Αναλύσεις

Νέα δομή στο Υπουργείο Άμυνας

Αυτή η διαδικασία που προωθεί το σχετικό νομοσχέδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συγκρότηση ενός παράλληλου ΓΕΕΦ, ενός παραεπιτελείου στις υπηρεσίες του ΓΔ, το οποίο, χωρίς να έχει καμιά αρμοδιότητα και λειτουργώντας έξω από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, θα έχει λόγο επί όλων των θεμάτων που αφορούν την άμυνα και ασφάλεια της Δημοκρατίας

Δημοσίευμα ημερήσιας εφημερίδας της 15ης Ιουνίου 2020 αναφέρεται στην κατάθεση νομοσχεδίου στη Βουλή αναφορικά με τη νέα δομή στο Υπουργείο Άμυνας, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου δήθεν να αντικατασταθούν οι υπηρετούντες στρατιωτικοί στο Υπουργείο με μόνιμο και εξειδικευμένο (sic) προσωπικό σε καθήκοντα που απαιτούν συγκεκριμένες γνώσεις, θα προκηρυχθούν θέσεις Α15 (διευθυντής άμυνας), Α13 (ανώτερος λειτουργός άμυνας) και Α8, Α10 και Α11 (λειτουργοί άμυνας), τις οποίες μπορούν να διεκδικήσουν και οι υπηρετούντες στο Υπουργείο Άμυνας δημόσιοι υπάλληλοι και ο νοών νοείτω για τη σκοπιμότητα του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, το νομοσχέδιο ετοιμάσθηκε προ πενταετίας, ύστερα από εισήγηση Βρετανών εμπειρογνωμόνων.

Το θέμα βέβαια δεν είναι αν θα βολευτούν σε ανώτερες και ανώτατες θέσεις κάποιοι υπηρετούντες λειτουργοί του Υπουργείου, αυτή άλλωστε είναι συνήθης τακτική στη δημόσια υπηρεσία. Οι συντάκτες του νομοσχεδίου, προφανώς στερούνται βασικών γνώσεων λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) σε μια δημοκρατική χώρα, όπως και των εννοιών του πολιτικού ελέγχου στις ΕΔ και κατ’ επέκτασιν της δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους.

Ο πολιτικός έλεγχος των ΕΔ μεταφράζεται ως η απ’ ευθείας υπαγωγή των ΕΔ στην πολιτική εξουσία, δηλαδή στον Υπουργό Άμυνας, ως εκπρόσωπο της εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας. Στην άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του ο Υπουργός εκδίδει διαταγές, οδηγίες, κατευθύνσεις κ.λπ. απ’ ευθείας προς τον Αρχηγό της ΕΦ και ο Αρχηγός αναφέρεται απ’ ευθείας στον Υπουργό χωρίς ενδιάμεσα να υπάρχει οποιαδήποτε ανάμειξη τρίτων, είτε αυτοί είναι μέλη της κρατικής εξουσίας (δημόσιας υπηρεσίας), είτε άλλων πολιτικών ή πολιτειακών θεσμών. Βεβαίως υπάρχουν τα Επιτελεία τόσο του Υπουργού, όσο και του Αρχηγού, τα οποία υποβοηθούν και τους δύο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, αλλά σε καμιά περίπτωση ούτε τους υποκαθιστούν, ούτε ενεργούν εξ ονόματός των.

Στην Κύπρο υπάρχει σύγχυση των όρων πολιτική εξουσία και κρατική εξουσία. Η ταύτιση, δυστυχώς, της Κυβέρνησης με το κράτος για πολλές δεκαετίες, εξ ου και οι «κυβερνητικοί» αντί «δημόσιοι» υπάλληλοι, οδήγησε στη σύγχυση που υπάρχει μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων (δημοσίων υπαλλήλων) και πολιτικών προσώπων (υπουργών, υφυπουργών κ.λπ.). Η κρατική εξουσία είναι δοτή και πηγάζει από τα σχέδια υπηρεσίας, τους κανονισμούς και τους νόμους του κράτους και ασκείται από τους δημοσίους υπαλλήλους, στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Αντίθετα, η πολιτική εξουσία πηγάζει από την ψήφο του κυρίαρχου λαού και ασκείται από τον πρόεδρο ή τον πρωθυπουργό και τα μέλη της κυβέρνησής του.

Ιστορικά, ο πολιτικός έλεγχος στις ΕΔ, επιβλήθηκε στη δυτική Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε μερικές χώρες αργότερα, ύστερα από μια επίπονη και εν πολλοίς αιματοβαμμένη πορεία, που άρχισε από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και διήρκεσε πέραν των 200 χρόνων. Το έλλειμμα πολιτικού ελέγχου στις ΕΔ ήταν η κυριότερη αιτία των στρατιωτικών ή άλλων παρεμβάσεων στην πολιτική ζωή και η επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων σε δημοκρατικές χώρες. Στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου, το μεγάλο έλλειμμα πολιτικού ελέγχου στις ΕΔ είναι η αιτία των καθημερινών συγκρούσεων, σφαγών, πραξικοπημάτων και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο θεσμικό πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) ο πολιτικός έλεγχος στις ΕΔ διασφαλίζεται πλήρως από τα τρία παρακάτω νομικά κείμενα:

α. Το άρθρο 54 (c) του Συντάγματος, στο οποίο καθορίζεται ότι για τα θέματα ασφάλειας και άμυνας υπεύθυνο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Υπουργό Άμυνας, ο οποίος ασκεί τον διοικητικό και ιεραρχικό έλεγχο επί της Εθνικής Φρουράς. Επί του θέματος αυτού εκδόθηκε γνωμάτευση της νομικής υπηρεσίας με ημερ. 4 Αυγ. 2000, στην οποία διευκρινίζεται ότι η ΕΦ δεν υπάγεται στο Υπουργείο Άμυνας, αλλά στον Υπουργό Άμυνας. Η γνωμάτευση αυτή λέει επί λέξει τα εξής.

«Η πρόσφατη τροποποίηση του νόμου (πρόκειται για τον νόμο περί συγκρότησης του Επιτελείου του Υπουργού Άμυνας), δεν δημιουργεί υπηρεσιακή ή άλλη εξάρτηση μεταξύ της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας. Η υπαγωγή στον Υπουργό Άμυνας αφορά τον διοικητικό και ιεραρχικό έλεγχο που ασκείται από τον Υπουργό στην Εθνική Φρουρά, τούτο όμως δεν καθιστά την Εθνική Φρουρά τμήμα ή υπηρεσία του Υπουργείου».

β. Τα άρθρα 13(1) και (2) του νόμου περί ΕΦ, στα οποία καθορίζονται οι αρμοδιότητες του Γενικού Διευθυντή (ΓΔ) του Υπουργείου και οι οποίες περιορίζονται σε δύο τινά. Στην άσκηση ελέγχου επί των κονδυλίων που αφορούν την ΕΦ και στη διαχείριση του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί στην ΕΦ σύμφωνα με τους περί δημοσίας υπηρεσίας νόμους, και

γ. Το άρθρο 9 του νόμου περί ΕΦ, με το οποίο συγκροτείται το Επιτελείο του Υπουργού Άμυνας (ΕΠΥΠΑΜ) ως συμβουλευτικό όργανο του υπουργού για τα πάσης φύσεως στρατιωτικά θέματα.

Στη βάση των πιο πάνω θεσμικών κειμένων γίνεται ξεκάθαρο ότι το Υπουργείο Άμυνας δεν λειτουργεί όπως τα υπόλοιπα Υπουργεία της ΚΔ, όπου ο ΓΔ έχει αρμοδιότητα σε όλες τις υπηρεσίες του υπουργείου. Η ΕΦ αποτελεί έναν ανεξάρτητο οργανισμό, ο οποίος υπάγεται απ’ ευθείας στο Υπουργικό Συμβούλιο, μέσω του Υπουργού Άμυνας. Κάθε ανάμειξη στο έργο της ΕΦ από μη θεσμικά και αναρμόδια όργανα, όπως οι υπηρεσίες του ΓΔ, με τις οποίες η ΕΦ δεν έχει καμιά υπηρεσιακή ή άλλη εξάρτηση (πλην της άσκησης ελέγχου επί των δαπανών), πέραν της παραβίασης της υφιστάμενης νομοθεσίας, αποτελεί επικίνδυνη εκτροπή τόσο σε ό,τι αφορά τον πολιτικό έλεγχο στην ΕΦ, όσο και στη δημοκρατική λειτουργία του κράτους, αφού εξωθεσμικοί παράγοντες παρεμβαίνουν στη λειτουργία της ΕΦ με ό,τι αυτό σημαίνει για έναν οργανισμό ο οποίος διαθέτει όπλα.

Η δικαιολογία που προβάλλεται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου περί της ανάγκης αντικατάστασης με πολιτικό προσωπικό των αξιωματικών που υπηρετούν στις υπηρεσίες του ΓΔ, λόγω της υποχρέωσης που έχουν οι αξιωματικοί να μετατίθενται για άσκηση χρόνου διοίκησης στις Μονάδες, είναι κατ’ ελάχιστον αστείες, αφού, σύμφωνα με τον νόμο, το ΓΕΕΦ δεν έχει καμιά υπηρεσιακή ή άλλη εξάρτηση από το Υπουργείο Άμυνας και, δεύτερον, οι υπηρεσίες αυτές λειτουργούν παράνομα, αφού οι ίδιες υπηρεσίες με τα ίδια ακριβώς καθήκοντα λειτουργούν και στο ΓΕΕΦ. Προς τι λοιπόν οι διπλές υπηρεσίες, αφού κάνουν την ίδια ακριβώς δουλειά; Εκείνο που θα έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο της νέας δομής είναι η κατάργηση των υπηρεσιών αυτών από το Υπουργείο Άμυνας και όχι η ενίσχυσή τους με ακομβίωτους στρατηγούς

(διευθυντές άμυνας) και γιαλαντζί συνταγματάρχες (ανώτερους λειτουργούς άμυνας), χωρίς καμιά εξειδίκευση στα θέματα άμυνας. Και, βέβαια, μόνο γέλωτα προκαλεί η αιτιολογία ότι θα απομακρυνθούν αξιωματικοί που έλιωσαν παντελόνια στα θρανία των στρατιωτικών σχολών και έχυσαν ιδρώτα στα πεδία ασκήσεων για να αντικατασταθούν με πολιτικό προσωπικό που όμως είναι «εξειδικευμένο» και έχει «συγκεκριμένες» γνώσεις σε θέματα άμυνας!! Αλήθεια, πού τις απέκτησαν τις γνώσεις αυτές;

Διευκρινίζουμε ότι εξειδικευμένους επιστήμονες, ιδιαίτερα σε θέματα διεθνών σχέσεων, διεθνούς δικαίου κ.λπ., χρειάζεται ένα Υπουργείο Άμυνας, αλλά αυτοί, εφόσον δεν είναι στρατιωτικοί, μπορούν να υπηρετούν ως σύμβουλοι του Υπουργού Άμυνας χωρίς να είναι ενταγμένοι στην κλίμακα της ιεραρχίας του Υπουργείου ή του ΓΕΕΦ. Αυτό, άλλωστε, συμβαίνει σε όλα τα Υπουργεία Άμυνας των ευρωπαϊκών χωρών. Αντίθετα, αυτή η διαδικασία που προωθεί το σχετικό νομοσχέδιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συγκρότηση ενός παράλληλου ΓΕΕΦ, ενός παραεπιτελείου στις υπηρεσίες του ΓΔ, το οποίο, χωρίς να έχει καμιά αρμοδιότητα και λειτουργώντας έξω από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, θα έχει λόγο επί όλων των θεμάτων που αφορούν την άμυνα και ασφάλεια της Δημοκρατίας.

Διατηρώ αμφιβολίες, αν η νέα δομή έγινε ύστερα από εισήγηση Βρετανών εμπειρογνωμόνων, όπως αναγράφεται στο σχετικό δημοσίευμα, και τούτο γιατί είναι γνωστόν ότι, στις δημοκρατικές χώρες της Ευρώπης και της Δύσης, στις οποίες υπάρχει και στρατιωτική παράδοση πολλών ετών, ο πολιτικός -και όχι ο κρατικός- έλεγχος των ΕΔ θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους. Σε καμιά δημοκρατική χώρα δεν νοείται παρέμβαση κρατικών ή άλλων εξωθεσμικών παραγόντων στη λειτουργία των ΕΔ. Στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, καμιά χώρα δεν γίνεται μέλος, αν προηγουμένως δεν πληροί το κριτήριο του πολιτικού ελέγχου στις ΕΔ. Για τον σκοπό αυτό, στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, τη γνωστή PfP, που στην ουσία αποτελεί τον προθάλαμο του ΝΑΤΟ, υπάρχει ιδιαίτερη θεματική για την εκπαίδευση των στελεχών, αναφορικά με τον πολιτικό και δημοκρατικό έλεγχο στις ΕΔ. Καλό είναι, λοιπόν, εκτελεστική εξουσία και Βουλή, η δημοκρατική ευαισθησία των οποίων δεν αμφισβητείται, να κάμουν δεύτερες σκέψεις επί του νομοσχεδίου, για να μην οδηγηθεί η άμυνα της χώρας σε αχρείαστες περιπέτειες.

*Αντιστράτηγος ε.α.