Ευθύνες και διδάγματα 46 χρόνια μετά

Οι επικαλούμενοι το ομοσπονδιακό σχήμα ως το πλαίσιο εκείνο που θα έλυνε το Κυπριακό Πρόβλημα και θα έδινε ειρήνη στον τόπο αγνοούσαν και προδήλως αγνοούν πως οι ομοσπονδιακές δομές συνιστούν ένα εξαιρετικά δύσβατο μονοπάτι

Ένα γνωστό φιλοσοφικό δίδαγμα που επιβεβαιώνεται μέσα από την διαδρομή της ιστορίας των λαών, μας υπενθυμίζει πως «λαοί που δεν έχουν μνήμη, οδηγούνται αφεύκτως σε αφανισμό». Η ελληνική ιστορία ως υπόσταση και εθνική ακεραιότητα είναι μεστή ενδόξων στιγμών, αλλά και διαδρομών τραγικών και περιπετειωδών πληγμάτων.

Η 20ή Ιουλίου του 1974, ημερομηνία κατά την οποία εισέβαλε ο τουρκικός στρατός στη μεγαλόνησο καταλαμβάνοντας εν τέλει το 37 και πλέον τοις εκατό της κυπριακής επικράτειας, σηματοδότησε μια τέτοια στιγμή ήττας που οδήγησε σε απώλεια εθνικού χώρου και σε ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπρέπεια και αξιοπιστία του ελλαδικού κράτους. Η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την απαρχή μιας επιθετικότερης και κλιμακούμενης στην διαδρομή του χρόνου, αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής έναντι του ελλαδικού χώρου, η πραγματικότητα της οποίας βιώνεται μέχρι και των ημερών μας.

Το γεγονός της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας, που διατρέχει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο ότι, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και την επόμενη περίοδο, δεν εκδηλώθηκε ενεργός στρατιωτική ελληνική αντίδραση, που να στοχεύει στην υπεράσπιση της μεγαλονήσου, καθώς και στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας.

Σημειώνεται εν προκειμένω πως με βάση το ιστορικό πλαίσιο του τουρκικού παράγοντα, αλλά και τον συσχετισμό δυνάμεων της τότε περιόδου, όπου η Ελλάδα σε βασικά ζητήματα στρατιωτικής στρατηγικής υπερείχε, εάν έπληττε, ως όφειλε και εδύνατο τον τουρκικό αποβατικό στόλο, η Τουρκία θα είχε υποστεί ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα συρρίκνωσης δυνάμεων, που θα καθόριζε την πολιτική της έναντι της Κύπρου, αλλά και του Αιγαίου για τις επόμενες δεκαετίες, διαμορφώνοντας σαφώς υπέρ της Ελλάδος τον μετέπειτα «χάρτη» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Αντιθέτως, μετά την εισβολή και με πρωταγωνιστές τις κυπριακές κυβερνήσεις που ακολούθησαν, διαπνεόμενες κατά ταύτα από ένα πνεύμα ηττοπάθειας και φόβου, εμπεδώθηκε μια αντίληψη δυνατότητας «συνεννόησης» με την κατοχική δύναμη, αναπτύσσοντας ένα πρωτοφανές σχήμα για τα διεθνοπολιτικά χρονικά, επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος άνευ απόσυρσης των στρατευμάτων κατοχής και οικοδόμησης μια νέας κρατικής οντότητας, την οποία ευσχήμως ορισμένοι κύκλοι παρουσίαζαν και ως μετεξέλιξη του κυπριακού κράτους, δια της οποίας εξισωνόταν η κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου με το ελεύθερο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οικοδόμησης ενός sui generis πειράματος ομοσπονδιακής δομής κράτους, της γνωστής μέχρι και των ημερών μας Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.

Οι επικαλούμενοι το ομοσπονδιακό σχήμα ως το πλαίσιο εκείνο που θα έλυνε το Κυπριακό Πρόβλημα και θα έδινε ειρήνη στον τόπο αγνοούσαν και προδήλως αγνοούν πως οι ομοσπονδιακές δομές συνιστούν ένα εξαιρετικά δύσβατο μονοπάτι μεταξύ μερών και δη εθνικά αντιθέτων μεταξύ τους, καθώς και πως, για να λειτουργήσει το κράτος αποτελεσματικά ως ομοσπονδιακή δομή, χρειάζεται τη διαρκή προς τούτο συναίνεση των μερών.

Για την τουρκική οπτική η Κύπρος συνιστούσε ήδη από την δεκαετία του 1950 μια συνέχεια του τουρκικού χώρου ως μια τουρκικής έμπνευσης προέκταση του υφάλου της Ανατολίας και ως αφετηρία ελέγχου της νοτιοανατολικής Μεσογείου, με απώτερο στόχο πάντοτε το Αιγαίο.

Χαρακτηριστικό της προσέγγισης που ανέπτυσσαν και αναπτύσσουν οι τουρκικές ηγεσίες προς την Κύπρο, αλλά και της στρατηγικής συνέπειας που λαμβάνει χώρα στην Τουρκία, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και καθεστώτων, συνιστά η χαρακτηριστική αναφορά του Αχμέτ Νταβούτογλου, αρκετές δεκαετίες μετά το 74, στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος», πως «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα».

Το Κυπριακό Πρόβλημα σήμερα, όπως διαμορφώνεται 46 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, εν όψει των δεδομένων που υφίστανται από την επεκτατική πολιτική της Άγκυρας, η οποία είναι δεδηλωμένη και παρούσα, καθώς και την ανικανότητα οικοδόμησης ενός κοινού κράτους, το οποίο να είναι σε θέση να υπερασπίζεται ελευθερίες, δικαιώματα και τη δημοκρατική αρχή για όλο τον πληθυσμό, προβάλλει στην εθνικά επιβεβλημένη διέξοδο της συνέχισης της ενεργού παρουσίας του ελληνισμού στην Κύπρο και ενδυνάμωσης του άξονα Ελλάδος - Κύπρου σε όλα τα επίπεδα.

Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η ενίσχυση του ελληνικού φρονήματος των Ελλήνων της Κύπρου ως ελληνικής ταυτότητας, προσδοκώντας και στοχεύοντας στη δημιουργία συνθηκών και αξιοποίηση μελλοντικών ευκαιριών για αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας.

Το Κυπριακό Πρόβλημα θα πρέπει να τίθεται σήμερα περισσότερο από ποτέ από το ελληνικό πολιτικό σύστημα στην πραγματική του διάσταση, που αποτυπώνεται ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ουδέν πέραν τούτου, ενώ οι αναφορές στην τουρκική εισβολή και κατοχή οφείλουν να βρίσκουν τη συνέχειά τους στην ωραιότερη λέξη της ελληνικής γλώσσας, τη λέξη ελευθερία, δηλαδή εν προκειμένω απελευθέρωση.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο