροπολιτικό Ελληνισμό. Οι αγώνες για ελευθερία δεν έχουν υλικό υπόβαθρο, αλλά συνιστούν κατά ταύτα πολιτιστική και πνευματική στόχευση.

Το μήνυμα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, εφόσον εξακολουθεί να είναι ζωντανό και δυναμικά στη συνείδηση των Ελλήνων πορευόμενο, μπορεί να ανακαλείται από τους Έλληνες της Κύπρου, του μητροπολιτικού Ελληνισμού και των απανταχού Ελλήνων σε δυσχερείς καιρούς, όπως η σημερινή εποχή για την εμπέδωση εθνικής αυτοπεποίθησης και έμπνευση για τη δυναμική πορεία της χώρας, κατά το παράδειγμα εκείνων που αντιστάθηκαν και έπεσαν μαχόμενοι για την ελευθερία.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο