Αυτεπάγγελτη δικαστική εξέταση Νομιμότητας και η σημασία της ακυρωτικής απόφασης

Στο εξεταστικό ή ανακριτικό, όπως καθιερώθηκε να αναφέρεται, σύστημα δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας διοικητικών αποφάσεων, μεταξύ των άλλων δυνατοτήτων που συντρέχουν υπέρ του Δικαστηρίου στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης είναι η αυτεπάγγελτη εξέταση της Νομιμότητας τής υπό έλεγχον διοικητικής πράξης. Αυτή όμως η εξουσία δεν είναι απόλυτη. Είναι επιτρεπτή τότε μόνον, εάν διαπιστωθεί (έστω και εάν δεν ηγέρθη από τον συνήγορο του Αιτητή), ότι αφορά ζήτημα δημόσιας τάξης. Προφανέστατα, εάν το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη μιας τέτοιας παρανομίας, οφείλει να την αναδείξει με κατάλληλο δικανικό συλλογισμό που θα επιφέρει την εξαφάνιση της παράνομης πράξης από τον χώρο των νόμιμων πράξεων, με συγκεκριμένη ακυρωτική απόφαση.

Τούτη όμως η εξουσία φαίνεται να παραμένει χωρίς πραγματική «ουσία», αφού είναι υπαρκτό, καθιερωμένο και εκτεταμένο φαινόμενο, η «αλαζονική» ενίοτε, από πλευράς διοίκησης αντιμετώπισης της δικαστικής ακυρωτικής απόφασης. Μια στάση μη συμμόρφωσης της διοίκησης, ως έκδηλη μορφή περιφρόνησης προς τη δικαστική απόφαση, που ανατρέπει την έννοια του Κράτους Δικαίου. Προφανώς πλήττει και την πίστη του πολίτη, ο οποίος καταφεύγει στη δικαιοσύνη ελπίζοντας να επιτύχει τη ουσιαστική δικαίωσή του. Είναι φαινόμενο γνωστό στη νομική θεωρία και νομολογία ως η εκδηλωμένη και προφανής ενόχληση της διοίκησης, που βλέπει να ανατρέπονται οι επιθυμίες και αποφάσεις της γιατί ένας απλός πολίτης κατέφυγε στο Δικαστήριο. Δυστροπία που δεν είναι τυχαία, αφού γνωρίζει καλά η διοίκηση ότι δεν υπάρχει μέθοδος να υποστεί τις συνέπειες που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει (Άρθρα 146(5) και 150) για τιμωρία μέχρι και με φυλάκιση στην περίπτωση αδιαφορίας ή μη συμμόρφωσης κατά τρόπο ενεργό και άμεσο προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

Πρέπει επιτέλους Εκτελεστική Εξουσία και Βουλή να ενεργήσουν ως από χρόνια έχει υποδείξει το Ανώτατο Δικαστήριο, που, μεταξύ άλλων, τόνισε:

«Η απουσία μηχανισμού για την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, ορθά δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση. Η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει και την εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων.

»Η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Hornsby έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης των διοικητικών Αρχών προς της δικαστικές αποφάσεις. Κρίθηκε πως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα ήταν άνευ περιεχομένου εάν η εθνική έννομη τάξη ενός συμβαλλόμενου κράτους επέτρεπε τη μη εφαρμογή μίας οριστικής δεσμευτικής δικαστικής απόφασης, ενώ υποδείχθηκε παράλληλα η σύμπτωση των συμφερόντων των διοικητικών Αρχών, οι οποίες αποτελούν συστατικό στοιχείο στο κράτος δικαίου, με την ανάγκη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η αποτελεσματική προστασία ενός διαδίκου, ειδικά σε διοικητικές δικαστικές διαδικασίες, και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών Αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις… Αποτελεί θεμελιακή υποχρέωση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ[3], να παρέχεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ενός ατόμου, με βάση τη Σύμβαση, παραβιάζονται».

Είναι ανεπίτρεπτο να τιμωρείται ο απλός πολίτης και για την πιο απλή παραβίαση πρόνοιας Νόμου και όμως η διοίκηση να περιφρονεί δικαστική απόφαση, έναντι της οποίας κατά το Σύνταγμα οφείλει ενεργό συμμόρφωση. Το θέμα ξεπερνά την αναφορά για αλαζονεία της διοίκησης και πλησιάζει στο ενδεχόμενο της διαφθοράς!

Επανερχόμενος όμως στο ζήτημα του αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και για να μην αποδίδω σφάλματα μόνο στις δύο από τις τρεις εξουσίες, πρέπει να παρατηρήσω ότι πολύ πρόσφατα το Εφετείο ακύρωσε διοικητική απόφαση, γιατί ο συνήγορος των εφεσειόντων ήγειρε εκτός των λόγων έφεσης θέμα ακύρωσης που θα μπορούσε το ίδιο το Δικαστήριο να εγείρει και να αποφασίσει αυτεπάγγελτα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, όντως, συνέτρεχε λόγος ακύρωσης και ακύρωσε το διοικητικό πρόστιμο, όμως προσέθεσε ότι ως ηγέρθη το ζήτημα και στο στάδιο που ηγέρθη «εξέλαβε την άλλη πλευρά όπως και το Δικαστήριο, εξαπίνης». Μια κρίση μη συμπίπτουσα προς τη δίκαιη δίκη και ανοίκεια προς τον διάδικο που ανέδειξε την παρανομία, η οποία δεν έπρεπε να υπάρχει και την οποία όφειλε, ούτως ή άλλως, η Διοίκηση να αποφύγει, ενώ παράλληλα το Δικαστήριο όφειλε, αφού υπήρχε παρανομία, να τη διακηρύξει με αυτεπάγγελτη δική του κρίση.

*Δικηγόρος