Αναλύσεις

Οδεύοντας προς το «σημείο μηδέν»

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός, όπως εκφράζεται με την υλοποίηση του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας, έχει ως στόχο τη μετατροπή της Αν. Μεσογείου σε τουρκική λίμνη, όθεν την εξασφάλιση, διά της θαλάσσιας ισχύος, της γεωπολιτικής ηγεμονίας της Τουρκίας στην περιοχή. Ως τέτοιος, είναι, στον βαθύτερο πυρήνα του, συστημικός και δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, την επιθετική εξαγωγή εσωτερικών κρίσεων και προβλημάτων, ούτε συναρτάται με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία

Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υπό το κράτος της μεθοδικά εντεινόμενης τουρκικής προκλητικότητας εις βάρος του Ελληνισμού, η οποία κλιμακώνεται, εσχάτως, σε όλα τα επίπεδα και με όλα τα μέσα, φαίνεται να οδεύει προς το «σημείο μηδέν», με το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής εμπλοκής να καθίσταται ολοένα και πιο ορατό.

Η μακρόχρονη αδράνεια του ελληνικού πολιτικού συστήματος έναντι του εξ ανατολών κινδύνου, το εύρος, την δυναμική και προοπτική του οποίου ουδέποτε διέγνωσε στις πραγματικές τους διαστάσεις, ούτε κατάφερε να σταθμίσει ορθολογικά, σε συνδυασμό με τις διαχρονικές ενδογενείς παθογένειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με κυρίαρχες δεσπόζουσες μιαν ακατανόητη διάκριση ανάμεσα στη στρατιωτική ισχύ και τη χρήση διπλωματικών μέσων στην άσκηση πολιτικής κι ένα αθεράπευτο φοβικό σύνδρομο έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, έφεραν, σήμερα, την Ελλάδα ενώπιον ενός τραγικού ιστορικού διαζεύγματος: είτε να επιλέξει την ανεπιθύμητη οδό μιας μερικής ή ολικής πολεμικής αντιπαράθεσης με την Τουρκία - εάν η τουρκική βουλιμία δεν καμφθεί ενώπιον της ελληνικής αποτρεπτικής αποφασιστικότητας - με ό,τι αυτό συνεπάγεται, είτε να συρθεί σε μια επώδυνη υποταγή στους όρους του επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού, εκχωρώντας μέρος της εθνικής της κυριαρχίας και απεμπολώντας την άσκηση αναφαίρετων κυριαρχικών της δικαιωμάτων.

Η πολιτική των κανονιοφόρων

Όλη αυτή η πολιτική του κατευνασμού αλλά και τα αδιέξοδά της συμπυκνώνονται σε δύο διατυπώσεις – μια «ανάγνωση» και μια διαπίστωση/παραδοχή - του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, ότι, αφενός, δεν βρισκόμαστε στην εποχή των κανονιοφόρων, αλλά στην εποχή του διεθνούς δικαίου, κι ότι, αφετέρου, δεν υπάρχει το παραμικρό φως διαλόγου με την Τουρκία.

Αντίθετα με ό,τι διαγιγνώσκει ο Έλληνας ΥΠΕΞ, και σήμερα, όπως πάντοτε (και σήμερα ίσως ακόμη περισσότερο), βρισκόμαστε στην εποχή των κανονιοφόρων, όπως δείχνει η εικόνα των διεθνών σχέσεων από τους δύο παγκοσμίους πολέμους και εντεύθεν. Στην εποχή, μάλιστα, ενός οιονεί πολλαπλού και εφ’ όλης της ύλης ολοκληρωτικού πολέμου, μια από τις κύριες συνιστώσες του οποίου είναι η υβριδική, τις επιπτώσεις και την αιχμηρότητα της οποίας βιώνουν Ελλάδα και Κύπρος τα τελευταία χρόνια, με δράστη, βέβαια, την Τουρκία.

Προφανώς, οι προς Εσπερίαν αιθεροβατούσες ελληνικές πολιτικές ελίτ, διαποτισμένες από την ειδωλοποιημένη έννοια ενός στρεβλού εκσυγχρονισμού, σε συνάρτηση με μια αίολη αντίληψη ενοφθάλμισης του εθνικού παράγοντα σε υπερεθνικές ή διεθνικές δομές πολιτικής συγκρότησης και συνεργασίας, στον καμβά της τάχιστα συντελούμενης διαδικασίας οικονομικής παγκοσμιοποίησης, δεν χαμπάριασαν για τις εξελίξεις και τα τεκταινόμενα στο ασταθές, βίαιο και ρευστό διεθνές πολιτικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, ιδία, δε, τα τεκταινόμενα στην περιοχή μας, όπου, όπως καταδεικνύει η ιστορική εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, η μοναδική, ίσως, αρχή επιβολής που κατισχύει δεν είναι το διεθνές δίκαιο, αλλά η ισχύς. Και πίστεψαν, με εγκληματική αφέλεια, πως ό,τι αποτελεί καταστατική αρμοδιότητα και ευθύνη ενός εθνικού κράτους, που εξακολουθεί να παραμένει το κύριο πολιτικό υποκείμενο της διεθνούς ζωής (βλ. ασφάλεια, άμυνα, προάσπιση εθνικής κυριαρχίας, διασφάλιση και προώθηση εθνικών συμφερόντων), μπορεί να εκχωρηθεί σε υπερεθνικούς οργανισμούς ή ποικιλώνυμες συνομαδώσεις κρατών.

Αυτό το φοβικό σύνδρομο έναντι της Άγκυρας από τις κυρίαρχες ελλαδικές πολιτικές ελίτ (που αποτέλεσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και της επάρατης επταετούς χούντας των Αθηνών), εκτραχυνόμενο κυρίως μετά την καταστροφή του 1974, συναρτώμενο με την εκ καταβολής ευπάθεια του νεότερου ελλαδικού κράτους να αποτελεί αντικείμενο μιας ετερόνομης διεθνούς προστασίας (όπως άλλοτε, έτσι και τώρα, αναμένουμε από κάποιους διεθνούς προστάτες – Δύση ή Ρωσία – να παρέμβουν προς όφελός μας, απωθώντας την τουρκική απειλή, μη αναλογιζόμενοι, βεβαίως, τις συνέπειες αυτής της παρέμβασης ή της μη παρέμβασης), έφεραν σήμερα τη χώρα ενώπιον αυτού του τραγικού διλήμματος.

Το γεγονός ότι σε μια μικρή περιοχή του πλανήτη, τη σημερινή Ευρώπη, για ευκολονόητους ιστορικούς λόγους, έχει καταστεί δυνατόν να κυριαρχήσουν κανόνες δικαίου και οι αρχές της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών στις σχέσεις μεταξύ των κρατικών οντοτήτων - που και αυτοί, άλλωστε, αποτελούν, έκφραση των διαμορφούμενων συσχετισμών δύναμης σε μια ορισμένη χρονική στιγμή - δεν σημαίνει ότι η παγκόσμια ιστορία εισήλθε σε μια εποχή… παρέλευσης της χρήσης της στρατιωτικής ισχύος και της δύναμης των όπλων. Όπως καταδεικνύεται καθημερινά, ένα πολύ μεγάλο μέρος της διάλληλης συμπεριφοράς των ανθρώπινων συλλογικοτήτων ούτε εκλογικεύεται, ούτε εξορθολογίζεται, όπερ σημαίνει ότι, η επίκληση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, μόνον ονομαστική αξία έχει, εάν απουσιάζει η δύναμη της επιβολής ή εφαρμογής του. Άλλωστε, και η ίδια η Τουρκία, σε όλες τις έκνομες ενέργειες και διεκδικήσεις της, είναι αυτό τούτο το… διεθνές δίκαιο που επικαλείται, χωρίς κανείς, πέρα από ρητορικές υποδείξεις και νουθεσίες, να τη χαλιναγωγεί.

Κανένα φως διαλόγου…

Η δεύτερη τοποθέτηση Δένδια, ότι δεν υπάρχει το παραμικρό φως διαλόγου με τους Τούρκους, σημαίνει τρία, κυρίως, πράγματα: Ότι, πρώτον, η Άγκυρα δεν πρόκειται να αποστεί των απαράδεκτων διεκδικήσεών της έναντι της Ελλάδος, καθιστώντας δυνατό ένα διάλογο, δεύτερον, δεν επιζητεί διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών επί τη βάσει των σχέσεων καλής γειτονίας και αλληλοσεβασμού, αλλά πλήρη προσαρμογή και υποταγή της Ελλάδας στις δικές της απαιτήσεις (κάτι που φαίνεται πως αρχίζει να γίνεται αντιληπτό από την ελληνική πολιτική ηγεσία), και, τρίτον, ότι η Τουρκία κινείται εντελώς εκτός της σφαίρας του διεθνούς δικαίου, το πλαίσιο του οποίου θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου διαλόγου.

Άλλωστε, στην τράπεζα των λεγόμενων ελληνοτουρκικών διαφορών, όπως η Άγκυρα την ετοίμασε, τα μόνα που υπάρχουν προς συζήτησιν και… διαμοιρασμό, είναι η… ελληνική κυριαρχία και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, που σημαίνει ότι οι Τούρκοι εμφανίζονται… πολύ φιλειρηνικοί και πολιτισμένοι στην απληστία και την αδικοπραξία τους.

Θα πρέπει να γίνει συνείδηση, λοιπόν, ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός, όπως εκφράζεται με την υλοποίηση του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας, παραβιάζοντας κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, έχει ως στόχο τη μετατροπή της Αν. Μεσογείου σε τουρκική λίμνη, όθεν την εξασφάλιση, διά της θαλάσσιας ισχύος, της γεωπολιτικής της ηγεμονίας στην περιοχή. Ως τέτοιος, είναι, στον βαθύτερο πυρήνα του, συστημικός και δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, την επιθετική εξαγωγή εσωτερικών κρίσεων και προβλημάτων, ούτε συναρτάται με το ποιος βρίσκεται στην εξουσία. Και, όπως έχουμε επισημάνει σε παλαιότερη αναφορά, δεν πρέπει να αναμένονται «εποικοδομητικές κινήσεις» στο Κυπριακό, «λογική συμπεριφορά» στα Ελληνοτουρκικά και σεβασμός του διεθνούς δικαίου από μια χώρα που έχει αναγάγει τον «ιστορικό αναθεωρητισμό σε κρατική ιδεολογία» - άρα, a priori, δεν μπορεί παρά να γράφει το διεθνές δίκαιο και όλες τις διεθνείς συνθήκες στα παλαιότερα των υποδημάτων της – και έχει μετατρέψει την «κρατική σκοπιμότητα» σε κανόνα δικαίου, επιβαλλόμενο με τη βία.

Το σαρωτικό, σήμερα, κύμα του τουρκικού αναθεωρητισμού, που εκκινεί από την Κεντρική Ασία, διασχίζει τη Μέση Ανατολή και, εκτεινόμενο σε όλη τη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, εκβάλλει στη Βόρειο Αφρική και στα Βαλκάνια, έχει δύο βασικές αιχμές: την προβολή της ωμής στρατιωτικής ισχύος και τις συνεχείς παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, το οποίο είτε μεθερμηνεύει κατά το δοκούν, είτε επιχειρεί να το υποκαταστήσει με έκνομες και μη παράγουσες έννομα αποτελέσματα ενέργειες, προκειμένου να αποκομίσει ασύμμετρα πολιτικά οφέλη.

Και απειλεί να υπονομεύσει τα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους, μετατρέποντας την Ελλάδα και τον Ελληνισμό σε μιαν αδύναμη, ελεγχόμενη παραφυάδα της αναδυόμενης νεο-οθωμανικής κυριαρχίας.

Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας/αναλυτής, Σάββας Καλεντερίδης, «οι ασκήσεις, οι υπερπτήσεις, οι αιτιάσεις για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, η μονομερής χάραξη ΑΟΖ στην Αν. Μεσόγειο, η υπογραφή συμφωνίας με τη Λιβύη για τη χάραξη της μεταξύ τους ΑΟΖ, η χάραξη θαλασσοτεμαχίων μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, στην Αν. Μεσόγειο, η αίτηση διεξαγωγής ερευνών σε επτά περιοχές ανατολικά της Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης, οι δηλώσεις για αποστολή ερευνητικού γεωτρύπανου νοτίως της Κρήτης, είναι οι διάφορες φάσεις της υλοποίησης του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας. Άρα, μάλλον είναι παιδαριώδες να περιμένει κανείς ότι η Τουρκία θα κάνει πίσω, με διαβήματα και διαμαρτυρίες της Ελλάδας προς διάφορες κατευθύνσεις, τα οποία δεν λέω ότι δεν πρέπει να γίνονται. Απλώς, είναι τραγικό λάθος να πιστεύουμε ότι έτσι θα αντιμετωπιστεί η τουρκική επεκτατική πολιτική, όπως είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η Τουρκία θα αλλάξει τους σχεδιασμούς της, με παραινέσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας».