Διεθνή

Brexit: Η τίγρης στο ντεπόζιτο, το «καλό» κλίμα και η Γερμανία στη διάσωση

Το Λονδίνο θεωρεί θετικό τον παράγοντα Μέρκελ στην εξίσωση των διαπραγματεύσεων όχι μόνο γιατί φημίζεται για τις πραγματικές συμφωνίες που συνάπτει, αλλά επίσης γιατί υπάρχει η πεποίθηση ότι το Βερολίνο θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο το σενάριο του No Deal

Πίσω από το «καλό κλίμα», στο οποίο διεξήχθησαν οι πρώτες συνομιλίες σε υψηλό επίπεδο για μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Μεγάλης Βρετανίας, κρύβεται η «άβολη» πραγματικότητα που πλέον ξέρουν πολύ καλά και τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Με τη Βρετανία να ανακοινώνει και επισήμως πως δεν πρόκειται να ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου, διαμορφώνεται ένα σκηνικό ασφυκτικών πιέσεων και μαραθώνιων διαβουλεύσεων, με την ελπίδα σύναψης μιας συμφωνίας την τελευταία στιγμή, τουλάχιστον στους βασικούς τομείς. Με τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν και την προσοχή να παραμένει ακόμα στραμμένη στη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, ουσιαστικές εξελίξεις δεν αναμένονται πριν από το φθινόπωρο. Το παζλ της σύνθετης αυτής κατάστασης συμπληρώνει η ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από τη Γερμανία, την οποία η κάθε πλευρά ελπίζει ότι θα αξιοποιήσει προς δικό της όφελος.

Το παρασκήνιο της τηλεδιάσκεψης υψηλού επιπέδου

Όπως είχε εκτιμηθεί, η τηλεδιάσκεψη υψηλού επιπέδου μεταξύ του Πρωθυπουργού Τζόνσον και των ηγετών της ΕΕ επιβεβαίωσε το προφανές. Οι μέχρι στιγμής διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική εμπορική συμφωνία έχουν βαλτώσει και χρειάζεται να δοθεί μια «νέα δυναμική». Πίσω από την οθόνη ο Τζόνσον, παραθέτοντας μια παλιά διαφήμιση πετρελαϊκής εταιρείας, κάλεσε τους Ευρωπαίους να «βάλουν την τίγρη (καύσιμα) στο ντεπόζιτο». Απάντηση στο λογοπαίγνιο αυτό έδωσε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο οποίος σημείωσε ότι «είμαστε έτοιμοι να βάλουμε την τίγρη στο ντεπόζιτο αλλά όχι να αγοράσουμε γουρούνι στο σακί. Το ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού είναι αναγκαίο». Παρά το διαφαινόμενο χάσμα, ο Τζόνσον, νιώθοντας την ανάγκη να δώσει κάτι προς εσωτερική κατανάλωση, δήλωσε ότι δεν βλέπει κανένα λόγο να μην τελειώσει η «δουλειά» μέχρι τον Ιούλιο, παρά το γεγονός ότι ημερομηνίες που συμφωνήθηκαν με την ΕΕ για διαπραγματεύσεις ορίστηκαν για τον Αύγουστο. Η διάσκεψη αυτή είχε σχεδιαστεί ουσιαστικά για να γίνει ένας απολογισμός και να ανιχνευτούν οι προθέσεις της Βρετανίας ως προς την παράταση της μεταβατικής περιόδου του Brexit, η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου. Αν και η προθεσμία για να ζητήσει την παράταση έληγε την 1η Ιουλίου, η Βρετανία έσπευσε να επιβεβαιώσει επισήμως ότι δεν θα παρατείνει τον χρόνο διαπραγμάτευσης, παρά τις αντιδράσεις της Σκωτίας και της Ουαλίας. Παρά τις κινήσεις αυτές και τη σκληρή ρητορική που υιοθετεί το Λονδίνο, φαίνεται ότι σταδιακά και αθόρυβα μαλακώνει τη στάση του. Ενώ είχε διαβεβαιώσει ότι εάν δεν έφτανε σε συμφωνία με τις Βρυξέλλες τους καλοκαιρινούς μήνες θα άρχιζε τις προετοιμασίες για ένα no deal, τελικά Ιούλιος και Αύγουστος θα αναλωθούν στις διαπραγματεύσεις. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια τίθενται εκ νέου τα νέα χρονοδιαγράμματα, με τη Βρετανία να επιδιώκει συμφωνία μέχρι τον Σεπτέμβριο, σε αντίθεση με την ΕΕ, η οποία τοποθετεί το επίσημο διαζύγιο στα τέλη Οκτωβρίου.

Τα αγκάθια της διαπραγμάτευσης

Αναλυτές εντοπίζουν τέσσερα βασικά ζητήματα, τα οποία εάν συμφωνηθούν, θα ανοίξουν τον δρόμο για μια συνολική διευθέτηση της μελλοντικής εμπορικής σχέσης ΕΕ- Ηνωμένου Βασιλείου. Ένα από τα σημαντικότερα αγκάθια της διαπραγμάτευσης αποτελεί το λεγόμενο «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού». Με το πέρας της μεταβατικής περιόδου, το Λονδίνο δεν θα δεσμεύεται από ευρωπαϊκούς κανονισμούς, όπως οι κρατικές ενισχύσεις για εταιρείες ή τα περιβαλλοντικά ή εργασιακά πρότυπα του μπλοκ. Η κύρια ανησυχία των Βρυξελλών είναι ότι στη μετά- Brexit εποχή η Βρετανία θα παραβλέπει ή δεν θα συμβαδίζει με τους κανόνες της ΕΕ, με αποτέλεσμα οι βρετανικές εταιρείες που εξάγουν στα κράτη μέλη να έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των εταιρειών που θα δεσμεύονται από αυτούς τους δαπανηρούς κανονισμούς. Έτσι θέτουν ως προϋπόθεση η πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ να έχει ως αντίτιμο τη δέσμευση σε παρόμοιους κανονισμούς. Άλλο ζήτημα διαφωνίας αποτελεί η αλιεία, όπου η Βρετανία θέλει να συνεχίσει να διοχετεύει τα ψάρια που πιάνει στις θάλασσές της στην αγορά των 450 εκατομμυρίων ανθρώπων της ΕΕ, χωρίς όμως να δίνει πρόσβαση στα βρετανικά ύδατα στους ψαράδες του μπλοκ. Ζήτημα που χρήζει διευθέτησης αποτελεί επίσης η δικαστική συνεργασία. Η ΕΕ επιμένει ότι η Βρετανία θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΣΔΑ), μια διεθνή συμφωνία για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών στην Ευρώπη, η οποία επιτρέπει σε κάθε άτομο που πιστεύει ότι έχουν παραβιαστεί τα δικαιώματά του να μηνύσει μια κυβέρνηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τέλος, σημαντικό ζητούμενο είναι η συμφωνία στον μηχανισμό επίλυσης των μελλοντικών διαφορών που θα προκύπτουν. Ενώ θα μπορούσε να καθιερωθεί κάποια μορφή διεθνούς διαιτησίας, η ΕΕ μπορεί να αποδεχθεί μόνο το δικό της ανώτατο δικαστήριο - το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης - ως θεσμικό όργανο που ερμηνεύει το δίκαιο της ΕΕ. Η Βρετανία δεν θέλει δικαστήρια της ΕΕ να αποφασίζουν σε διαφορές που μπορεί να έχει με το μπλοκ. Όπως προκύπτει, πάντως, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, την κατάληξη σε συμφωνία επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο πολιτικοί λόγοι. Στη Βρετανία, κάτω από το βάρος της αποτυχημένης διαχείρισης της πανδημίας, ο Τζόνσον χρειάζεται πάσει θυσία μια «νίκη» κατά της Ευρώπης, ενώ οι Βρυξέλλες διατηρούν ψηλά στην ατζέντα τους την προσπάθεια «παραδειγματισμού» των κρατών μελών που αποχωρούν από το μπλοκ.

Η Γερμανία στη διάσωση;

Η Γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου των Κρατών Μελών της ΕΕ συμπίπτει με το τελευταίο εξάμηνο των διεργασιών για την εμπορική συμφωνία με τη Βρετανία, γεγονός που γεμίζει ελπίδες την κάθε πλευρά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με αναλυτές, το Λονδίνο θεωρεί θετικό τον παράγοντα Μέρκελ στην εξίσωση των διαπραγματεύσεων όχι μόνο γιατί φημίζεται για τις πραγματιστικές συμφωνίες που συνάπτει, αλλά επίσης υπάρχει η πεποίθηση ότι το Βερολίνο θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο το σενάριο του no deal, λόγω των συνεπειών που θα έχει στις εξαγωγές της. Αυτό που παραβλέπουν ορισμένοι κύκλοι στο Λονδίνο είναι ότι ακόμα και εάν οι οικονομικοί παράγοντες στο Βερολίνο συμφωνούν πως στην περίπτωση μη συμφωνίας θα υποστούν ζημιές, μία γενναιόδωρη για τη Βρετανία συμφωνία, η οποία θα διαταράξει την ενιαία αγορά, εμπεριέχει μεγαλύτερο ρίσκο. Ενδεικτικό της ρευστότητας που επικρατεί είναι το εσωτερικό έγγραφο που έφερε στο φως της δημοσιότητας το Reuters, στο οποίο η γερμανική κυβέρνηση καλεί τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ να ετοιμαστούν για Brexit χωρίς συμφωνία, αφού «δεν θα υπάρξει συμφωνία με κάθε κόστος». Το εν λόγω έγγραφο αποτελεί τη ρεαλιστική απάντηση στις δηλώσεις του Τζόνσον ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία μέσα στον Ιούλιο με «λίγη πίεση». Επίσης, αναγνωρίζει ότι η στρατηγική που θα ακολουθήσει η Βρετανία θα είναι αυτή των απειλών και της πίεσης, ώστε να πετύχει συμφωνία της τελευταίας στιγμής στις διαπραγματεύσεις.

Πρόβα για τη μετά-Brexit εποχή

Την ώρα που η βρετανική Κυβέρνηση προσπαθεί ακόμα να διαχειριστεί επικοινωνιακά τον τρομακτικό απολογισμό της επιδημίας του νέου κορωνοϊού, ο οποίος προκαλεί σοβαρές αμφιβολίες και επικρίσεις, σιγά σιγά θα πρέπει να προετοιμάζει τους πολίτες για τη νέα κατάσταση πραγμάτων που θα επέλθει -με ή χωρίς συμφωνία- με το πέρας της μεταβατικής περιόδου στις 21 Δεκεμβρίου 2020. Εντούτοις, ειδικοί επισημαίνουν ότι κατά τραγικό τρόπο η κρίση του κορωνοϊού έδωσε στίγματα για το πώς θα είναι η Βρετανία στην εποχή μετά το Brexit. Έτσι κι αλλιώς σε επίπεδο διακυβέρνησης αποτέλεσε μια πρόβα για την άσκηση ελεύθερης εθνικής στρατηγικής στη χώρα, χωρίς τις παρεμβάσεις και τις οδηγίες της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι τα αντανακλαστικά και οι επιδόσεις των Βρυξελλών στη διαχείριση της πανδημίας βρίσκονται υπό αμφισβήτηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο κορωνοϊός και η κρίση που επέφερε δεν αναγνωρίζουν θεωρητικές εξαγγελίες για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, με τα στοιχεία να φωνάζουν από μόνα τους ότι υπήρχε προβληματική διαχείριση. Οι Financial Times ανεβάζουν τον απολογισμό των νεκρών σχεδόν στις 65.000, δηλαδή οκτώ φορές υψηλότερος απ’ ό,τι στη Γερμανία, και δυόμισι φορές πιο πάνω από τη Γαλλία. Η Ισπανία και η Ιταλία έχουν επίσης σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά. Παράλληλα, η πολιτική απόφαση για καθυστέρηση του lockdown για να προστατευτεί η οικονομία, δεν βοήθησε το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού σύμφωνα με τις προβλέψεις η χώρα θα υποστεί σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ της φέτος. Ακόμα και το πλεονέκτημα που γεννάει το εμβόλιο που παρασκευάζεται στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τη βρετανική κυβέρνηση για να πείσει ότι τα κατάφερε καλύτερα από τους Ευρωπαίους γείτονές της, δεν βασίζεται σε μια ψύχραιμη αξιολόγηση της κατάστασης, αλλά σε μια νοσταλγία για το μεγαλείο του παρελθόντος. Αυτός φαίνεται ότι είναι ο πυρήνας του προβλήματος στη Βρετανία. Η ελευθερία των πολιτικών αποφάσεων δεν μεταφράζεται αποκλειστικά σε ικανότητα για επιτυχή διακυβέρνηση και επίτευξη των εθνικών στόχων.