Αναλύσεις

Μεγαλοϊδεατισμοί και αιτίες του πολέμου

Μπορούν οι διπλωματικές παραστάσεις στις οποίες περιορίστηκε η αντίδρασή μας να «αναιρέσουν», να διαγράψουν το φυσικό ενέργημα της παραβίασης, δηλαδή της άσκησης βίας, σε περιφρόνηση κι αμφισβήτηση των εννόμων δικαιωμάτων μας στην κρατική μας επικράτεια; Όταν, μάλιστα, ο αναθεωρητικός ταραξίας μάς δείχνει και με αυτόν τον βάναυσο τρόπο ότι δεν μας αναγνωρίζει ως κράτος, ότι είμαστε γι' αυτόν ένας νομικά αίολος βράχος μέσα στην δική του σφαίρα συμφερόντων;

«Θα έχουμε πόλεμο;». Το όλο ανησυχία ερώτημα σειράς φίλων μου στο απότοκο των προκλητικών τουρκικών διεκδικήσεων και ανοιχτών παραβιάσεων στην κυπριακή ΑΟΖ έφερε στο προσκήνιο πότε και σε ποιες συνισταμένες, επιθετικές εδαφικές διεκδικήσεις από έναν αναθεωρητικό «ταραξία» μπορούν να οδηγήσουν σε πόλεμο, ειδικά αν οι διεκδικήσεις αυτές εκδηλώνονται ως αποτέλεσμα της αντίληψής του ότι τον ευνοούν οι συγκυρίες μιας ασυμμετρίας δυνάμεων ή ασυμμετρίας αποφασιστικότητας απέναντι στο κράτος ή «δράστη» γείτονα εις βάρος του οποίου προβάλλει τις διεκδικήσεις του. Οι φίλοι/ες ίσως αγνοούν ότι ο ταπεινός τους φίλος έχει στο εξωτερικό ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές με MSc στην θεωρία συγκρούσεων, «International Conflict Studies», κι ότι στα ράφια της βιβλιοθήκης απέναντί του περιλαμβάνονται και βιβλία των Διεθνών Σχέσεων πάνω στις Αιτίες Πολέμου, όπως, ανάμεσα σε άλλα, και το «Causes of War», του Stephen van Evera.

Θα έβλεπε, λοιπόν, ένας ειδικός στην θεωρία του πολέμου όπως ο Evera, τις τουρκικές παραβιάσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ - και όχι μόνο, την παρουσία πολεμικών πλοίων της Τουρκίας στα χωρικά της Κύπρου ύδατα ως απειλή πολέμου, ως επαρκή αιτία πολέμου, ως «τρίτη εισβολή», όπως «ανώδυνα» για την Τουρκία - εισβολέα ονομάστηκε; Μπορούν οι διπλωματικές παραστάσεις στις οποίες περιορίστηκε η αντίδρασή μας να «αναιρέσουν», να διαγράψουν το φυσικό ενέργημα της παραβίασης, δηλαδή της άσκησης βίας, σε περιφρόνηση κι αμφισβήτηση των εννόμων δικαιωμάτων μας στην κρατική μας επικράτεια; Όταν, μάλιστα, ο αναθεωρητικός ταραξίας μάς δείχνει και με αυτόν τον βάναυσο τρόπο ότι δεν μας αναγνωρίζει ως κράτος, ότι είμαστε γι' αυτόν ένας νομικά αίολος βράχος μέσα στην δική του σφαίρα συμφερόντων; Όταν προχωρεί αλαζονικά να υπογράψει με μιαν άλλη αμφισβητούμενη κυβέρνηση στην περιοχή μια «διεθνή» συμφωνία διαμοιρασμού της Ανατολικής Μεσογείου, ως τα Ελληνικά Νησιά, η Κρήτη, η Ρόδος, το Καστελόριζο να μην έχουν δικαιοδοσίες στη θάλασσα, να περιφρονούνται ως μυγοχέσματα στον χάρτη;

Βεβαίως, Κύπρος και Ελλάδα διασφάλισαν από τον διεθνή παράγοντα τις νομικά καθησυχαστικές δηλώσεις ότι οι παράνομες συμφωνίες με την Λιβύη κι οι παραβατικές ενέργειες δεν δημιουργούν έννομα αποτελέσματα. Αλλά, βέβαια, ας ιδωθεί τούτο στο φως ότι η Τουρκία δεν επεζήτησε «έννομα αποτελέσματα». Τούτο θα το είχε επιδιώξει στα διεθνή fora ή μέσα από την διπλωματική οδό. Βίαιη αμφισβήτηση της έννομης τάξεως επεδίωξε. Κι αν τελικά ζητήσει «έναν» έννομο διακανονισμό, αυτός θα έχει την μορφή της αποδοχής των τετελεσμένων. Να συρθούν στο τραπέζι Κύπρος και Ελλάδα, και να καθίσει σε αυτό σαν «συνδικαιούχος» της περιοχής κι η Τουρκία, με «έδεσμα» υπό διαπραγμάτευση τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματά τους στην ενεργειακή δεξαμενή της Ανατολικής Μεσογείου. Ένα τραπέζι στο οποίο θα φάει όποιος καθίσει. Κι ένα τραπέζι στο οποίο με χαρά θα μας έβλεπε, πρόθυμα καλόπαιδα, τόσο ο διεθνής παράγων, όσο και, ιδία, ο «άρχων τοποτηρητής», η ηγεμονική υπερδύναμη.

Αιτίες πολέμου και αποτροπή

Θα έχουμε, λοιπόν, πόλεμο; Μας συμφέρει να αποτραπεί. Όχι μόνο για το ευνόητο του κόστους του πολέμου, για όλους τους εμπλεκομένους. Αλλά και για να αποσοβηθούν οι σχεδιασμοί του αναθεωρητή ταραξία, ώστε το ανύπαρκτο «δικαίωμα» που διεκδικεί να μην αναχθεί από τους καλοθελητές «ειρηνευτές» του «διεθνούς» παράγοντα σε διαπραγματεύσιμο «επίδικο» στις ειρηνευτικές παρεμβάσεις, σε κάποια λίγο πολύ σολομώντεια μοιρασιά. Κάτι που γνωρίσαμε, όσο κι αν αποσιωπούμε αιδημόνως, στην γκριζοποίηση των Ιμίων. Αποτρεπτέος, λοιπόν, ο πόλεμος. Με δικό μας, όμως, έλεγχο στους τρόπους, την γλώσσα της αποτροπής. Με γλώσσα δύναμης προς τον επιτιθέμενο. Πειστικής δύναμης που αίρει κι εκμηδενίζει κάθε αιτία πολέμου. Κάθε δυνατό κέρδος του επιτιθέμενου από αυτόν. Κάθε υπολογισμό του πώς ο πόλεμος, κερδισμένος ή και χαμένος, θα του αποφέρει ένα διάφορο, ένα «συν» στον ισολογισμό των κερδοζημιών του. Την άρση κάθε αιτίας πολέμου.

Ποιες είναι αυτές οι αιτίες των διακρατικών πολέμων; Πρώτα η αισιόδοξη πρόβλεψη - συχνά εσφαλμένη - ότι μπορεί να κερδηθεί. Ή, ότι ένα πρώτο πλήγμα, αιφνιδιαστικό για τον αντίπαλο, μπορεί να δώσει ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα, που θα βαρύνει τελειωτικά την πλάστιγγα του πολέμου. Αυτή είναι μια στρατηγική που περιθωριοποιεί την διπλωματία και προκρίνει την μυστικότητα με τον φόβο ότι, αν αποκαλυφθεί η δύναμη του ενός μέρους, θα βιαστεί να κινηθεί αποτρεπτικά το άλλο. Ή, πάλι, ότι, στις διακυμάνσεις της σχετικής δύναμης των αντιπάλων, την ισορροπία δυνάμεων, «τώρα» είναι μια περίσταση, μια στιγμή στο ισοζύγιο δυνάμεων, που ευνοεί τον επιτιθέμενο. Αυτή είναι μια αντίληψη που ενισχύει την δυσπιστία και οδηγεί στην επιλογή του πρώτου κτυπήματος, αφού ο χρόνος κρίνεται ότι δίνει περιθώρια στον αντίπαλο να εκμεταλλευτεί και να κτυπήσει στην δική του δυνατή στιγμή. Ότι, ακόμη, τα κέρδη από μια κατάκτηση είναι σωρευτικά, ότι, δηλαδή, ευκολότερα θα μεταφραστούν σε περαιτέρω κατακτήσεις, όπως δείχνει η μετακίνηση της Τουρκίας από τα κέρδη τής Κύπρου σε άλλες ορέξεις και σχεδιασμούς, δυτικότερα, εναντίον της Ελλάδος. Τα κέρδη από την επίθεση και κατάκτηση γίνονται, έτσι, μια αιτία που επαληθεύεται, αν εφαρμοστεί, σαν αυτοεπαληθευόμενη προφητεία. Κι ότι όλα τα παραπάνω συναθροίζονται σε μιαν αδυναμία του αντιπάλου που κάνουν την κατάκτηση όχι μόνον ορατή, αλλά και εύκολη. Αυτό, βέβαια, ενθαρρύνει μια οπορτουνιστική, αρπακτική, πειρατική συμπεριφορά που, στην βουλιμική της μονομανία, οδηγεί σε εσφαλμένη αισιοδοξία που στην ιστορία εξασφάλισε τα Ναπολεόντεια Βατερλώ και τους καταποντισμούς των Χίτλερ. Σε πολέμους οδηγεί, ως αιτία πολέμου, και η εσφαλμένη ή παρατραβηγμένη απαισιοδοξία ή φόβος για επιδεινούμενη κατάσταση στο μέλλον, αλλά πιο πολύ με την ένταση της καχυποψίας και της αμυντικής ετοιμότητας, παρά επιθετικότητας. Οι αμυντικές ετοιμασίες μπορεί να θεωρηθούν ως επιθετικές από αντίπαλα έθνη και να οδηγήσουν σε πολεμικούς εξοπλισμούς, με αμοιβαία ένταση της καχυποψίας.

Οι πόλεμοι θα ήταν λιγότεροι, αν οι ηγέτες είχαν μια κρυστάλλινη μπάλα και μπορούσαν να προΐδουν την έκβαση των πολέμων και επεκτατικών τους φιλοδοξιών. Έτσι, μια σημαντική αιτία του πολέμου είναι το άδηλο του μέλλοντος, μαζί με την υπέρμετρη φιλοδοξία ηγετών που τρέφουν το αυτοείδωλό τους από τις μέχρι τώρα επιτυχίες τους. Αυτή είναι, θυμίζουμε, και η κρίση που επιφυλάσσει για τον Περικλή ο Θουκυδίδης, που ζώντας στην εποχή του Σοφοκλή βλέπει στο φως της τραγικότητας όσα επεφύλαξε κι η μοίρα στην Αθήνα, με τον λοιμό που τελικά οδήγησε στον θάνατο τον ίδιο τον «στρατηλάτη» των Αθηνών και, ως απότοκο, μια «ανισότητα ηγεσίας» με την Σπάρτη, που διασφάλισε τελικά την ήττα των Αθηνών.

Ερντογάν μαινόμενος: Ένα παράδειγμα αυτοκαταστροφικής αισιοδοξίας;

Με τον μεγαλοϊδεατισμό της νεο-οθωμανικής, αναθεωρητικής Τουρκίας του Ερντογάν να απειλεί με «απλωτές» στα νερά της «Γαλάζιας Πατρίδας» του «imperium» του, αφού στο νερό λαμπυρίζει ο ενεργειακός θησαυρός της Ανατολικής Μεσογείου, η κούρσα των εξοπλισμών ανάμεσα στην επιτιθέμενη Τουρκία και την αμυνόμενη Ελλάδα εκτυλίσσεται στο θαλάσσιο πεδίο και την δύναμη των εκατέρωθεν στόλων. Η Τουρκία πήρε κεφάλι με αποφασιστικές κινήσεις αγορών και ναυπηγήσεων στα εκτεταμένα ναυπηγεία της, και με την Ελλάδα να περνά μια αυτοκτονική δεκαετία εξοπλιστικού ληθάργου, έως «αφοπλισμού», έναντι της οποίας η Τουρκία βρυχήθηκε ή «γρύλισε» με την αυτοπεποίθηση εντυπωσιακών ναυτικών ασκήσεων στο Αιγαίο.

Όπως συμβαίνει συχνά, όμως, στον χώρο της ισορροπίας δυνάμεων και των εξοπλιστικών αναμετρήσεων, η αλαζονική προβολή δύναμης από την κερδαίνουσα στην εξελισσόμενη ανισορροπία δυνάμεων πλευρά έχει ως αποτέλεσμα να αφυπνίσει την ξεχασμένη στον λήθαργο της υστερούσα, και εν αμύνη, πλευρά. Η αποφασιστικότητα της εξοπλιστικής επανεκκίνησης της Ελλάδος σημάνθηκε με εντυπωσιακή ναυτική άσκηση και σημαντικές παραγγελίες κορβετών, φρεγατών και υποβρυχίων, αναγκαίων για την ανανέωση ενός πεπαλαιωμένου στόλου, βασικές μονάδες του οποίου κλείνουν τα 35 χρόνια. Πάντως, το ελληνικό ναυτικό παρατάσσει αυτήν τη στιγμή ως κύριες μονάδες μάχης του στόλου της Διοίκησης Φρεγατών 4 φρεγάτες ΜΕΚΟ 200ΗΝ και 9 φρεγάτες κλάσης S, από τις οποίες οι 6 είχαν εκσυγχρονιστεί παλαιότερα. Οι 4 ΜΕΚΟ ΗΝ θα υποστούν έναν Εκσυγχρονισμό Μέσης Ζωής ( ΕΜΖ) το επόμενο διάστημα, καθώς η Βουλή ενέκρινε ένα ποσό της τάξεως των 160 εκ. ευρώ για τον σκοπό αυτό. Τα πλοία κλάσης δεν προβλέπεται να εκσυγχρονιστούν, καθώς είναι ήδη αρκετά παλιά (πάνω από 35 έτη) και ο εκσυγχρονισμός είναι ασύμφορος οικονομικά, ενώ και δομικά ως πλοία δεν επιδέχονται ραγδαίες αλλαγές, ούτε μπορούν να βελτιωθούν.

Ξεχωρίζει στην δύναμη του ελληνικού ναυτικού η ύπαρξη ταχέων σκαφών, που αποτελούνται από τα 6 (+1) πλοία κλάσης Ρουσέν (Super Vitta) και τις 12 πυραυλακάτους Combattante, οι οποίες, όμως, έχουν κλείσει δεκαετίες σε υπηρεσία και τουλάχιστον οι 10 από αυτές χρήζουν αντικατάστασης. Τα πλοία αυτά, όντας μικρά σε μέγεθος, είναι ιδανικά για το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, αφού μπορούν να εκμεταλλευτούν τα βραχώδη νησιά και να αποκρυβούν, ενώ φέρουν θανατηφόρους αντιπλοϊκούς πυραύλους, απειλή για τα μεγάλα σκάφη του αντιπάλου – όπως, θυμάστε, έπαθε το βρετανικό αντιτορπιλικό Σέφιλντ, πληγέν από έναν αργεντινό πύραυλο Εξοσέτ, στον πόλεμο των Φώκλαντς.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι η Ελλάδα διαθέτει συνολικά 11 υποβρύχια, από τα οποία τα 4 είναι τα νεώτερα της κλάσης Τ-214 Παπανικολής, ένα ακόμα εκσυγχρονισμένο Τ-209/1200 Ωκεανός. Τα υπόλοιπα 6 είναι παλαιότερα υποβρύχια κλάσης Τ-209/1200 με πολύ χαμηλότερες δυνατότητες απ’ ό,τι τα προηγμένα Τ-214.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι, μέσα στην δεκαετία, ο στόλος του Ναυτικού θα πρέπει να αποσύρει, όπως σημειώνουν ειδικοί στα άρθρα των εξοπλισμών, άμυνας και διπλωματίας: 9 φρεγάτες κλάσης S, 10 TΠΚ Combattante, 6 Υποβρύχια Τ-209/1200. Αυτό είναι ένα βαρύ πρόγραμμα, αλλά η «επανεκκίνηση» έγινε, κι ένας αέρας αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας «φουσκώνει τα ελληνικά πανιά».