Η Ε.Ε. σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Σε συμβολικό επίπεδο η αξιοπιστία της ΕΕ υπέστη επιπρόσθετο πλήγμα όταν στις εκκλήσεις της Ιταλίας για βοήθεια η ίδια η Ένωση δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς την ίδια ώρα που η Κίνα, η Ρωσία και η Κούβα βοήθησαν ποικιλοτρόπως. Εν ολίγοις, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία υπάρχουν οι παραινέσεις προς την Καγκελάριο Μέρκελ να υιοθετήσει την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις πολιτική, η οποία θα συμβάλει στην επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης και στην ενδυνάμωση της ΕΕ
Τον Μάιο του 2001, στo πλαίσιo επίσκεψής μου στην Ουάσιγκτον ως προσκεκλημένος δεξαμενών σκέψης για τις Ευρωτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, συμμετείχα σε κλειστό συνέδριο για τις επερχόμενες προκλήσεις του 21ου αιώνα. Δύο από τα ζητήματα που συζητήθηκαν ήταν οι ασύμμετρες απειλές για την ασφάλεια και το μέλλον της νεοσύστατης τότε Ευρωζώνης.
Σε σχέση με τις ασύμμετρες απειλές υπήρχε η βεβαιότητα ότι η εκδήλωση μιας μεγάλης τρομοκρατικής επίθεσης ήταν ζήτημα χρόνου. Μεταξύ άλλων, έγινε αναφορά και σε ενδεχόμενο κτυπήματος (με τη μορφή βιολογικού πολέμου) στο υπόγειο σιδηροδρομικό σύστημα της Νέας Υόρκης. Τελικά η τρομοκρατική επίθεση διενεργήθηκε περίπου τέσσερεις μήνες αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, με το κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους στη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο στην Ουάσιγκτον. Το αεροσκάφος που θα επιτίθετο στον πυρηνικό σταθμό στο Χάρισμπουργκ κατερρίφθη την υστάτη.
Σε σχέση με την Ευρωζώνη είχε κατατεθεί η εκτίμηση ότι θα αντιμετώπιζε σοβαρούς κλυδωνισμούς, μη αποκλειομένης της κατάρρευσής της μέχρι το 2020, ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, μεταξύ των οποίων η διαφορετική οικονομική διάρθρωση των χωρών-μελών, η έλλειψη επαρκών μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων και η στρεβλή αρχιτεκτονική της. Στην τοποθέτησή μου ανέφερα ότι, παρά τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, εν τούτοις επειδή το κόστος της κατάρρευσης θα ήταν τεράστιο, οι ηγέτες των χωρών αλλά και των Θεσμών θα έπρατταν ό,τι έπρεπε για τη διάσωσή της. Όντως, κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, και παρά τη θυματοποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου, ο τότε επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι θα έπραττε ό,τι χρειαζόταν (”whatever it takes”) για τη διάσωσή της.
Από την αρχή της ιδρύσεως της Ευρωζώνης, η κυρίαρχη άποψη στις Βρυξέλλες και στη Γερμανία ήταν ότι η αγορά θα ρύθμιζε τα διάφορα προβλήματα τα οποία θα προέκυπταν. Υπήρχε επίσης η πεποίθηση ότι η οποιαδήποτε κρίση θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά από τους μηχανισμούς της ΕΕ. Ως κλασικό παράδειγμα επροβάλλετο η κατάσταση στασιμότητας στην οποία είχε περιέλθει η τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (κατάσταση που είχε χαρακτηρισθεί ως eurosclerosis, παραφράζοντας τον ιατρικό όρο αρτηριοσκλήρωση), η οποία όμως ξεπεράσθηκε με τη Συμφωνία για την Ενιαία Αγορά και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Εν ολίγοις υπήρχε η βεβαιότητα ότι πάντοτε η ΕΕ θα εύρισκε τους τρόπους να ξεπεράσει τα οποιαδήποτε προβλήματα. Επιπρόσθετα, υπήρχε και η πεποίθηση ότι μετά από κάθε κρίση η ΕΕ εξερχόταν ακόμα πιο δυνατή. Το αφήγημα αυτό αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης την περίοδο 2009-2015. Η Γερμανία είχε επιβάλει τις θέσεις της για σκληρή λιτότητα. Ο απολογισμός των χρόνων εκείνων για αρκετές χώρες ήταν θλιβερός: υψηλή ανεργία, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, αύξηση της ανισότητας καθώς και μείωση των επενδύσεων στις πλείστες δημόσιες υποδομές όπως αυτών της υγείας. Τα δεδομένα αυτά ενίσχυσαν τον Ευρωσκεπτικισμό. Επιπρόσθετα, στο δημοψήφισμα για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2016, πέραν των ενδογενών παραγόντων που συνέβαλαν στην επιλογή των ψηφοφόρων, η εικόνα της ΕΕ με τις αδυναμίες της συνέβαλε στην έκβαση του τελικού αποτελέσματος.
Με την εκδήλωση της πανδημίας η ΕΕ βρέθηκε ξανά ενώπιον μιας πρωτοφανούς κατάστασης. Η Καγκελάριος Μέρκελ δήλωσε ότι οι πρωτόγνωρες συνθήκες συνιστούν ενδεχομένως τη μεγαλύτερη πρόκληση από την εποχή του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου. Όμως η Γερμανία μέχρι σήμερα αρνείται να αναθεωρήσει τις παραδοσιακές της θέσεις σε θέματα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, παραμένοντας προσκολλημένη σε προσεγγίσεις που δεν έχουν σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην πρόσφατη συνάντηση του Eurogroup, στις 9 Απριλίου 2020, παρά το γεγονός ότι υπήρξε η παραδοχή ότι η αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης χρέους της Ευρωζώνης δεν ήταν η αναμενόμενη, εν τούτοις οι αποφάσεις που πάρθηκαν ήταν ανεπαρκείς. Η πραγματικότητα είναι ότι αρκετές χώρες της Ευρωζώνης δεν θα είναι σε θέση να διαχειριστούν μια νέα αύξηση του δημόσιού τους χρέους. Το ζητούμενο σε αυτήν τη συγκυρία είναι να συναινέσει η Γερμανία στην έκδοση Ευρωομολόγου (περιλαμβανομένων και ομολόγων απεριόριστης διαρκείας) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τυχόν συνέχιση της προσκόλλησης της Γερμανίας στις παραδοσιακές της πολιτικές θα θέσει σε νέα δοκιμασία την Ευρωζώνη. Και τούτο σε μια περίοδο που ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές σε διάφορα επίπεδα για ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ. Ενώ η θέση αυτή θεωρήθηκε κατά την προηγούμενη κρίση ως αιρετική, στη σημερινή συγκυρία έχει καταστεί σχεδόν μια συμβατική τοποθέτηση.
Σε συμβολικό επίπεδο η αξιοπιστία της ΕΕ υπέστη επιπρόσθετο πλήγμα όταν στις εκκλήσεις της Ιταλίας για βοήθεια η ίδια η Ένωση δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς την ίδια ώρα που η Κίνα, η Ρωσία και η Κούβα βοήθησαν ποικιλοτρόπως. Εν ολίγοις, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ακόμα και μέσα στην ίδια τη Γερμανία υπάρχουν οι παραινέσεις προς την Καγκελάριο Μέρκελ να υιοθετήσει την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις πολιτική, η οποία θα συμβάλει στην επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης και στην ενδυνάμωση της ΕΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, τα δεδομένα για την Ένωση θα είναι ζοφερά.
*Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας