Υγεία

Η παιδική υπέρταση υπάρχει και δεν είναι αθώα

Χρειάζεται επαγρύπνηση, μετρήσεις πίεσης και σωστή αξιολόγηση. Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα παιδιά να υιοθετήσουν μια υγιεινή διατροφή, να διατηρούν ένα φυσιολογικό σωματικό βάρος και να ασχολούνται λιγότερο με οθόνες και ηλεκτρονικά παιχνίδια και περισσότερο με τη φυσική δραστηριότητα

Αρτηριακή Υπέρταση ονομάζεται η αυξημένη αρτηριακή πίεση, δηλαδή η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών, μέσα στις οποίες ρέει. Συχνά θεωρείται ότι η υπέρταση είναι μια νόσος που αφορά τους ενήλικες και ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους. Ισχύει ότι είναι κατά πολύ συχνότερη στις μεγάλες ηλικίες, αλλά δεν εμφανίζεται αποκλειστικά σε αυτές τις ηλικίες. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαπιστωθεί αύξηση της συχνότητας της παιδικής υπέρτασης. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην αυξανόμενη παιδική και εφηβική παχυσαρκία, καθώς και στον συνδυασμό ανθυγιεινής διατροφής και μειωμένης άσκησης. Χαρακτηριστικά, η καθιστική ζωή και ο χρόνος που περνούν τα παιδιά μπροστά από τις οθόνες έχουν συνδεθεί με την αρτηριακή υπέρταση.

Η συχνότητα της αρτηριακής υπέρτασης στα παιδιά και στους εφήβους ανέρχεται στο 3-4%. Συχνά η διάγνωση διαφεύγει ή, όταν γίνει η διάγνωση, η αντιμετώπιση της νόσου δεν είναι η σωστή. Παρόλο που η εμφάνιση των επιπτώσεων της υπέρτασης στην καρδία και τα αγγεία είναι πολύ σπάνια στα παιδιά, αφού οι βλάβες αυτές εμπλέκουν χρόνιες διεργασίες και χρειάζονται μεγάλο χρονικό διάστημα για να αναπτυχθούν, η αυξημένη αρτηριακή πίεση στην παιδική ηλικία συχνά εξελίσσεται σε υπέρταση στην ενήλικη ζωή. Συνεπώς, η υψηλή πίεση σε ένα παιδί είναι ένα σημάδι ότι πρόκειται για άτομο με αυξημένη πιθανότητα να έχει υψηλή πίεση και στην υπόλοιπή του ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο, τόσο οι αμερικάνικες όσο και οι ευρωπαϊκές κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης σε όλα τα παιδιά άνω των 3 ετών σε κάθε επίσκεψή τους στον παιδίατρο.

Τα αίτια της υπέρτασης στα παιδιά είναι παρόμοια με αυτά των ενηλίκων, όμως στα παιδιά η δευτεροπαθής υπέρταση είναι πολύ πιο συχνή. Ο όρος «δευτεροπαθής» σημαίνει πως η υπέρταση οφείλεται σε κάποια συγκεκριμένη ασθένεια, η οποία αν αντιμετωπιστεί, η υπέρταση συνήθως υποχωρεί. Σε παιδιά κάτω των 6 ετών, οι παθήσεις των νεφρών είναι η συχνότερη αιτία δευτεροπαθούς υπέρτασης, ακολουθούν οι παθήσεις του καρδιαγγειακού (π.χ. στένωση του ισθμού της αορτής) και πιο σπάνια, οι ενδοκρινολογικές παθήσεις (π.χ. φαιοχρωμοκύττωμα, σύνδρομο Cushing, κ.λπ.). Μετά την ηλικία των 6 ετών, συχνότερο αίτιο αποτελεί η πρωτοπαθής (ή ιδιοπαθής) υπέρταση – δηλαδή η υπέρταση στην οποία δεν υπάρχει κάποια μεμονωμένη αιτία που την προκαλεί. Αυτή συνήθως εμφανίζεται σε παιδιά με οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης και παιδιά με αυξημένο σωματικό βάρος.

Η σωστή αξιολόγηση παιδιών με πιθανή υπέρταση απαιτεί μετρήσεις τόσο στο ιατρείο όσο και εκτός ιατρείου, δηλαδή με μετρήσεις στο σπίτι ή με 24ωρη καταγραφή (με ειδική συσκευή που εφαρμόζεται στο παιδί για 24 ώρες). Κρίσιμο ρόλο παίζουν λεπτομέρειες όπως σωστή μεθοδολογία στη μέτρηση και το κατάλληλο μέγεθος περιχειρίδας (το μέρος της συσκευής που φουσκώνει γύρω από το χέρι κατά τη μέτρηση) ανάλογα με την ηλικία και τη σωματική ανάπτυξη του παιδιού. Η ακριβής διάγνωση της υπέρτασης χρειάζεται τουλάχιστον 3 επισκέψεις στον γιατρό με 2-3 μετρήσεις της πίεσης σε κάθε επίσκεψη. Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε το φαινόμενο της «λευκής μπλούζας», κατά το οποίο η πίεση στο ιατρείο είναι συχνά υψηλότερη από την πραγματική (πιθανόν λόγω άγχους που διακατέχει τα παιδιά κατά τη μέτρηση της πίεσης στο ιατρείο), οδηγώντας πιθανόν σε λανθασμένα συμπεράσματα. Υπάρχει επίσης το αντίστροφο, το φαινόμενο της «συγκαλυμμένης υπέρτασης», κατά το οποίο ένα παιδί έχει φυσιολογική πίεση στο ιατρείο αλλά αυξημένη πίεση στο σπίτι.

Ενώ οι φυσιολογικές τιμές πίεσης και τα όρια για την υπέρταση είναι συγκεκριμένα στους ενήλικες, οι τιμές στα παιδιά εξαρτώνται από την ηλικία, το ύψος και το φύλο. Έτσι, χρησιμοποιούνται ειδικοί πίνακες οι οποίοι καθορίζουν (με εκατοστιαίες θέσεις) τις φυσιολογικές και παθολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης και οι οποίες είναι χαμηλότερες από τους ενήλικες. Υπέρταση σε αυτές τις ηλικίες θεωρείται όταν η πίεση του παιδιού είναι υψηλότερη απ’ ό,τι στο 95% των παιδιών ίδιας ηλικίας, ύψους και φύλου.

Αν γίνει η διάγνωση της παιδικής αρτηριακής υπέρτασης, είναι απαραίτητο να ληφθεί λεπτομερές ιστορικό, τόσο για το παιδί, συμπεριλαμβανομένου του περιγεννητικού ιστορικού (π.χ. βάρος και ηλικία γέννησης, προβλήματα κατά την κύηση), όσο και της οικογένειας (π.χ. γονείς με υπέρταση, καρδιαγγειακή νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, υψηλή χοληστερόλη, παχυσαρκία, κληρονομικά νεφρολογικά ή ενδοκρινολογικά νοσήματα). Επίσης, είναι σημαντικό να γίνει πλήρης κλινική εξέταση και να καταγραφούν το ύψος, το βάρος του παιδιού. Απαραίτητος είναι και ο παρακλινικός έλεγχος με εξετάσεις αίματος και ούρων, ακτινογραφία θώρακος, ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα νεφρών και καρδιάς, κ.λπ.

Η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης δεν σημαίνει απαραίτητα έναρξη φαρμακευτικής αγωγής. Στη δευτεροπαθή υπέρταση γίνονται προσπάθειες για αντιμετώπιση της αιτίας. Στην πρωτοπαθή, η βάση της αντιμετώπισης είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής. Η απώλεια βάρους, για τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά, καθώς και η αερόβια άσκηση όπως κολύμβηση, περπάτημα ή ποδηλασία, για 40 λεπτά 3-5 φορές την εβδομάδα, αποτελεί έναν από τους πιο ισχυρούς συνδυασμούς που αποδεδειγμένα έχει θετικά αποτελέσματα στη μείωση της πίεσης. Σημαντικό είναι επίσης να μειωθεί το αλάτι στο φαγητό (που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στα έτοιμα και στα επεξεργασμένα φαγητά) και να αυξηθεί η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Φαρμακευτική αγωγή χορηγείται σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπως σε αποτυχία ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης μετά από 6 μήνες αλλαγής του τρόπου ζωής, καθώς και στα παιδιά χωρίς εμφανή τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου.

Συμπερασματικά, η αρτηριακή υπέρταση δεν είναι αποκλειστικά νόσος των μεγάλων ηλικιών. Η παιδική υπέρταση είναι υπαρκτή και δεν είναι αθώα. Οι συνέπειές της εμφανίζονται μακροχρόνια, μετά την παιδική και εφηβική ηλικία. Χρειάζεται λοιπόν επαγρύπνηση, μετρήσεις πίεσης και σωστή αξιολόγηση. Οι γονείς θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα παιδιά να υιοθετήσουν μια υγιεινή διατροφή, να διατηρούν ένα φυσιολογικό σωματικό βάρος και να ασχολούνται λιγότερο με οθόνες και ηλεκτρονικά παιχνίδια και περισσότερο με τη φυσική δραστηριότητα.

*Ειδικευόμενη Παιδιατρικής

Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού