Αναλύσεις

Όταν ακυρώνουμε τα όνειρά μας...

«Ο Έλληνας γεννήθηκε αγωνιστής. Ως τέτοιος πρέπει να στέκεται πάνω στις επάλξεις, ακοίμητος φρουρός των υψηλών αξιών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας»
Μάρκος Δράκος

Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο υπήρξε το πρόσφατο άρθρο στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ του Σάββα Ιακωβίδη με τίτλο «Τα κατοχικά οδοφράγματα ως Δούρειος Ίππος αναγνώρισης του ψευδοκράτους».

Το έχω διαβάσει δύο φορές και υπογράμμισα κάποια σημεία, τα οποία πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν. Είναι αδιανόητο σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα, κάποιοι Έλληνες της Κύπρου να οδεύουν προς τον ραγιαδισμό και τον εθνομηδενισμό. Η ιστορία είναι εκεί. Το 1974 παραμένει μια ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί με όλες τις συνέπειες. Οι οδοιπόροι στη σκλαβωμένη γη μας πρέπει, επιτέλους, να μάθουν τι προκαλούν με την αντεθνική τους πράξη. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις να επιτρέπεται η διέλευση, όπως ορθά περιγράφει ο Σάββας Ιακωβίδης, τεκμηριώνοντας τον συλλογισμό του.

Όταν διάβασα για τις «χοντρές κοκκάλες των υπέρ ελευθερίας θυσιασθέντων παλληκαριών» θυμήθηκα τον Γρηγόρη Αυξεντίου μέσα από την ποιητική έκφραση του Γιάννη Ρίτσου στον «Αποχαιρετισμό». Αυτό έχει ένα μεγάλο μήνυμα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη θέληση και την ανδρεία των ηρώων εκείνων που έπεσαν υπέρ πατρίδος για τις επόμενες γενιές. Τον ραγιαδισμό όμως δεν μπορούμε να τον δικαιολογήσουμε, αλλά μονάχα να τον ερμηνεύσουμε με μια φιλοσοφική πρόθεση που ορίζει ο ίδιος ο Αριστοτέλης στα «πολιτικά» του, λέγοντας ότι «από τη φύση τους άλλοι είναι δούλοι και άλλοι ελεύθεροι». Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι είλωτες και οι εθνομηδενιστές, ενώ στη δεύτερη οι ήρωες και οι αδούλωτοι.

Το αρθρογράφημα του Σάββα Ιακωβίδη για τα οδοφράγματα πρέπει να τυπωθεί σε χιλιάδες αντίτυπα και να μοιράζεται σε κάθε εθελόδουλο, εκεί στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός – για να μην το ξεχνάμε – με τον όρο να το διαβάσει προτού περάσει προς τη λεηλατημένη γη του. Κι όταν τελειώσει την ανάγνωση, ας κάνει έναν μικρό απολογισμό στον εαυτό του, κι ας ρίξει μια φευγαλέα ματιά πίσω στην Ιστορία, χωρίς να κοιτάξει τον Πενταδάκτυλο. Κι ύστερα, θα ψαχουλέψει τις τσέπες του για να βγάλει την ταυτότητά του να την επιδείξει στον κατακτητή της πατρίδας του, για να περάσει απέναντι. Ίσως κάποιοι που θα διαβάσουν τους προβληματισμούς του Ιακωβίδη, να αλλάξουν γνώμη και την υστάτη να γυρίσουν πίσω. Έστω και ένας να το πράξει, θα είναι νίκη της δύναμης του γραπτού λόγου.

Ας ρίξουμε μια ματιά σε ένα γράμμα του ήρωα μαθητή της ΕΟΚΑ Πετράκη Γιάλλουρου προς τους γονείς του. Προσέξτε το νόημα και το πάθος του για ελευθερία στα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του:

«Αγαπητοί μου γονείς,

Όταν δεν ενδιαφερόμεθα για την ελευθερία του τόπου που μας γέννησε και μέσα του μεγαλώσαμε και γίναμε άνδρες, για ποιο ζήτημα πρέπει τότε να ενδιαφερόμαστε; Ο άνθρωπος δεν έρχεται στον κόσμο για να τρώει και να πίνει και γενικά να απολαύει όλων των υλικών αγαθών, γιατί αυτά δεν έχουν καμιά αξία, γιατί είναι εντελώς πρόσκαιρα – αλλά για να αισθάνεται και να έχει ορισμένα ευγενή ιδανικά για τα οποία να είναι έτοιμος να θυσιάσει και αυτήν ακόμη τη ζωή του. Ένα δε εκ των σημαντικοτέρων από αυτά τα ιδανικά, είναι και η αγάπη προς την πατρίδα. Σας φιλώ με αγάπη. Πέτρος».

Τα λόγια του παιδιού αυτού έγιναν πράξη. Στις 6 Φεβρουαρίου 1956 πυροβολήθηκε από τους Άγγλους σε μαθητική διαδήλωση του Γυμνασίου Αμμοχώστου, ενώ κρατούσε την ελληνική σημαία. Προτού ξεψυχήσει, κατάφερε να ψιθυρίσει: «Πεθαίνω, ζήτω η Ελλάδα!». Ο Πετράκης Γιάλλουρος υλοποίησε τα όνειρά του με τη θυσία του. Οι σύγχρονοι είλωτες, δυστυχώς, ακυρώνουν τα όνειρά μας εκεί στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός.

Αγαπητέ Σάββα Ιακωβίδη, δεκαετίες τα γραπτά σου μηνύματα αντανακλούν το βάθος των πολιτικών μας χειρισμών. Με αυστηρό και κριτικό ύφος, με αντικειμενική τεκμηρίωση γεγονότων, αναδεικνύεις την αθέατη πλευρά της σύγχρονης πολιτικής επικαιρότητας. Χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς παρωπίδες και κομματικές αγκυλώσεις, ξεδιπλώνεις μέσα από την εκλεκτή σου αρθρογραφία τη ρεαλιστική όψη των ιστορικών εξελίξεων. Ποτέ δεν διστάζεις να έρθεις σε αντιπαράθεση με όλους και με όλα, κρίνοντας με δριμύτητα τούς εκάστοτε προέδρους και πολιτικούς άρχοντες.

Τα φυλακισμένα μνήματα δεν απέχουν πολύ από τη γραμμή αντιπαράταξης. Μπορεί ο καθένας να τα επισκεφθεί και να τιμήσει τους πεσόντες και απαγχονισθέντες ήρωες κατά τον επικό απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Εκεί πρέπει να πηγαίνουν μεγάλοι και παιδιά, για αναπτέρωση του ηθικού φρονήματος και της εθνικής αυτογνωσίας. Τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων της Κύπρου είναι θαμμένα σε έναν μικρό τετράγωνο χώρο στις Κεντρικές Φυλακές.

Όταν επιτέλους έρθει η ελευθερία της μαρτυρικής μας πατρίδας, τότε και μόνο τότε θα πάμε στην Κερύνεια, στη Μόρφου, στον Απόστολο Ανδρέα, στην Αμμόχωστο χωρίς ταυτότητες και διαβατήρια, αλλά ως ελεύθεροι Έλληνες. «Οι ελεύθεροι λαοί», ομολογεί ο Ηρόδοτος, «οφείλουν να μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις εναντίον σ’ όποιον καταπατάει τα εδάφη τους». Ως εκ τούτου, οι ρήσεις των σοφών προγόνων μας είναι θεμελιωμένες ανάμεσα στο χρέος και την ορθοφροσύνη. Οι επιλήσμονες και οι εθνικά απονευρωμένοι ικέτες του κατακτητή μας, ας προβληματιστούν κι ας ακυρώσουν στη συνείδησή τους τα οδοφράγματα γυρίζοντας πίσω στα όνειρα και στις ελπίδες τους... έστω και την υστάτη...

Αγαπητέ Σάββα, γράφοντας αυτό το κείμενο, ξεδίπλωσα τα δικά σου συναισθήματα. Την Παρασκευή, 11 Μαΐου 2001, σκιαγράφησες με συγκινησιακή φόρτιση την αγγελία του θανάτου του σεβάσμιου γέροντα Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου. Ξέρω ότι εκείνο το πρωϊνό της 10ης Μαΐου, επέτειο της θυσίας των πρωτομαρτύρων της αγχόνης Καραολή και Δημητρίου το 1956, προστέθηκε, πιστεύω, χωρίς να είναι καθόλου σύμπτωση, από τη Θεία Πρόνοια και ο θάνατος του άξιου αυτού ιερέα της Ρωμιοσύνης.

Όταν ενημερώθηκες για την κοίμηση του στρατολόγου της ΕΟΚΑ, κάθισες σεμνά και ταπεινά απέναντι στο αγωνιστικό του φρόνημα, τις παρακαταθήκες του και την ανιδιοτελή του προσφορά, αναλογιζόμενος ολόκληρη την Ιστορία μας. Κι ύστερα έφερες νοερά τη σεπτή μορφή του. Χωρίς να κατορθώσεις να συγκρατήσεις τον χείμαρρο της συναισθηματικής σου αναστάτωσης, με βουρκωμένα μάτια, πήρες την πένα κι άρχισες να γράφεις ένα από τα ωραιότερα συμβολικά άρθρα της ζωής σου, με τον εύηχο τίτλο «ξυπνάτε ραγιάδες, φωνάζει στους Έλληνες ο Παπασταύρος». Ασφαλώς ένα κείμενο διαφορετικό από τα άλλα. Ένα κείμενο που εμπνεύστηκες αυθόρμητα, αποτυπώνοντας ευλαβικά το ύστατο χαίρε σε αυτόν τον πνευματικό πατέρα ολάκερου του Ελληνισμού.

«Και ξαφνικά η Ιστορία άφησε κατά μέρος τη γραφίδα της», έτσι άρχισες να γράφεις. «Έκλεισε ήσυχα τις δέλτους της, ένα μεγάλο κεφάλαιό της, σχεδόν συμπληρώθηκε. Η ίδια η Ιστορία απόκαμε ύστερα από θυελλώδη πορεία μέσα στον χρόνο και τον τόπο. Βαθύσκιος δρυς, ο Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου έγειρε ήρεμα και ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι. Δεν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τον χάροντα, ούτε να παλέψει σε μαρμαρένια αλώνια. Απλώς και η Ιστορία και ο χάροντας μέριασαν με σεβασμό, για να περάσει η σεβάσμια μορφή του προς το φως και την αθανασία».

Αυτά τα λόγια με άγγιξαν. Το άρθρο αυτό το διαβάζω ξανά και ξανά σε κάθε δύσκολη εποχή. Είναι για μένα ένα βάλσαμο στις πληγές της συμφοράς και της εθνικής αυτοματαίωσης. Τα οδοφράγματα είναι οι πύλες της υποτέλειας που διαγράφουν την ιστορική μας αξιοπρέπεια, από μερίδα Ελλήνων της Κύπρου που σπεύδουν χωρίς όνειδος στις κατεχόμενες περιοχές μας. Και συνέχισες να γράφεις για τις τελευταίες στιγμές του σεβάσμιου γέροντα: «Χθες το πρωί σηκώθηκε νωρίς όπως πάντα. Άκουσε το ’’πρώτο καλημέρα’’ από τον εκλεκτό συνάδελφο Λάζαρο Μαύρο, στο Ράδιο Πρώτο, άκουσε ευθύς αμέσως και την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου και κατακλίθηκε. Έκλεισε τα μάτια. Και αναχώρησε πλήρης ημερών με τέλη του βίου εθνικά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά (...) και μόνο να τον συναντάς και να συνομιλείς μαζί του, γινόσουν πλούσιος σε πνευματική μέθεξη, σε εθνική ανάταση, σε ηθική αντίσταση. Ένα κομμάτι Ελλάδα, δεν υπάρχει πια. Ο Παπασταύρος ήταν Ελλάδα, που γέμιζε τη ζωή του, τη δράση του, την προσφορά του, την προσωπική του ιστορία. Κοιμόταν με ένα όνειρο και ξυπνούσε χρόνια ολάκερα με μιαν απέραντη ελπίδα, να ιδεί μια μέρα την Κύπρο μας ελεύθερη και ενωμένη με την Ελλάδα...».

Επομένως, αγαπητέ Σάββα, κάθε αναγνώστης και ειδικά κάθε Έλληνας διαβάτης στη σκλαβωμένη γη μας, οφείλει να γίνει κοινωνός στα υψηλά ιδανικά και τις αξίες. Όταν οι πρόγονοί μας πολέμησαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία, όταν το 1974 έπεσαν μαχόμενοι εναντίον του Αττίλα, λεβέντες Κύπριοι και Ελλαδίτες, τότε πρέπει να ζυγιάζουμε τις ευθύνες και το καθήκον απέναντι στην ιστορική κληρονομιά. Για μας τους Έλληνες, ο ραγιαδισμός και η υποτέλεια δεν έχουν καμία θέση στο συλλογικό μας γίγνεσθαι.

Ο ήρωας Κυριάκος Μάτσης, σε μια επιστολή του γράφει μεταξύ άλλων: «Πρέπει να ξέρεις, αγαπητέ μου Συμεών, πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από εκείνη που αισθάνεται ένας σαν βλέπει να μετατρέπονται σε πραγματικότητα τα όνειρα και οι ελπίδες και τα ιδανικά του. Πλάσαμε δυνατά μέσα μας κάποια τέτοια όνειρα και ζήσαμε με την ελπίδα για μια πραγματοποίησή των και χαιρόμαστε τώρα, γιατί μια όμορφη μοίρα, μας έταξε στρατιώτες για τη νίκη των...».

Τα όνειρα και τα ιδανικά του Κυριάκου Μάτση είναι η πολυπόθητη Λευτεριά. Γι’ αυτήν τη Λευτεριά έπεσε μαχόμενος στις 19 Νοεμβρίου 1958 στο Δίκωμο. Άρα, δεν έχουμε εμείς σήμερα κανένα δικαίωμα να ακυρώνουμε αυτά τα όνειρα. Όλοι θέλουμε να πάμε στους σκλαβωμένους τόπους μας, αλλά μόνο υπό το λάβαρο της ελευθερίας και της δικαίωσης.