Αδυνάμων κατευνασμός, κρατικής οντότητας υπαρξιακή απειλή

Οι διεθνείς σχέσεις των κρατών ορίζονται από μια πλειάδα θεωρητικών παραμέτρων διά των οποίων εμπεδώνεται το πλέγμα επαφών και συναφών επικοινωνιακών δεδομένων, που άπτονται της αενάου πορείας του διεθνούς συστήματος κρατών και πολιτισμών.

Στο πλαίσιο των ως άνω αναφερομένων συνθηκών, εκδηλώνονται πολιτικές, που άπτονται και ζητημάτων σύγκρουσης και ειρήνης και που εκφράζονται πρωτίστως ως κατευνασμός μεν και ως αποτροπή δε. Ο κατευνασμός συνιστά μια πολιτική τακτική, που εφαρμόζεται εφόσον ο εις ων αφορά βρίσκεται σε θέση ισχύος έναντι του άλλου.

Σε μια συγκρουσιακή διάσταση ο ισχυρός και επιτιθέμενος λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως μια δομή που κατευνάζει την άλλη πλευρά, έχοντας εν προκειμένω την υπεροχή και την επιβολή της ισχύος, υποχρεώνοντας κατά ταύτα τον αντίπαλο να προσαρμοστεί στη βούλησή του για να αποφύγει τη σύγκρουση.

Εάν, αντιθέτως, το ως άνω πλαίσιο λειτουργήσει αντιστρόφως, δηλαδή η αμυνόμενη πλευρά επιχειρήσει να διαδραματίσει κατευναστικό ρόλο απέναντι στον ισχυρό και επιτιθέμενο παράγοντα του συγκρουσιακού γεγονότος, τότε αυτή η πολιτική μετατρέπεται νομοτελειακά σε εξαιρετικά επιζήμια εξέλιξη για τον αδύναμο, αμυνόμενο εν προκειμένω, καθώς με την τακτική αυτή στέλνεται το μήνυμα περί μειωμένης ικανότητας αντίστασης, τρέφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιθετικότητα της άλλης πλευράς.

Το ανωτέρω σκεπτικό αποτυπώνεται παραδειγματικά, ως γνωστόν, στο ιστορικό πλαίσιο της σχέσης Φινλανδίας – ΕΣΣΔ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η Φινλανδία προκειμένου να μη διατρέξει κίνδυνο πρόκλησης επιθετικών ενεργειών εκ μέρους της ισχυρής τότε ΕΣΣΔ, διεμήνυσε διά της πολιτικής της ότι προσαρμόζεται στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, διατηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια κατ’ επίφασιν ανεξαρτησία. Εκ του γεγονότος αυτού παρήχθη στη διαδρομή των χρόνων και η γνωστή έννοια της «φινλανδοποίησης» που παραπέμπει σε επερχόμενη κηδεμόνευση μιας χώρας ως κρατικής οντότητας στη βούληση του ισχυροτέρου.

Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στο πλαίσιο της προσφάτως αυξημένης επιθετικότητας της Τουρκίας, που διεκδικεί χώρο και δικαιώματα, όπως τούτη απεικονίζεται στα γεγονότα που έλαβαν χώραν στον Έβρο, αλλά και στις πολλαπλώς κλιμακούμενες παραβιάσεις ελληνικού εναερίου και θαλασσίου χώρου, η Ελλάδα από θέση άμυνας υποχρεούται να αντισταθεί εφαρμόζοντας μια ολοκληρωμένη αποτρεπτική στρατηγική, αξιοποιώντας όλα τα στη διάθεσή της μέσα άμυνας και αποτροπής, με στόχο, όχι μόνο την υπεράσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας, αλλά και την πραγμάτωση πλήγματος στην επιτιθέμενη πλευρά.

Οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώραν προσφάτως στην ελληνοτουρκική μεθόριο συνιστούν συνέχεια μιας σειράς γεγονότων ενταγμένων σε μια στρατηγική σύλληψη και πορεία από τη μεριά της Τουρκίας και επομένως δεν παραπέμπουν σε τυχαία γεγονότα ή σε στιγμιαία τουρκική νευρικότητα, αλλά πολύ περισσότερο οφείλουν να ερμηνεύονται από έναν σταθερό και μόνιμο σχεδιασμό της Άγκυρας, που αποσκοπεί σε αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, όπου αυτό καθίσταται εφικτό.

Το μομέντουμ της ποιοτικής αναβάθμισης της τουρκικής επιθετικότητας σε παρόντα χρόνο, παραπέμπει σε δυο τινά. Πρώτον, στη στοχοθεσία της Άγκυρας για αναβίωση μιας σύγχρονης εκδοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 2023 σε μια επετειακή διάσταση των εξελίξεων και δεύτερον στην αίσθηση που διατρέχει την τουρκική πλευρά πως η Αθήνα είναι προσανατολισμένη σε μια πολιτική κατευνασμού και επομένως μια ενεργός ελληνική αντίδραση έναντι των δεδομένων προκλήσεων θεωρείται ως μη αναμενομένη.

Η Τουρκία έχει ως παραδοσιακή στρατηγική, σε τακτικό επίπεδο, πολιτικές οικοδόμησης ενός συστήματος πολλαπλών πιέσεων προς την Ελλάδα, σε διάφορα και διαφορετικά επίπεδα, έτσι ώστε να παράγεται αφενός η παράσταση της διεκδίκησης και αφετέρου να κερδίζει χώρο από τους μικρούς βηματισμούς υποχώρησης της άλλης πλευράς, χωρίς να διακινδυνεύει την εκδήλωση μικρής ή μεγάλης έκτασης επεισοδίου. Οι ανωτέρω πολιτικοί βηματισμοί εκτυλίσσονται ανάγλυφα το τελευταίο χρονικό διάστημα στις ελληνοτουρκικές αντιπαραθετικές διεργασίες στην ελληνοτουρκική μεθόριο.

Επομένως, στην περίπτωση της Ελλάδος εκείνο που έχει σημασία, ειδικότερα σε μια χρονική στιγμή, όπως αυτή που σήμερα διάγουμε, είναι η πραγμάτωση των διακηρύξεων της πολιτικής ηγεσίας για υπεράσπιση του χώρου και εν γένει της εθνικής υπόστασης της ελληνικής κρατικής οντότητας.

Οι κινήσεις αποτροπής, που αποτελούν εν προκειμένω μονόδρομο για την Αθήνα, παραπέμπουν σε διάφορα επίπεδα ελληνικής αντίδρασης, που θα μπορούσαν να αναφέρονται, όχι μόνο στην ενεργό καταδίωξη των παρανόμως εισβαλόντων στην ελληνική επικράτεια, αλλά κυρίως στην εφαρμογή πολιτικών πρόκλησης κόστους στην άλλη πλευρά, δημιουργώντας συνθήκες αποτροπής για περαιτέρω διεκδικητικούς βηματισμούς της.

Συνεπώς, το ζήτημα που τίθεται σήμερα αναφορικά προς τις στρατηγικές κινήσεις της Ελλάδος συνίσταται στο κατά πόσον η χώρα θα λειτουργήσει προληπτικά αντιδρώντας μέσα από σχεδιασμό και εφαρμογή πολιτικών, που να είναι σε θέση να επιφέρουν πλήγμα στην Τουρκία ή στο εάν και κατά πόσον η Αθήνα θα υποχρεωθεί εν τέλει εκ των διαμορφούμενων συνθηκών να αντιδράσει και δη κατά πάσα πιθανότητα από θέση αδυναμίας.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο