Μια λησμονημένη σφαγή

«9η Ιουλίου τους 1821, εν Λευκωσία Κύπρου» - «Η Ρωμιοσύνη εν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!»

Η παρουσία των Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στους εθνικούς αγώνες υπήρξε πάντοτε, από κάθε άποψη, ιδιαίτερα σημαντική. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και κατά τη διάρκεια της Εθνεγερσίας του 1821. Σκορπισμένοι παντού σε όλα τα τουρκοπατημένα εδάφη, οι Έλληνες της Κύπρου, μετείχαν ενεργώς στη δημιουργία των συνθηκών πάνω στις οποίες έκτισε και πρόσφερε η Φιλική Εταιρεία με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό. Στη Μεγάλη Συνέλευση των μελών της Φιλικής Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε στο Ισμαήλιο την 1η Οκτωβρίου 1820, αποφασίσθηκε η συμμετοχή της Κύπρου στον εθνικό ξεσηκωμό να περιορισθεί μόνο σε χρηματική βοήθεια.

Για τον σκοπό αυτό στάλθηκαν απεσταλμένοι στο νησί, που γνωστοποίησαν στον Κυπριανό και τους υπόλοιπους ιεράρχες τη δρομολογημένη έναρξη της επανάστασης και την οριστική τους απόφαση να μην εμπλακεί η Κύπρος στον ένοπλο αγώνα, καθώς η γεωγραφική της θέση καθιστούσε κάθε τέτοια σκέψη απαγορευτική. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, ο Αντώνιος Πελοπίδας μετέβη στην Κύπρο, ως απεσταλμένος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, για να παραλάβει την εισφορά του Αρχιεπισκόπου.

Σε ένα σχετικό γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον Κυπριανό αναφέρονται τα εξής:

«Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα,

»Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ίπατρος με εβεβαίωσε περί της γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον της Πελοποννήσου. Όθεν, ως γενικός έφορος του Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Διά τούτο λοιπόν στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον διά να την βεβαιώσω και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος: Ας ταχύνη λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάση τόσον της υμετέρας Μακαριότητας τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε είναι ζωοτροφίας προς τον εν παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπόν της επίτηδες ή με τον κομιστήν του παρόντος μου.

»Ων δε εύελπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή να δείξη την συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας της υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές».

Αλέξανδρος Υψηλάντης

(Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, 1971, σελ 15, «Αίμα Κυπρίων στο σώμα της Μητέρας Ελλάδας»).

Παρά ταύτα, τον Απρίλιο του 1821 θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων προκηρύξεις με επαναστατικό περιεχόμενο. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν είναι χαρακτηριστικές των μεθόδων που εφάρμοζε πάντα η οθωμανική τυραννία. Στις 9 Ιουλίου 1821, στο Σεράι της Λευκωσίας, ο αδίστακτος Τούρκος μουχασίλης (κυβερνήτης) της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ διαβάζει το φιρμάνι του σουλτάνου και αρχίζει τις σφαγές και τους απαγχονισμούς. Πρώτον απαγχονίζει τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Ακολουθεί άγρια σφαγή όλων των μελών της Iεράς Συνόδου της Μεγαλονήσου, προκρίτων και λαϊκών, στο σύνολο 486. Ήταν η πρώτη κατάθεση φόρου αίματος της Κύπρου στον Εθνικό ξεσηκωμό, που θα προστεθεί μαζί με τόσες άλλες στο ελληνικό ιστορικό γίγνεσθαι. Είχαν προηγηθεί πολλές άλλες θυσίες, με πιο χαρακτηριστική εκείνη του Ιωάννη Καρατζά, που μαζί με τον Ρήγα τον Βελεστινλή και άλλους έξι συνεργάτες του σύρθηκαν στα μπουντρούμια του Βελιγραδίου και ακολούθως στραγγαλίστηκαν και ρίφθηκαν στον Δούναβη. θα ακολουθήσουν και άλλες πολλές θυσίες, αφού εκατοντάδες Έλληνες της Κύπρου, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, θα προσέλθουν εθελοντές στον ελλαδικό χώρο και θα ποτίσουν με το αίμα τους το δένδρο της λευτεριάς μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αδελφούς τους.

Ο Κυπριανός αποτελεί τον κύριο πρωταγωνιστή του ποιήματος «9η Ιουλίου τους 1821, εν Λευκωσία Κύπρου» του Βασίλη Μιχαηλίδη, στον οποίο αποδίδονται οι παρακάτω στίχοι εις απάντησιν της απειλής του Κουτσιούκ Μεχμέτ για αφανισμό όλων των Ρωμιών:

«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,

κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,

κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,

αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν

τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην, τρώει την γην θαρκέται

μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται».

Η μη απελευθέρωση της Κύπρου αλλά και άλλων αλύτρωτων έως και σήμερα ελληνικών εδαφών δεν άλλαξε, παρά την τεράστια πίκρα, τα αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου απέναντι στην απελευθερωμένη γη του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και όσες φορές η Ελλάδα περνούσε δύσκολες ώρες, ο Έλληνας της Κύπρου προσέτρεχε οικειοθελώς. Η προσμονή για εθνική ολοκλήρωση έθρεφε κάθε του ελπίδα. Μια προσμονή που, δυστυχώς, με τις παλινωδίες της πολιτικής ελίτ των Αθηνών (συνεχιστές οι περισσότεροι των πολιτικών των Κοτζαμπάσηδων), έχει μετατραπεί σε έναν συνεχή εφιάλτη. Τον εφιάλτη της κατοχής… Επ’ αυτού στο επόμενο σημείωμά μας.

*Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, από το Μονάγρι Λεμεσού