Τεχνολογική αναβάθμιση της Οικονομίας

Παρόλο που καταφέραμε να προσελκύσουμε στην Κύπρο βιομηχανικούς κολοσσούς (Ινδία, Ιαπωνία) δεν μπορέσαμε να τους κρατήσουμε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από μέρους των αρμοδίων (δημόσιο και ιδιωτικό τομέα).

Μια άλλη πτυχή της οικονομίας, που πρέπει να προσέξουμε με την επανεκκίνηση, είναι να δοθεί έμφαση στην προώθηση εκείνων των αλλαγών, που χρειάζονται για σταθερή/μόνιμη ανάπτυξη, όπως π.χ. η τεχνολογική αναβάθμιση.

Η καταστροφή, που επέφερε η εισβολή, έθεσε και το θέμα ανασυγκρότησης της οικονομίας πάνω σε νέες/σύγχρονες βάσεις. Έτσι, παρά την πιεστική ανάγκη γρήγορης αναζωογόνησης της οικονομίας, προσπαθήσαμε να εισαγάγουμε στις ενέργειές μας το στοιχείο της ποιοτικής και τεχνολογικής αναβάθμισης. Τούτο, μάλιστα, προκάλεσε την απορία Υπουργείου, που σε σχετική εισήγησή μας απάντησε ότι τώρα χρειαζόμαστε έργα έντασης εργασίας κι όχι κεφαλαίου/τεχνολογίας. Ήταν η εποχή που ακόμα υπήρχε μεγάλος αριθμός ανέργων. Αλλά για πόσο καιρό; Η διαδικασία της ορθής αναδημιουργίας από την καταστροφή έπρεπε να αρχίσει έγκαιρα, προτού εγκλωβιστούμε και πάλι στην παγίδα της χαμηλής τεχνολογίας/οργάνωσης. Άλλωστε, με την επαναδραστηριοποίηση, ένα από τα προβλήματα που προέκυψαν ήταν η προσφυγή στην εισαγωγή ξένων εργατών.

Μελετώντας σε βάθος το θέμα της τεχνολογικής αναβάθμισης και την εμπειρία άλλων χωρών, καταλήξαμε έκτοτε ότι ο όρος σημαίνει, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή αρκετών δραστηριοτήτων στο σύστημα που να έχουν σαν βάση μια ή περισσότερες από τις φυσικές επιστήμες. Μόνο έτσι θα μπορούσε να διασφαλιστεί πραγματικά απρόσκοπτη ανάπτυξη, όταν οι δραστηριότητές μας δεν θα στηρίζονταν σε ευκαιριακές συγκυρίες της αγοράς ή δεν θα ήταν του τύπου που εύκολα μπορεί να τις κάνουν κι άλλοι.

Η Κύπρος, λόγω του μορφωτικού επιπέδου του ανθρώπινου δυναμικού της, πιο εύκολα από άλλες αναπτυσσόμενες χώρες θα μπορούσε να επεκταθεί σε τέτοιες δραστηριότητες, φτάνει να γινόταν αναπόσπαστο μέρος της αναπτυξιακής μας πολιτικής. Έτσι, πολύ νωρίς στο Δεύτερο Έκτακτο Σχέδιο, 1977-78, μιλήσαμε για την ανάγκη, παράλληλα με τη γρήγορη απορρόφηση των ανέργων, να μην παραμελούνται έργα και δράσεις έντασης κεφαλαίου, υψηλής προστιθέμενης αξίας και εξαγωγικού προσανατολισμού, που οδηγούν σε τεχνολογική αναβάθμιση της οικονομίας, καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Οι αρχές αυτές ίσχυαν για όλους τους τομείς, ιδιαίτερα όμως για όσους διαθέτουν τεχνολογικό βάθος, γιατί χρησιμοποιούν ή στηρίζονται σε επιστημονικές γνώσεις. Είναι αυτό που είκοσι χρόνια μετά έγινε γνωστό, μέσω της Ε.Ε., ως οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας.

Στα χρόνια εκείνα η Έρευνα κι η Ανάπτυξη ήταν υποτυπώδεις. Η ακαδημαϊκή έρευνα ασφαλώς ήταν ανύπαρκτη για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχαν Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Κέντρα. Ενθαρρύναμε, όπου ήταν δυνατό, τις Κυβερνητικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και αργότερα την Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης να ασχολούνται κάπως με την εφαρμοσμένη Ε&Α στα θέματα του γνωσιολογικού τους αντικειμένου. Πάντοτε βλέπαμε με συμπάθεια κι ενισχύαμε μέσω του Προϋπολογισμού Ανάπτυξης τις δραστηριότητες για Ε&Α πολλών Κυβερνητικών Τμημάτων (Γεωργικό Ινστιτούτο, Τμήμα Γεωργίας, Τμήμα Υδάτων, Τμήμα Δασών, Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, Τμήμα Δημοσίων Έργων, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Κρατικό Χημείο, Κέντρο Παραγωγικότητας Κύπρου κ.λπ). Όμως δεν είχε καταστεί ακόμη γενικότερη κουλτούρα η Ε&Α. Με δική μας πρωτοβουλία βάλαμε στον Προϋπολογισμό Ανάπτυξης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας ένα κονδύλι ΛΚ3.000, για να διατεθεί για ενθάρρυνση της Ε&Α στον ιδιωτικό τομέα. Ήταν εκεί για μερικά χρόνια, μέχρι που το Υπουργείο ζήτησε την απάλειψή του. Η μοναδική φορά που χρησιμοποιήθηκε μέρος αυτού ήταν όταν βοηθήσαμε ιδιώτη να στείλει δείγμα από ‘κλιματζίδες' αμπελιών σε εργαστήρι του εξωτερικού για να βεβαιωθεί κατά πόσο ήταν κατάλληλη πρώτη ύλη για την κατασκευή πολτομάζας και χαρτιού και να προωθήσει την ίδρυση σχετικής βιομηχανίας. Κι όμως υπήρξαν προτάσεις για ερευνητικά προγράμματα, όπως π.χ. η περαιτέρω χρησιμοποίηση της ηλιακής ενέργειας, όχι μόνο για θέρμανση νερού, αλλά και για τον κλιματισμό οικιών. Ως Γραφείο Προγραμματισμού υποστηρίξαμε τη σχετική πρόταση που έγινε από Κύπριο ερευνητή του εξωτερικού, όμως, θεωρήθηκε τελικά ότι υπό τις τότε συνθήκες η Κυβέρνηση θα έμπαινε σε μη ελεγχόμενες περιπέτειες. Παρόλα αυτά, πολλά από τα ευρήματα των ερευνητικών προγραμμάτων των Κυβερνητικών Τμημάτων αποτέλεσαν τη βάση για περαιτέρω ανάπτυξη ανάλογων δραστηριοτήτων του ιδιωτικού τομέα.

Τα Έκτακτα Σχέδια προνοούσαν: προώθηση δραστηριοτήτων, που χρησιμοποιούν σύγχρονη τεχνολογία, συνεργασία με το ξένο κεφάλαιο, πολιτική έντονου εξαγωγικού προσανατολισμού, δημιουργία ανταγωνιστικότητας, εξάλειψη οργανωτικών και παραγωγικών αδυναμιών, εξασφάλιση υψηλού βαθμού εξειδίκευσης σε τομείς όπου η Κύπρος διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επίσης διελάμβαναν την αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της Κύπρου ως κέντρου παραγωγής για εξαγωγές στον ευρύτερο Μεσανατολικό κι Ευρωπαϊκό Χώρο. Πέραν του γεωγραφικού πλεονεκτήματος, σαν κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων προέβαλλαν την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, την ύπαρξη καλά αναπτυγμένου τραπεζικού συστήματος, καλού συστήματος συγκοινωνιών κι επικοινωνιών με άλλες χώρες κ.λπ. Αξιοσημείωτα είναι επίσης η εκπεφρασμένη βούληση για εισαγωγή μέτρων για διευκόλυνση της συγχώνευσης μικροτέρων σε μεγαλύτερες μονάδες, ενδυνάμωση του θεσμού δημοσίων εταιρειών, απλοποίηση των διαδικασιών προώθησης βιομηχανικών σχεδίων κ.λπ, κ.λπ.

Σήμερα οι συνθήκες για προώθηση των πιο πάνω στόχων είναι εντελώς διαφορετικές. Βοηθήσαμε να ‘γεμίσουμε’ την Κύπρο με Πανεπιστήμια κι Ερευνητικά Κέντρα για να αναβαθμίσουμε ακόμη περισσότερο τις δυνατότητές μας στον ανθρώπινο παράγοντα. Συνήψαμε Συμφωνίες Συνεργασίας με ανεπτυγμένες κι άλλες χώρες για να διευκολύνουμε την αξιοποίηση της Κύπρου ως κέντρου παραγωγής κι εξαγωγής προηγμένων βιομηχανικών προϊόντων. Παρόλο που καταφέραμε να προσελκύσουμε στην Κύπρο βιομηχανικούς κολοσσούς (Ινδία, Ιαπωνία), δεν μπορέσαμε να τους κρατήσουμε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος από μέρους των αρμοδίων (δημόσιο και ιδιωτικό τομέα). Είναι τώρα μοναδική ευκαιρία να αξιοποιήσουμε σωστά τις δυνατότητές μας για τεχνολογική αναβάθμιση.

*Πρώην Υπουργός, πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού